Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς». Είναι «σωτήρας» η Παναγία;


Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς». Είναι «σωτήρας» η Παναγία;


Ρωτάτε για ποιό λόγο ολόκληρη η Ορθόδοξη και η καθολική Εκκλησία αποκαλούν τη Θεοτόκο «σωτήρα» λέγοντας «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», ενώ ένας είναι ο Σωτήρας ο Ιησούς Χριστός, ο Βασιλιάς και Κύριος. Τέτοιου είδους ερώτημα θέτεις και περιμένεις απάντηση. Είναι εύκολο να θέτεις αδιανόητα ερωτήματα και να περιμένεις αναπαυτικά να σου απαντήσουν, έτσι δεν είναι; Αυτό το πονηρό ερώτημα, δεν είναι δικό σου ούτε προέρχεται από σένα αλλά από εκείνους που αμέσως μετά τον πόλεμο γύριζαν στη Μάτσβα και πωλούσαν αμερικανική εξυπνάδα στους Ματσβάνους.
Αληθεύει ότι ένας είναι ο Σωτήρας του κόσμου και Μεσσίας, που για μας υπέφερε το πάθος της σταύρωσης και το θάνατο. Δεν υπάρχουν δύο σωτήρες αλλά ένας. Όμως αληθεύει πως η Θεοτόκος μπορεί να σώσει τους ανθρώπους από την εξαθλίωση και την αδυναμία, όπως μας μαρτυρεί η εμπειρία. Μπορεί να μας δωρίσει τη σωτηρία παρακαλώντας τον Γιό της και Σωτήρα του κόσμου.
Εμείς παρακαλούμε και τους Αγίους Αποστόλους: «Άγιοι Απόστολοι σώστε μας!». Αυτό δεν σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε πολλούς σωτήρες αλλά έναν και μοναδικό. Όμως παρακαλούμε τους Αποστόλους ως πνευματικά φωτισμένους και ηθικά άξιους που είναι κοντά στο Θεό να παρακαλέσουν τον Σωτήρα του κόσμου για τη σωτηρία μας.
Και στον Άγιο Νικόλαο κατά την προσευχή μπορούμε να πούμε: «Άγιε Νικόλα σώσε μας!». Αυτό δεν σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε τον Άγιο Νικόλαο ως Σωτήρα του κόσμου, ίσον προς τον Ιησού Χριστό, ούτε ότι απομακρυνόμαστε από αυτή την αλήθεια, ότι πάντοτε και πάντα ένας και μοναδικός είναι ο Σωτήρας του κόσμου. Αλλά προσευχόμαστε στον Άγιο Νικόλαο ή σε όποιον άλλον άγιο να μας σώσει παρακαλώντας τον Σωτήρα και Ελεήμονα Κύριο.
Η περίπτωση είναι παρόμοια με το να παρακαλούμε τους πρίγκιπες να παρακαλέσουν με τη σειρά τους το βασιλιά για κάτι που θέλουμε ή με το να παρακαλούμε κάποιους από τους συγγενείς μας να πάρουν το μέρος μας στο δικαστήριο.
Εμείς, πιστεύουμε στη συγγένεια με το Θεό, στην οικογένεια του Χριστού την πνευματική, την ένδοξη και αθάνατη. Κάθε σωματική συγγένεια στη γη είναι μόνο εικόνα ή σύμβολο της ουράνιας θεϊκής συγγένειας.
Ειρήνη και χαρά από τον Κύριο.
πηγή: Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δεν φτάνει μόνο η πίστη…»

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

ΕΙΔΩΛΑ ΚΑΙ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


ΕΙΔΩΛΑ ΚΑΙ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

  ΕΙΔΩΛΑ ΚΑΙ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 
       Ἡ σχετικὴ μὲ τὰ εἴδωλα καὶ τὴν εἰδωλολατρία πατερικὴ γραμμα­τεία εἶναι ἐκτενὴς καὶ πολὺ ἐνδιαφέρουσα. Κατὰ τὸ μέγιστο μέρος της ἢ σχεδὸν στὸ σύνολό της προέρχεται ἀπὸ τὴν γραφίδα κορυφαίων διδασκάλων καὶ θεολόγων, αὐτῶν ποὺ κατὰ τοὺς πέντε πρώτους αἰώνας ἔθεσαν τὶς βάσεις τῆς θεολογίας καὶ διεμόρφωσαν τὴν ἁπλοϊ­κὴ πίστη τῶν Χριστιανῶν, «τὸ ἁπλοῦν σέβας», σὲ δόγματα, σὲ διδασκα­λία, ἄριστα διαρθρωμένη καὶ συγκροτημένη, μὲ τὸν Ἕλληνα λόγο, ὥστε νὰ εἶναι εὐπρόσδεκτη ἀπὸ ὅλους, ἐγγραμμάτους καὶ ἀγράμμα­τους, ὑψηλὴ καὶ ἀπρόσβλητη ἀπὸ παρερμηνεῖες καὶ καταδολιεύσεις τῶν ἀντιπάλων της. Ὁ Θεὸς οἰκονόμησε ὥστε κατὰ τὴν πρώτη αὐτὴ περίοδο τῆς διαδόσεως καὶ θαυμαστῆς αὐξήσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ κατὰ τὴν σκληρὴ περίοδο τῶν διωγμῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν μετὰ ταῦτα πρώτη περίοδο τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀνέσεως, νὰ ἐμφανισθοῦν ἄν­δρες κάτοχοι καὶ τῆς θύραθεν καὶ τῆς χριστιανικῆς παιδείας, οἱ ὁποῖοι ἀνέλαβαν μὲ ἐπιτυχὶα τὸ ἔργο τῆς ὑποστηρίξεως καὶ ὑπερασπίσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ μπροστὰ στὶς κακόβουλες καὶ ἐμπαθεῖς συκοφαν­τίες καὶ ἐπιθέσεις τῶν κρατικῶν ἀρχῶν καὶ τῶν λογίων τῆς παλαιᾶς θρησκείας τῶν εἰδώλων, τοῦ συνεχιζομένου μίσους τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐσωτερικῆς διαβρώσεως ἀπὸ ποικίλες αἱρέσεις, ἰουδαΐζουσες ἢ ἑλληνίζουσες.
        Ἀναφερθήκαμε περιοριστικὰ στοὺς πέντε πρώτους αἰῶνες, ὄχι διότι σ' αὐτοὺς περιορίζεται ἡ ἐμφάνιση Πατέρων, ἀφοῦ κατὰ τὴν ὀρθόδοξη πατρολογικὴ θέση Πατέρες καὶ Ἁγίους ἀναδεικνύουν ὅλες οἱ ἐποχές, ἀλλὰ διότι τὸ θέμα τῶν εἰδώλων, ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων, ἔπαυσε μετὰ ταῦτα στοὺς ἐπομένους δεκαπέντε αἰῶνες νὰ ἀπασχο­λεῖ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν θεολογία, λόγω τῆς παντελοῦς ἐπικρατήσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς ἀδυναμίας τοῦ Ἐθνισμοῦ νὰ ἐπι­βιώσει, ἔστω καὶ παραδειγματικὰ σὲ κάποιες περιοχές, σὲ κάποιες κοινότητες, ἐπαληθευθέντος πλήρως τοῦ χρησμοῦ τοῦ Μαντείου τῶν Δελφῶν:
Οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβην,
οὐ μάντιδα Δάφνην
οὐ παγὰν λαλέουσαν
.
ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ
1.

       Ἠμποροῦμε κάλλιστα τὴν ὕπαρξη τῆς εἰδωλολατρίας γενικῶς νὰ τὴν περιορίσουμε μέχρι τοῦ τέλους τοῦ τετάρτου αἰῶνος, ἀφοῦ τὸ ἀπο­νενοημένο καὶ οὐτοπικὸ διάβημα τοῦ Ἰουλιανοῦ νὰ τὴν ἐπαναφέρει, μᾶλλον ἐπέσπευσε τὸ τέλος της, λόγω τῆς τυραννίας καὶ τῆς φυγαδεύσεως τῆς εἰρήνης ἀπὸ τὴν αὐτοκρατορία, ἡ ὁποία εἶχε βρεῖ τὴν ἐσωτε­ρική της ἑνότητα καὶ εὐστάθεια κάτω ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ὁ ἰδιόρρυθμος χαρακτήρας τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ ὁ θολωμένος ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴ μισαλλοδοξία νοῦς του δὲν τοῦ ἐπέτρεπαν οὔτε στοιχειώδη πολιτικὴ εὐθυκρισία, ἀφοῦ ἐστράφη μὲ σκληροὺς διωγμοὺς ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ὅμως τώρα δὲν ἦσαν μειονότητα, ὅπως κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν, ἀλλὰ πλειονότητα μέσα σὲ ἕνα ἐκχρι­στιανισμένο ἀκόμη καὶ στοὺς θεσμοὺς καὶ στὴν ὀργάνωση κράτος. Τὶς ἀρνητικὲς αὐτὲς προϋποθέσεις τοῦ ἐγχειρήματος ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος, ὁ ὁποῖος στοὺς δύο στηλιτευτικούς του λόγους μᾶς διαζωγραφεῖ ἄριστα τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἰουλια­νοῦ, τὸν ὁποῖο προσωπικὰ εἶχαν γνωρίσει στὴν Ἀθήνα αὐτὸς καὶ ὁ Μ. Βασίλειος κατὰ τὴν διάρκεια τῶν σπουδῶν τους. Εἶχε διαβλέψει τὴν κακὴ πορεία του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κρίνοντας ἀπὸ τὴν ἀνώμαλη, ἄτακτη καὶ νευρωτικὴ συμπεριφορά του, καὶ εἶχε πεῖ φωναχτὰ «οἷον κακὸν ἡ Ρωμαίων τρέφει»2, πόσο μεγάλο κακὸ τρέφει τὸ κράτος τῶν Ρωμαίων. Θὰ ἦταν καλύτερα, γράφει, νὰ μὴν  ἐπαληθευθεῖ ἡ πρόβλεψή του παρὰ νὰ ἐμφανισθεῖ τέτοιο τέρας, ποὺ δὲν ἐμφανίσθηκε ποτὲ προηγουμένως, καὶ νὰ γεμίσει μὲ συμφορὲς τὴν οἰκουμένη. Ἦταν ὁ πρῶτος Χριστιανὸς ποὺ διενοήθη νὰ επαναστατήσει ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.
       Τὸ ἐγχείρημα πάντως τοῦ Ἰουλιανοῦ ἀπέβη εὐεργετικὸ τελικὰ γιὰ τὸν Χριστιανισμό. Οἱ διῶκτες τῶν Χριστιανῶν ἐπέσυραν τὴν ὀργὴ τοῦ πλήθους καὶ τὴν κατακραυγή· πολλοὶ καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς διῶκτες ἐστράφησαν ἐναντίον τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ κατεκρήμνισαν τὰ εἴδωλα τῶν θεῶν, τῶν ὁποίων ἀντελήφθησαν τὴν ἀπάτη. «καὶ ὁ χθὲς προσκυνητὴς σήμερον ὑβριστής»3. Αὐτὸ ἀνάμεσα σὲ μερικὰ ἄλλα εξη­γεῖ καὶ τὶς καταστροφὲς τῶν μνημείων ποὺ ἀποδίδουν μόνον στοὺς Χριστιανοὺς οἱ νεοπαγανιστές. Ὅταν πέσει μία τυραννία, οἱ λεηλα­σίες καὶ οἱ καταστροφὲς γίνονται καὶ ἀπὸ τοὺς πρώην προσκυνητές. Αὐτὲς μάλιστα ταιριάζουν περισσότερο στοὺς εἰδωλολάτρες, γιατὶ αὐτὸ τὸ ἦθος διδάσκονται ἀπὸ τοὺς πολεμοχαρεῖς καὶ ὀργίλους θεούς τους, ἐνῶ οἱ Χριστιανοὶ κατηγοροῦνται ἀπὸ τοὺς ἴδιους γιὰ τὴν πραότη­τα καὶ φιλανθρωπία τους, ὁ δὲ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ μοναδικὸ καὶ ὕψιστο σημεῖο ἀγάπης, ἀνοχῆς καὶ ἀνεκτικότητας, θεωρεῖται στοιχεῖο αδυναμίας καὶ προκαλεῖ τὸν χλευασμό τους.
       Σὲ μερικὰ βέβαια μεγάλα ἀστικὰ κέντρα, ὅπου ὑπῆρχαν φιλοσοφι­κὲς σχολές, ὅπως ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἡ Ἀντιόχεια, ἡ Ἀθήνα, ἐξακολούθη­σε νὰ προβάλλεται καὶ νὰ ἐνισχύεται καὶ κατὰ τὸν πέμπτο αἰώνα, χωρὶς πάντως ἐπίδραση στὸν λαό, ἡ θρησκεία τῶν εἰδώλων. Οἱ ἴδιοι ἄλλωστε οἱ φιλόσοφοι ἔπαιρναν ἀποστάσεις, ὑποκαθιστώντας τὴν εἰδωλολατρία μὲ τὸ φιλοσοφικὸ σύστημα τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ, ποὺ εἶχε καὶ θρησκευτικὸ χαρακτήρα. Ἤδη ὁ Θεοδώρητος στὸ ἔργο του
«Ἑλληνικῶν θεραπευτικὴ παθημάτων», ποὺ γράφτηκε τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ πέμπτου αἰῶνος (πρὸ τοῦ 423) διαπιστώνει ὅτι ἔχουν απομείνει πολὺ ὁλίγοι εἰδωλολάτρες· μοιάζουν σὰν τὸ κατακάθι ποὺ δὲν περνᾶ ἀπὸ τὶς τρύπες τοῦ διυλιστῆρος λόγω παχύτητος, πρέπει ὅμως καὶ αὐτοὶ νἀ τύχουν τῆς ποιμαντικῆς φροντῖδος τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ διαλυθεῖ ἡ θολούρα, ἡ ὁμίχλη ποὺ τοὺς περιβάλλει, γιὰ νὰ δοῦν τὴν λαμπρότητα τοῦ θεϊκοῦ φωτός: «Εἰ  γὰρ καὶ ὁλίγοι λίαν εἰσὶν οἱ τῷ πάθει δεδουλωμένοι, καὶ ἐοίκασιν ὑποστάθμη τινὶ παχεία, τῶν τοῦ διυλιστῆρος οὐ διικνουμένη πόρων διὰ παχύτητα, ἀλλ' οὖν οὐκ ἀμελητέον αὐτῶν, οὐδὲ παροπτέον φθειρομένους ὑπὸ τοῦ πάθους, ἀλλὰ πάντα πόρον ἐξευρητέον, ὥστε τὴν ἐπικειμένην αὐτοῖς ὁμίχλην ἀποσκεδᾶσαι καὶ τοῦ νοεροῦ φωτὸς ἐπιδεῖξαι τὴν αἴγλην»4.
       Καθ' ὅλην τὴν διάρκεια τοῦ πέμπτου αἰῶνος οἱ φιλοσοφικὲς σχο­λές, συνδεδεμένες μὲ τὴν ἀρχαία θρησκεία,
φυτοζωοῦν καὶ παρακμάζουν. Ἤδη ἀπὸ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ δευτέρου αἰῶνος ὁ Χριστιανισμὸς εἶχε ἀπορροφήσει εὔκολα καὶ γρήγορα τὰ περισσότερα στελέχη τῆς Στοᾶς, τοῦ Νεοπυθαγορισμοῦ, τοῦ Περιπάτου, τῆς Ἀκαδημίας. Τὸν τέταρτο αἰώνα ὑπῆρχαν ἀκόμη ἐπαγγελματίες ἐκλεκτικοὶ φιλόσοφοι, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχαν πλέον μέλη τῶν ὥς ἄνω σχολῶν. Ἐπέζησε ἐπὶ δύο ἀκόμη αἰῶνες ὁ Νεοπλατωνισμός, ποὺ ἐνδιαφερόταν νὰ συγκρατήσει ὄχι τόσο τὴν ἑλληνικὴ σκέψη ὅσο τὴν καταρρέουσα εἰδωλολατρία. Μετὰ ταῦτα τὰ φιλοσοφικὰ συστήματα ἐμελετῶντο καὶ στὶς χριστια­νικὲς σχολὲς ὄχι ὡς ζωντανὸς λόγος, ἀλλὰ ἀπὸ ἱστορικὸ ἐνδιαφέρον καὶ ὡς ἀντικείμενο σπουδῆς. Τὸ κλείσιμο τῆς φιλοσοφικῆς νεοπλα­τωνικῆς σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν τὸ 529 ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανό, ποὺ κρίνε­ται συχνὰ ὡς ἐχθρικὴ ἐνέργεια τῶν Χριστιανῶν ἐναντίον τοῦ Ἑλληνι­σμοῦ, δὲν ἔχει τὴν σημασία ποὺ τοῦ ἀποδίδεται. ἤδη, ὅπως ἐλέχθη, οἱ σχολὲς αὐτοῦ τοῦ εἶδους εἶχαν ἀρχίσει νὰ φυτοζωοῦν καὶ θὰ ἔκλειναν μόνες τους, χωρὶς ἐξωτερικὴ ἐπέμβαση. Ἡ φιλοσοφία ἐξακολούθη­σε νὰ διδάσκεται στὸ Βυζάντιο, ἀποκομμένη ἁπλῶς ἀπὸ τὸν παγανι­στικὸ ἱστό της. Ἔχει λεχθῆ προσφυῶς ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς δὲν ὑπέγρα­ψε τὴν θανατικὴ καταδίκη τῆς σχολῆς, ἀλλὰ τὴν ληξιαρχικὴ πράξη τοῦ φυσιολογικοῦ της θανάτου5.
       Εἶναι λοιπὸν σαφὲς ἀπὸ τὰ λεχθέντα ὅτι ἡ πατερικὴ γραμματεία ποὺ ἀναφέρεται στὰ εἴδωλα περιορίζεται στοὺς πέντε πρώτους αἰῶνες, γιατὶ μετὰ ταῦτα ἔπαυσε καὶ στοιχειωδῶς νὰ ὑπάρχει ἡ θρησκεία τῶν εἰδώλων,
ἡ ὁποία, ὅπως ἀποδείχθηκε, δὲν ἀντέχει σὲ δύσκολες ἱστορικὲς συνθῆκες, εἶναι ξένα πρὸς τὴ φύση της ὁ σταυρὸς καὶ τὸ μαρτύριο. Ἀκμάζει συνδεδεμένη μὲ τὴν δύναμη τῆς ἐξουσίας, μὲ τὴν ἄνεση, τὰ συμπόσια, τὰ πανηγύρια, ὅπως εἶναι καὶ τὸ ἦθος τῶν θεῶν της. Ἡ γραμματεία αὐτὴ τῶν Πατέρων δὲν εἶναι ἐπιθετική, ἀλλὰ ἀμυντική· τὴν προκάλεσαν οἱ σκληροὶ διωγμοὶ τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν καὶ οἱ ἀστήρικτες καὶ συκοφαντικὲς κατηγο­ρίες ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ευαγγελίου εἰδωλολατρῶν λογίων, ὅπως ὁ Κέλσος, ὁ Ἱεροκλῆς καὶ ὁ Πορφύριος. Ὁ τελευταῖος μάλιστα, μαθητὴς τοῦ Πλωτίνου, ἀσκητικὸς ὅπως ὁ διδάσκαλός του, ἀλλὰ λιγώτερο ἀνεκτικὸς καὶ οἰκουμενικός, εἰσήγαγε στὸ νεοπλατωνικὸ σύστη­μα τοὺς ἀποθνήσκοντες θεοὺς τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητος· μετέβαλε τὸν Νεοπλατωνισμὸ σὲ θρησκεία καὶ ἤλπιζε ὅτι θὰ ἀνακόψει τὴν θριαμβευτικὴ πορεία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως ἐπεχείρησε μισὸ αἰώνα ἀργότερα μὲ δυναμικὰ μέσα ὁ Ἰουλιανός. Ἔχει ἐκφρασθῆ ἡ γνώμη ὅτι ἴσως ὁ Πορφύριος νὰ μὴν εἶναι ξένος πρὸς τὴν ἔκρηξη τοῦ τελευ­ταίου τρομεροῦ ἀντιχριστιανικοῦ διωγμοῦ τοῦ Διοκλητιανοῦ τὸ 3036.
       Μπορεῖ ἔτσι κανεὶς εὔκολα νὰ διακρίνει τὴν γραμματεία αὐτὴ σὲ δύο περιόδους· στὴν γραμματεία τῆς περιόδου τῶν διωγμῶν, ὅπου βασικῶς ἐντάσσονται τὰ μαρτυρολόγια, οἱ ἀπολογηταὶ συγγραφεῖς τοῦ δευτέρου αἰῶνος καὶ οἱ ἀλεξανδρινοὶ συγγραφεῖς Κλήμης καὶ Ὠριγένης. Στὴν δεύτερη μετὰ τὴν κατάπαυση τῶν διωγμῶν περίοδο, τοὺς ὁποίους ἀνανέωσε γιὰ λίγα χρόνια ὁ Ἰουλιανός, ἐντάσσονται σχε­τικὰ συγγράμματα μεγάλων Πατέρων καὶ διδασκάλων, ὅπως τοῦ Μ. Αθανασίου, τοῦ Μ. Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου Θεολόγου, τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τοῦ Ἐπιφανίου Κύπρου, τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας, ὡς καὶ ἡ ἔξοχη πραγματεία τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου ποὺ μνημονεύσαμε. Οἱ μεγάλοι Γαζαῖοι φιλόσοφοι καὶ θεολόγοι τοῦ ἕκτου αἰῶνος Αἰνείας ὁ Σοφιστής, Ζαχαρίας Σχολαστικὸς καὶ Προκόπιος Σοφιστής, τὰ ἀποδιδόμενα στὸν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη συγγράμματα, ὁ Ἰωάννης Φιλόπονος καὶ ἄλλοι συγγραφεῖς, ποὺ χαρακτηρίζονται ὡς ἀπολογηταί, ἀσχολοῦνται μὲ τὸν φιλοσοφικὸ προβληματισμὸ ποὺ προκάλεσε ὁ Νεοπλατωνισμὸς καὶ ὄχι μὲ τὴν θρησκεία τῶν εἰδώλων. Μικρὸ κεφάλαιο, ὅπου συμπυκνωμένα ἀπορ­ρίπτεται ἡ πολυθεΐα, ἔχει περιλάβει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς στὸ γνωστὸ δογματικό του ἔργο
«Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως» μὲ τίτλο «Ἀπόδειξις, ὅτι εἰς ἔστι Θεὸς καὶ οὐ πολλοί»7. Δέέκα αίῶνες μετὰ τὸν Ἰουλιανὸ τὸ οὐτοπικό του ὅραμα γιὰ τὴν ἀναβίωση τοῦ δωδεκαθέου ἐπανέλαβε ὁ γνωστὸς φιλόσοφος τοῦ Μυστρᾶ Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν διέθετε κρατικὴ ἐξου­σία γιὰ νὰ ἐπιβάλει μὲ διωγμοὺς τὴν ἀρχαία θρησκεία, πράγμα ποὺ θὰ ἔπραττε, ἀφοῦ, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὰ διασωθέντα ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου του «Νόμων συγγραφή», προέβλεπε τὴν θανατικὴ ποινὴ γιὰ ὅσους θὰ ἠρνοῦντο νὰ προσκυνήσουν τὰ εἴδωλα. Δὲν προ­κάλεσε πάντως μεγάλη γραμματειακὴ κίνηση καὶ ἀντιπαράθεση, ἐκτὸς τῶν σχετικῶν ἔργων τοῦ πατριάρχου Γενναδίου Σχολαρίου8. Γιὰ τὸν Πλήθωνα Γεμιστὸ ὑπάρχει εἰδικὴ εἰσήγηση, ὅπως ἐπίσης ὑπάρ­χουν εἰδικὲς εἰσηγήσεις γιὰ ὁρισμένα συγγράμματα τῆς παλαιᾶς γραμ­ματείας τῶν πέντε πρώτων αἰώνων, ὅπως γιὰ τὰ μαρτυρολόγια, γιὰ τοὺς ἀπολογητὰς καὶ γιὰ τοὺς ἁγίους Γρηγόριο Θεολόγο καὶ Κύριλ­λο Ἀλεξανδρείας.
       Στὰ μαρτυρολόγια ποὺ ἔχουν διασωθῆ, ὅπου κατὰ κάποιο τρόπο διασώζονται τὰ πρακτικὰ τῆς δίκης τῶν μαρτύρων ἢ σχετικὲς διηγήήσεις καὶ περιγραφές, διατυπώνεται ἔξοχη ἐπιχειρηματολογία ἀπὸ τοὺς ὑποψηφίους μάρτυρες ἐναντίον τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων καὶ προ­βάλλεται ἡ πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό.
       Οἱ ἀπολογηταὶ τοῦ β' αἰῶνος, εἰδωλολάτρες φιλόσοφοι προηγουμένως, γνωρίζουν πολὺ καλὰ τὴν ἀρχαία γραμματεία, τὰ θετικὰ καὶ ἀρ­νητικὰ στοιχεῖα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου. Ὑποχρεωμένοι νὰ ἀμυνθοῦν γιὰ ἀσύστατες κατηγορίες ἀναιροῦν ὅσα ἀποδίδονται στὸν Χριστιανισμὸ καὶ συγχρόνως προβάλλουν τὰ αρνητικὰ στοιχεῖα ἰδιαίτερα τῆς ἀρχαίας μυθολογίας καὶ εἰδωλολατρίας. Ἡ αὐστηρότητά τους ἔναντι τοῦ ἀρχαίου κόσμου ποικίλλει
. εἶναι ὅμως κοινὴ καὶ ἀστασίαστη ἡ ἀρνητικὴ στάση ἀπέναντι στὴν εἰδωλολατρία, τὴν ὁποία ἄλλωστε ἀπέρριψαν σχεδὸν ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι σοφοί, τῶν ὁποίων παραθέτουν τὶς μαρτυρίες. Συνέβαλαν πάντως πολὺ στὴν ἐνίσχυση τῶν δεσμῶν Χριστιανισμοῦ καὶ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὸ κῦρος τῶν ὡς φιλοσόφων καὶ μὲ τὸν ἐντοπισμὸ θετικῶν στοιχείων στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη. Τοῦ ἀπολογητοῦ Ἀριστείδη τοῦ Ἀθηναίου σώζεται ἡ «Ἀπολογία»9 ποὺ ἀπηύθυνε πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἀδριανὸ μὲ ἐνδιαφέρουσες ἐκτι­μήσεις γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ τοὺς διακρίνει σὲ τρεῖς ὁμάδες, στοὺς Χαλδαίους, στοὺς Ἕλληνες καὶ στοὺς Αἰγυπτίους. Ὁ Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυς στὶς δύο «Ἀπολογίες» του10, ποὺ τὶς ἀπευθύνει στοὺς αὐτοκράτορες Ἀντωνῖνο τὸν Εὐσεβῆ καὶ Μάρκο Αὐρήλιο, ἀναφέρεται σὺν τοῖς ἄλλοις στὴν ἀνωτερότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔναντι τῆς εἰδωλολατρίας. Μὲ τὴν θεωρία του γιὰ τὸν σπερματικὸ λόγο καὶ τὴν θετικὴ ἀντιμετώπιση τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, ὅπως τοῦ Πλάτωνος, ἐνίσχυσε τὴν προσέγγιση Χριστιανισμοῦ καὶ Ἑλληνισμοῦ. Ὑπάρχουν καὶ ἀπολεσθέντα συγγράμματά του ἀπευθυνόμενα «Πρὸς Ἕλληνας». Ἐνδιαφέροντα εἶναι καὶ ἀρκετὰ ψευδοϊουστίνια κείμενα τὰ ὁποῖα ἐγράφησαν ὁλίγα χρόνια μετὰ τὸν Ἰουστῖνο ἢ ἀργότερα ἀπὸ ἀπολογητὰς ποὺ ἐκράτησαν τὴν ἀνωνυμία τους μὲ χαρακτηριστικοὺς τίτλους: «Λόγος πρὸς Ἕλληνας»11, «Λόγος παραινετικὸς πρὸς Ἕλληνας»12, «Ἐρωτήσεις χριστιανικαὶ πρὸς Ἕλληνας»13, «Ἐρωτήσεις ἑλληνικαὶ πρὸς Χριστιανοὺς»14 κ.ά. Ὁ Ἀθηναγόρας στὸ ἔργο του «Πρεσβεία περί Χριστιανῶν»15, ποὺ τὸ ἀπευθύνει στοὺς αὐτοκράτορες Μάρκο Αὐρήλιο καὶ Κόμμοδο, ἀναιρεῖ τὶς τρεῖς βασικὲς κατηγορίες ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν γιὰ ἀθεότητα, ἀνηθικότητα καὶ ἀνθρωπο­φαγία, τὶς ὁποῖες ἐπιστρέφει ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρῶν. Ὁ Θεόφιλος Ἀντιοχείας στὸ ἔργο του «Πρὸς Αὐτόλυκον»16 παρουσιάζει τὸν Χριστιανισμὸ ὡς τὴν μόνη ἀσφαλὴ ὁδὸ πρὸς τὴν θεογνωσία, παραβάλλει τοὺς ψευδεῖς θεοὺς τῶν εἰδώλων μὲ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ὑπερασπίζεται τὸ ὄνομα Χριστιανός, τὸ ὁποῖο ἐχλεύαζαν οἱ εἰδωλολάτρες. Ὁ Τατιανὸς στὸ ἔργο του «Λόγος πρὸς Ἕλληνας»17 εἶναι αὐστηρὸς ἀπέναντι τοῦ Ἑλληνισμοῦ γενικῶς. συγκρίνει τὴν ἀλήθεια τῆς χριστια­νικῆς πίστεως μὲ τὶς δοξασὶες καὶ τὸν βίο τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ προ­βάλλει τὴν ἀρχαιότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔναντι τῶν φιλοσοφικῶν διδαγμάτων, θεωρώντας τὴν Π. Διαθήκη ὡς χριστιανικὴ βίβλο, ὅπως πράγματι εἶναι. Ἡ «Πρὸς Διόγνητον»18 ἐπιστολὴ ἔχει ἐλάχιστα στοι­χεῖα γιὰ τὰ εἴδωλα. Τὸ σκληρότερο καὶ αὐστηρότερο κείμενο γιὰ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο καὶ γιὰ τὴν εἰδωλολατρία εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Ἑρμεία μὲ τίτλο «Διασυρμὸς τῶν ἔξω φιλοσόφων»19. Τοῦ ἀπολογητοῦ Κοδράτου20 τὸ σχετικὸ ἔργο μνημονεύεται, ἀλλὰ δὲν σώζεται.
       Οἱ δύο μεγάλοι Ἀλεξανδρινοὶ Θεολόγοι Κλήμης καὶ Ὠριγένης ἐνι­σχύουν τὸ ἄνοιγμα πρὸς τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο, ἀκολουθώντας τοὺς ἀπολογητὰς Ἰουστῖνο καὶ Ἀθηναγόρα καὶ προοδοποιώντας τὸ ἔργο τῶν μεγάλων Καππαδοκῶν θεολόγων καὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, εἶναι ὅμως αὐστηροὶ καὶ ἀπόλυτοι στὴν ἀπόρριψη τῆς θρησκείας τῶν εἰδώλων. Τὸ σχετικὸ ὑλικὸ ὁ Κλήμης τὸ ἔχει συγκεν­τρώσει στὸ ἔργο του
«Προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας»21, ὅπου ἐλέγχει τὴν ἀσέβεια καὶ τὸν βίο τῶν Ἐθνικῶν προβάλλοντας ἀντίστοιχα τὴν θεοσέβεια καὶ τὸ ἦθος τῶν Χριστιανῶν, μὲ ἐντυπωσιακὸ πλοῦτο παρα­θέσεων ἀπὸ τὴν ἀρχαία γραμματεία. Σχετικὸ ὑλικὸ ὑπάρχει καὶ στὸ ἔργο του «Στρωματεῖς»22. Στὸν Κλήμεντα ὀφείλουμε τὴν βασικὴ θέση γιὰ τὴν ἑνιαία πορεία, σὲ διαφορετικοὺς δρόμους, τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὸν Χριστό. ἡ φιλοσοφία παιδαγωγοῦσε τοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὸν Χριστό, ὅπως ὁ νόμος τοὺς Ἑβραίους. Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τῶν πολυποίκιλων συγγραμμάτων τοῦ Ὠριγένη σώζεται καὶ τὸ ἔργο «Κατὰ Κέλσου»23. Σ' αυτὸ ἀναιρεῖ ὁ με­γάλος θεολόγος τὸ πολεμικὸ ἔργο ποὺ ἔγραψε ὁ εἰδωλολάτρης λόγιος Κέλσος μὲ τίτλο «Ἀληθὴς Λόγος» ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ, στὸ ὁποῖο θέλει νὰ ἀποκρούσει τὴν ἄποψη τοῦ Ἰουστίνου καὶ τῶν ἀπο­λογητῶνπερὶ τοῦ Χριστοῦ ὡς θείου Λόγου καὶ νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ ἀληθὴς λόγος εἶναι ὁ ἰδικός του, ὁ φιλοσοφικός. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀναίρεση τῶν θέσεων τοῦ Κέλσου τὸ ἔργο θεωρεῖται σημαντικό, γιατὶ μᾶς διέσωσε τὸ κείμενο τοῦ «Λόγου Ἀληθοῦς», τὸ ὁποῖο ἀκολουθεῖ κατὰ πόδας. διαφορετικὰ δὲν θὰ τὸ γνωρίζαμε, ἀφοῦ δὲν σώθηκε σὲ ἄλλες ἐκδόσεις. Ὁ «Λόγος Ἀληθὴς» τοῦ Κέλσου εἶναι τὸ πρῶτο συστηματι­κὸ ἀντιχριστιανικὸ ἔργο ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ Ἐθνισμοῦ, γι' αυτὸ καὶ ὁ Ὠριγένης αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη νὰ ἀναιρέσει, χαρίζοντας στὸν Χριστιανισμὸ ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ ἀπολογητικὰ ἔργα τῆς ἀρχαιότητος.
       Τὴν μετὰ τοὺς διωγμοὺς δεύτερη περίοδο τῆς ἀντιειδωλολατρικῆς γραμματείας ἐγκαινιάζει ὁ Μ. Ἀθανάσιος μὲ τὸ ἔργο του
«Κατὰ Ἑλλήνων» «Κατὰ εἰδώλων»24 σύμφωνα μὲ ἄλλη γραφή. Ξαναδιαβάσα­με τὸ ἔργο αὐτὸ αὐτὲς τὶς ἡμέρες καὶ ἐντυπωσιασθήκαμε ἀπὸ τὴν κα­θαρότητα τῆς σκέψης, τὴν συστηματικότητα τῆς ἀνάπτυξης, τὴν δύύναμη τῶν ἐπιχειρημάτων, τὴν θεολογικὴ συνέπεια καὶ ἀκρίβεια τοῦ νεαροῦ θεολόγου καὶ συγγραφέως, ὁ ὁποῖος, ὅταν τὸ ἔγραφε πρὸ τῆς ἀρειανικῆς ἔριδος (πρὸ τοῦ 318), βρισκόταν στὴν ἡλικία τῶν εἴκοσι ἐτῶν. Ἀνήκει στὰ καλύτερα ἢ ἴσως εἶναι τὸ καλύτερο σχετικὸ ἔργο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχαιότητος, ἀφοῦ τὰ ἐπίσης ἄριστα ἔργα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου ἔχουν διαφορετικὴ δομὴ καὶ σύνθεση, πολύτι­μα πάντως καὶ αὐτά, ἐφάμιλλα καὶ ἰσάξια. Περιγράφει κατ' ἀρχὴν πῶς ἔφθασε τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴν εἰδωλολατρία, ποὺ θεωρεῖται προϊὸν καὶ συνήγορος τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἐλέγχει κατόπιν τὶς ἠθικὲς παρεκτροπὲς τῶν θεῶν ποὺ ἐπηρεάζουν καὶ τὴν ἠθικὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων, στηριζόμενος σὲ ὅσα οἱ ποιηταὶ καὶ οἱ λογογράφοι παραδίδουν. Εἶναι αὐστηρὸς ἀλλά ἀληθινὸς ὁ ἰσχυρισμός του κατὰ τὸν ὁποῖο, «εἰ γὰρ τις τῶν παρ' αυτοῖς λεγομένων θεῶν λάβοι τὰς πράξεις, εὑρήσει μὴ μόνον οὐκ εἶναι αὐτοὺς θεούς, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀν­θρώπων τοὺς αἰσχίστους γεγονότας»25 Στὴ συνέχεια δείχνει ὅτι ὁ Θεὸς «ἀνελών τὴν τῶν ἐθνῶν ἢ εἰδώλων ἀθεότητα»26 μὲ τὴν πολλαχοῦ τῆς Π. Διαθήκης ἀπόρριψη καὶ καταδίκη της, δὲν ἄφησε τὸ ἀνθρώπι­νο γένος νὰ φέρεται ἄμοιρο τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας. Σ' αὐτὴν ὁδη­γοῦν μὲ ἀσφάλεια, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη φύση, ποὺ ἔχει μέσα της καὶ ὄχι ἔξω ἢ μακρυὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ,ἀλλὰ καὶ ὁ θαυμαστὸς κόσμος τῆς δημιουργίας, ἡ παναρμόνια κτίση, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει καμμία πρόφαση καὶ δικαιολογία γιὰ τοὺς εἰδω­λολάτρες, διότι καὶ γι' αὐτοὺς ὑπάρχει μέσα στὴν ψυχή τους καὶ ἔξω στὸν κόσμο τῆς δημιουργίας  ὁ δρόμος τῆς γνώσεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
       Πρὶν ἀναφερθοῦμε στοὺς τρεῖς Καππαδόκες θεολόγους, ποὺ συνε­χίζουν τὴν παράδοση τῶν Ἀλεξανδρινῶν, πρέπει νὰ μνημονεύσουμε τὸν πολυμαθὴ ἐκκλησιαστικὸ ἱστορικὸ Εὐσέβιο Καισαρείας, στενὸ φίλο καὶ σύμβουλο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, στὸν ὁποῖο (Μ. Κωνσταν­τῖνο) ὀφείλεται ἡ νίκη καὶ ὁ θρίαμβος τοῦ σταυροῦ ἐναντίον τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. Τὸ θείας ὄντως ἐμπνεύσεως καὶ παρακινήσεως ἀπο­στολικὸ ἔργο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἄλλαξε τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, ἐδημιούργησε τὴν ἀληθινή, τὴν χριστιανικὴ Νέα Ἐποχή, τὴν χριστιανικὴ οἰκουμένη, τὴν ὁποία τώρα προσπαθοῦν νὰ παραμε­ρίσουν ἄλλες δυνάμεις μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση τῆς Νέας Ἐποχῆς, ὄχι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ τοῦ Ἀντίχριστου, στὴν ὁποία ὑπάγονται καὶ οἱ
θορυβώδεις σύλλογοι καὶ κινήσεις τῶν πάσης φύσεως νεοειδωλολατρῶν. Ἔτσι δικαιολογεῖται τὸ μῖσος καὶ ἡ ἀπέχθειά τους ἐναντίον τοῦ μεγάλου ἁγίου βασιλέως καὶ ἀποστόλου, ὁ ὁποῖος πρῶτος ἀνάμεσα σὲ ὅλους τοὺς βασιλεῖς ὑπέταξε τὴν βασιλικὴ ἀλουργίδα, τὸ κράτος, στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔκανε πραγματικότητα τὴν ἐπὶ γῆς βασιλεία τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν βυζαντινὴ χιλιετία. Μία σοβαρὴ παράλειψη τοῦ συνεδρίου μας είναι ὅτι ἀπουσιάζει μία σχετικὴ εἰσήγηση γιὰ τὸ κοσμοϊστορικὸ ἔργο τῶν ἁγίων θεοστέπτων καὶ ἰσαποστόλων βασιλέων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης.
       Ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας λοιπὸν ἑτοίμασε περὶ τὸ 303 ὀγκῶδες σύγγραμμα
«Κατὰ Πορφυρίου», ἀποτελούμενο ἀπό 25 βιβλία, γιὰ νὰ ἀπαντήσει στὶς κατηγορίες καὶ συκοφαντίες τοῦ ἐθνικοῦ λογίου. Δυσ­τυχῶς τὸ ἔργο χάθηκε, ὅπως χάθηκε καὶ τὸ ἔργο τοῦ Πορφυρίου, καὶ ἐλάχιστα μόνο παραθέματα σώζονται στὰ κείμενα τοῦ Ἱερωνύμου. Μὲ ἄλλο ἔργο τοῦ ἀπάντησε ἐπίσης στὸν Ἱεροκλῆ, ἔπαρχο τῆς Βι­θυνίας κατὰ τὸν μεγάλο διωγμὸ τοῦ 303, ὁ ὁποῖος μιμούμενος τὸν «Λόγο Ἀληθὴ» τοῦ Κέλσου συνέταξε ἔργο μὲ τίτλο «Λόγος Φιλαλήθης», ὅπου προέβαλλε κυρίως τὸν Ἀπολλώνιο Τυανέα στὴ θέση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Εὐσέβιος ἀπήντησε μὲ τὸ μικρὸ δοκίμιό του «Πρὸς τὰ τοῦ Ἱεροκλέους εἰς Ἀπολλώνιον τὸν Τυανέα»27. Σὲ ἀπολεσθὲν ἐπίσης ἔργο του μὲ τίτλο «Ἔλεγχος καὶ Ἀπολογία», ποὺ ὑπενθυμίζει πα­λαιότερο ἔργο τοῦ Διονυσίου Ἀλεξανδρείας, ἀνεσκεύαζε κατηγορίες ἐθνικῶν ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τὸ σπουδαιότερο ὅμως ἀπολο­γητικὸ ἔργο του εἶναι ἡ διλογία θὰ λέγαμε ποὺ φέρει τοὺς τίτλους «Εὐαγγελικὴ Προπαρασκευὴ»28 καὶ «Εὐαγγελικὴ Ἀπόδειξις»29. Στὸ πρῶτο ἐξετάζονται ὅλα τὰ τῆς πολυθεΐας τῶν Ἑλλήνων καὶ προ­βάλλεται ἡ ἀρχαιότης καὶ ἡ ἀνωτερότης τῆς θρησκείας τῆς Π. Δια­θήκης, γιὰ νὰ καταλήξει στὸ συμπέρασμα ὅτι ὀρθῶς οἱ Ἕλληνες ἐγκα­τέλειψαν τὴν πολυθεΐα καὶ ἀποδέχθηκαν τὸν Χριστιανισμό. Ἀπάντηση στὶς κατὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ κατηγορίες δίνει ὁ Εὐσέβιος χρησιμοποιώντας τοὺς ἴδιους τοὺς φιλοσόφους τῆς ἕλληνικῆς ἀρχαιότη­τος. Τὸ δεύτερο βιβλίο, ἡ «Εὐαγγελικὴ Ἀπόδειξις», ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ἔχει ὅμως σχέση καὶ μὲ τοὺς ἐθνικοὺς καὶ τὴν ἀπαντώμενη σ' αὐτοὺς ὑποτίμηση τῆς Π. Διαθήκης, ἡ ὁποία καὶ σήμερα ἔντονα ὑποστηρίζεται ἀπὸ τοὺς νεοειδωλολάτρες. Ὁ Εὐσέβιος ὑπο­στηρίζει ὅτι οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἐντάσσονται στὸν Ἰουδαϊσμό, ἀλλὰ στὴν θρησκεία τῶν πατριαρχῶν καὶ τῶν προφητῶν, ὅπου φωτίζεται καὶ προαναγγέλλεται τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
       Τοῦ Μ. Βασιλείου τὸ πιὸ γνωστὸ ἔργο εἶναι ὁ
«Λόγος πρὸς τοὺς νέους ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων»30, ὅπου συνιστᾶ ἐπι­λεκτικὴ χρήση τῆς ἀρχαίας γραμματείας καὶ ὁλοκληρωτικὴ ἀπόρρι­ψη τῶν ὅσων παρουσιάζει περὶ τῶν θεῶν. Σημαντικὲς ἀναφορὲς στὰ εἴδωλα ὑπάρχουν καὶ σὲ ἄλλα του ἔργα. Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Θεο­λόγου ὑπάρχουν οἱ δύο «Στηλιτευτικοὶ λόγοι κατὰ Ἰουλιανοῦ βασιλέως»31, στοὺς ὁποίους ἀναφερθήκαμε. Τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης ὁ «Λόγος Κατηχητικὸς Μέγας»32 συχνὰ ἀναφέρεται μὲ ἀπολογητι­κὴ τάση στὶς δοξασίες τῶν Ἐθνικῶν καὶ τῶν Ἰουδαίων. Τὸ μικρὸ ἔργο του ἐπίσης «Πρὸς Ἕλληνας ἐκ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν»33 ἀποσκοπεῖ νὰ δείξει ὅτι ἡ περὶ Ἁγίας Τριάδος χριστιανικὴ διδασκαλία δὲν καταλήγει σὲ πολυθεΐα, ποὺ εἶναι ἀσέβεια. Καὶ εἰς ἄλλα ἔργα τοῦ ὑπάρ­χουν σχετικὲς ἀναφορές. Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου σχετικὲς εἶναι οἱ ἀπολογητικὲς πραγματεῖες «Κατὰ Ἰουδαίων καὶ Ἑλλήνων»34 καὶ «Εἰς Βαβύλαν κατὰ Ἰουλιανοῦ καὶ Ἑλλήνων»35, ἐνῶ σχετικὲς ἀναφορὲς ὑπάρχουν καὶ εἰς ἄλλα ἔργα. Τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλε­ξανδρείας ὑπάρχει τὸ ἔργο «Ὑπὲρ τῆς τῶν Χριστιανῶν εὐαγοῦς θρη­σκείας πρὸς τὰ τοῦ ἐν ἀθέοις Ἰουλιανοῦ»36, γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ ἀκουσθεῖ εἰδικὴ εἰσήγηση. Ὁ Θεοδώρητος τέλος, ὅπως ἤδη μνημονεύσαμε, συν­έγραψε τὸ ἔργο «Ἑλληνικῶν παθημάτων θεραπευτική»37, ποὺ θεω­ρεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα καὶ ἴσως τὸ καλύτερο ἀπολογητικὸ ἔργο τῆς ἀρχαιότητος, μολονότι ἐμεῖς θεωροῦμε τὴν ἐκτίμηση αὐτὴ ὅτι ται­ριάζει περισσότερο στὸ ἔργο τοῦ Μ. Ἀθανασίου «Κατὰ Ἑλλήνων» «Κατὰ εἰδώλων». μακάρι νὰ μὴν εἶχε ἐπιβληθῆ ἡ συνταγματική του ἀλλαγή, ὥστε οἱ μὲν Χριστιανοὶ νὰ ἦσαν ἀπηλλαγμένοι τῶν ἐνοχλήσεων, τὸ δὲ κράτος ἀπηλλαγμένο τοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ νὰ ζῆ μέσα στὴν παλαιὰ εὐδαιμονία καὶ ἑνότητα.

 
Ἐπίλογος
        Σ' αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἔργο ἐκτιμᾶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὅτι ἡ θεοσέβεια καὶ ἡ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ δὲν χρειάζεται τόσο πολὺ τὴν διδασκα­λία τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ ἀποκτᾶται μόνη της. Τὴν εὑρίσκει κανεὶς καὶ μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ὅπως καὶ στὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων, μὲ τὰ ὁποῖα καταλαβαίνει κανεὶς ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου δέν εἶναι οὔτε εὐτελὴς οὔτε παράλογη, ὅπως χλευαστικὰ ἰσχυρίζονται οἱ εἰδωλολάτρες, στρεφόμενοι ἰδιαίτερα μὲ μεγάλη πώρωση καὶ ἀναισθησία ἐναντίον τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Δυστυχῶς ἡ χλεύη αὐτὴ ἐπαναλαμβάνεται καὶ στὶς ἡμέρες μας ἀπὸ τοὺς ποικίλους κύκλους τῶν νεοειδωλολατρῶν. Στὰ σχετικὰ συγγράμματά τους οἱ Πατέρες ἐλέγχουν τὴν ἀμάθεια καὶ τὴν προκατάληψή τους, ὥστε νὰ μὴ κλονισθεῖ ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου ὅσοι ἐξακολουθοῦν νὰ ζοῦν στὴν πλάνη τῶν εἰδώλων ἢ νὰ ἐπιστρέψουν ὅσοι καὶ στὶς ἡμέρες μας παρασύρον­ται ἀπὸ τὴν ἐκμετάλλευση τοῦ πατριωτισμοῦ καὶ τὴν μόδα τῆς πολυθεΐας καὶ πολυπολιτισμικότητας. Ἡ εἰδωλολατρία εἶναι ἀνοησία καὶ παραφροσύνη, γιατὶ ἀντὶ τοῦ κτίστη θεοποιεῖ τὰ κτίσματα, καὶ ὁδηγεῖ μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια στὴν ἔκλυση τῶν ἠθῶν καὶ σὲ πάθη ἀτιμίας, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος θεόπνευστα διεκήρυξε στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς «Πρὸς Ρωμαίους» ἐπιστολῆς. Ὁ Ἀντίχριστος ἐπιχειρεῖ, ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀκυρώσει τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
 
 
  • 1. Γεωργίου Κεδρηνοῦ, Σύνοψις Ἱστοριῶν, ΡG 121, 580Β.
  • 2. Γρηγορίου Θεολόγου, Κατὰ Ἰουλιανοῦ βασιλέως στηλιτευτικὸς δεύτερος 24, ΡG 35, 693Α. ΒΕΠΕΣ 58, 344. ΕΠΕ 3, 216.
  • 3. Αὐτόθι, 37, ΡG 35, 713Α. ΒΕΠΕΣ 58, 352. ΕΠΕ 3, 242.
  • 4. Θεοδωρήτου Κύρου, Ἑλληνικῶν θεραπευτικὴ παθημάτων, ἦτοι εὐαγγε­λικῆς ἀληθείας ἐξ ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ἐπίγνωσις, ΡG 83,789D-792Α.
  • 5. Π. Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Ε', Θεσσαλονίκη 1992, σ. 61.
  • 6. Π. Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, τόμ. Α', Θεσσαλονίκη 1976, σ. 65.
  • 7. Ἰωάννου Δαμάσκηνου, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, κεφ. Ε', Ἀπόδειξις ὅτι εἵς ἐστι θεὸς καὶ οὐ πολλοί, ΡG 94, 800-801. ΕΠΕ 1, 70-72.
  • 8. Γεννάδιου Σχολάριου, Κατὰ τῶν Πλήθωνος ἀποριῶν ἐπ' Ἀριστοτέλει, καὶ κατὰ Ἑλλήνων, ἦτοι πολυθέων, Γενναδίου τοῦ Σχολαρίου ἄπαντα τἀ εὐρισκόμενα, ἐκδ. L. Petit, τόμ. 4, σσ. 1-116. Περὶ τοῦ ἑνὸς ἐν Τριάδι Θεοῦ ἡμῶν καὶ πάντων τῶν ὄντων δημιουργοῦ, καὶ κατὰ ἀθέων ἦτοι αὐτοματιστῶν καὶ κατὰ πολυθέων, L. Ρetit, τόμ. 4, σσ. 172-189. Στὰ πλαίσια τῆς πολεμικῆς τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου κατὰ τοῦ Πλήθωνος εἶναι ἐκδεδομένες καὶ οἱ κάτωθι ἐπιστολές: 1. Τῷ Ἐφέσου Γε­ώργιος, L. Petit, τόμ. 4, σσ. 116-118. 2. Πρὸς Πλήθωνα ἐπὶ τῇ πρὸς τὸ ὑπέρ Λατίνων βιβλίον αὐτοῦ ἀπαντήσει ἢ κατὰ Ἑλλήνων, L. Petit, τόμ. 4, σσ. 118-151. 3. Τῇ βασιλίσσηῃ περὶ τοῦ βιβλίου τοῦ Γεμιστοῦ, L. Petit, τόμ. 4, σσ. 151-155. 4. Περὶ τοῦ βιβλίου τοῦ Γεμιστοῦ, καὶ κατὰ τῆς Ἑλληνικῆς πολυθεΐας, L. Petit, τόμ. 4, σσ. 155-172. Σχετικῶς βλ. Θεοδώρου Ζήση, Γεννάδιος Β' Σχολάριος. Βίος - Συγγράμματα - Διδασκαλία, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 221 ε., 298 ε.
  • 9. Ἀριστείδου, Ἀπολογία, ΒΕΠΕΣ 3, 133-153.
  • 10. Ἰουστίνου, Ἀπολογία πρώτη ὑπὲρ χριστιανῶν πρὸς Ἀντωνῖνον τὸν εὐσεβή, ΡG 6,328-440. ΒΕΠΕΣ 3, 162-199. ΕΠΕ 1, 74-197. Ἀπολογία δευτέρα  ὑπὲρ χριστιανῶν πρὸς τὴν Ρωμαίων Σύγκλητον, ΡG 6,441-469. ΒΕΠΕΣ 3, 200-208. ΕΠΕ 1,200-229.
  • 11. Λόγος πρὸς Ἕλληνας, ΡG 6,229-240. ΒΕΠΕΣ 4, 11-13.
  • 12. Λόγος παραινετικὸς πρὸς Ἕλληνας, ΡG 6,241-312. ΒΕΠΕΣ 4,14-43.
  • 13. Ἐρωτήσεις χριστιανικαὶ πρὸς τοὺς Ἕλληνας, ΡG 6, 1401-1464. ΒΕΠΕΣ 4, 146-175.
  • 14. Ἐρωτήσεις ἑλληνικαὶ πρὸς τοὺς Χριστιανούς, ΡG 6, 1464-1489. ΒΕΠΕΣ 4, 176-188.
  • 15. Ἀθηναγόρου, Πρεσβεία περὶ Χριστιανῶν, ΡG 6,889-972. ΒΕΠΕΣ 4,282-310. ΕΠΕ 2, 124-227.
  • 16. Θεόφιλου Ἀντιόχειας, Πρὸς Αὐτόλυκον, ΡG 6,1024-1168. ΒΕΠΕΣ 5,13-68. ΕΠΕ 2, 324-515.
  • 17. Τατιανοῦ, Λόγος πρὸς Ἕλληνας, ΡG 6,804-888. ΒΕΠΕΣ 4,242-267. ΕΠΕ 2, 28-103.
  • 18. Πρὸς Διόγνητον, ΡG 2, 1168-1185. ΒΕΠΕΣ 2, 251-257. ΕΠΕ 2, 530-557.
  • 19. Ἑρμείου, Διασυρμὸς τῶν ἔξω φιλοσόφων, ΡG 6,1169-1180. ΒΕΠΕΣ 5,73-77.
  • 20. Κοδράτου, Περικοπαὶ τῆς ὑπὲρ τῶν χριστιανῶν Ἀπολογίας, ΡG 5,1265.
  • 21. Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Λόγος προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας, ΡG 8, 49-245. ΒΕΠΕΣ 7, 17-79.
  • 22. Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Στρωματεῖς, ΡG 8,685-1381 και ΡG 9,9-601. ΒΕΠΕΣ 7, 234-361 και ΒΕΠΕΣ 8, 11-316.
  • 23. Ὠριγένους, Κατὰ Κέλσου, ΡG 11,641-1632. ΒΕΠΕΣ 9,68-305 και ΒΕΠΕΣ 10, 11-231.
  • 24. Ἀθανασίου Μεγάλου, Κατὰ Ἑλλήνων Κατὰ εἰδώλων, ΡG 25, 4-96. ΒΕΠΕΣ 30, 31-73. ΕΠΕ 1, 72-225.
  • 25. Αὐτόθι, ΡG 25.25Α. ΒΕΠΕΣ 30, 41. ΕΠΕ 1, 110-112.
  • 26. Αὐτόθι, ΡG 25,92Α. ΒΕΠΕΣ 30, 71. ΕΠΕ 1, 218.
  • 27. Εὐσεβίου Καισαρείας, Πρὸς τὰ τοῦ Φιλοστράτου εἰς Ἀπολλώνιον τὸν Τυανέα διὰ τὴν Ἱεροκλεῖ παραληφθείσαν αὐτοῦ τε καὶ τοῦ Χριστοῦ σύγκρισιν, ΡG 22,796-868. ΒΕΠΕΣ 28, 109-133.
  • 28. Εὐσεβίου Καισαρείας, Εὐαγγελικὴ Προπαρασκευή, ΡG 21,21-1408. ΒΕΠΕΣ 25, 11-397 και ΒΕΠΕΣ 26, 11-281.
  • 29. Εὐσεβίου Καισαρείας, Εὐαγγελικὴ Ἀπόδειξις, ΡG 22,13-789. ΒΕΠΕΣ 27, 11-356 και ΒΕΠΕΣ 28, 11-92.
  • 30. Βασίλειου Μεγάλου, Λόγος πρὸς τοὺς νέους ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφε­λοῖντο λόγων, ΡG 31, 564-589. ΒΕΠΕΣ 54, 199-211. ΕΠΕ 7, 316-359.
  • 31. Γρηγορίου Θεολόγου, Κατὰ Ἰουλιανοῦ βασιλέως στηλιτευτικὸς πρῶτος, ΡG 35, 532-664. ΒΕΠΕΣ 58, 288-334. ΕΠΕ 3, 18-181. Κατὰ Ἰουλιανοῦ βασιλέως στηλιτευτικὸς δεύτερος, ΡG 35,664-720. ΒΕΠΕΣ 58, 335-354. ΕΠΕ 3, 182-249.
  • 32. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος Κατηχητικὸς ὁ Μέγας, ΡG 45,9-105. ΕΠΕ 1, 386-543.
  • 33. Γρηγορίου Νύσσης, Πρὸς Ἕλληνας ἐκ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, ΡG 45, 175-185.
  • 34. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρὸς τὲ Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας ἀπόδειξις, ὅτι ἔστι Θεὸς ὁ Χριστός, ἐκ τῶν παρὰ τοῖς προφήταις πολλαχοῦ περὶ αὐτοῦ εἰρημένων, ΡG 48, 813-838. ΕΠΕ 34, 12-95.
  • 35. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν καὶ κατὰ Ἰου­λιανοῦ, καί πρός Ἕλληνας, ΡG 50, 533-572. ΕΠΕ 34, 416-541.
  • 36. Κυρίλλου Ἀλεξάνδρειας, Ὑπὲρ τῆς τῶν χριστιανῶν εὐαγοὺς θρησκείας πρὸς τὰ τοῦ ἐν ἀθέοις Ἰουλιανοῦ ΡG 76, 1057-1064.
  • 37. Θεοδώρητου Κύρου, Ἑλληνικῶν θεραπευτικὴ παθημάτων, ἦτοι εὐαγγε­λικῆς ἀληθείας ἐξ ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ἐπίγνωσις, ΡG 83,784-1152.
 
ΠΗΓΗ: Περιοδικὸν Θεοδρομία
ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΝΕΟΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑΣ 
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ  2004

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Συνέπειες της Αναστάσεως του Χριστού: ανάσταση των ψυχών και των σωμάτων μας!


Συνέπειες της Αναστάσεως του Χριστού:
ανάσταση των ψυχών και των σωμάτων μας!


Πόσο πιστεύουμε στην ανάσταση του Χριστού;
Φαίνεται όχι από τα λόγια μας αλλά από τη ζωή του καθενός, από τα έργα του και την αγάπη του στο Θεό.
Οι αρχαίοι έλληνες πίστευαν ότι το σώμα είναι θνητό και φυλακή της ψυχής που αυτή είναι αθάνατη. Χαρακτηριστική η στιγμή που ο Σωκράτης πίνει το κώνειο βέβαιος ότι δεν πεθαίνει!
Η χριστιανική θεολογία όμως διδάσκει ότι το σώμα δημιουργήθηκε από τη ύλη (αν και με ειδικό προνομιακό τρόπο σε σχέση με τα άλλα έμβια όντα) για να καταλάβεις ότι είσαι δημιούργημα του Θεού και κατόπιν δόθηκε η ψυχή για να ενωθεί αδιάσπαστα με αυτό και να καταλάβεις ότι είσαι "ζώον θεούμενον", αφού επλάσθης καθ΄ομοίωσιν Θεού. Αυτό μπορεί να μπερδεύει μερικούς στο να θεωρούν ότι μαζί με το σώμα χάνεται και η ψυχή. ’λλοι πάλι θεωρούν ότι η ψυχή κάνει βόλτες στον κόσμο μέχρι να ξαναμπεί σε άλλο σώμα ή και ζώο, πιστεύοντας στη "μετενσάρκωση".
Αυτές οι απόψεις μπορεί να πλανήσουν και τους χριστιανούς και να εξασθενήσουν την πίστη μας στην ανάσταση του Χριστού. Όμως περισσότερο απ΄όλα μας εμποδίζει να δούμε την ανάσταση η αμαρτία. Διότι τα οψώνια της αμαρτία θάνατος, μας φέρνουν κοντά στη φθορά του θανάτου, σκοτίζουν τα μάτια της ψυχής και μας απομακρύνουν από τη Ζωή, από το Θεό, από την ανάσταση. Ο γ. Σοφρώνιος λέει ότι σε όσους μετανοούν αληθινά, έρχεται η χάρις του Αγίου Πνεύματος και τους δίνει το βίωμα της αναστάσεως της ψυχής από αυτήν ακόμη τη ζωή. Όπως και μέσα από την προσευχή μπορεί να αποκαλυφθεί στους αγωνιστές κάθε μυστήριο του Θεού, όπως το μυστήριο του θανάτου αλλά και της αναστάσεως των νεκρών.
Ο θάνατος του σώματος των πρωτοπλάστων ήταν ευεργεσία του Θεού για να μην αθανατίσει το κακό και για να οικονομηθεί μετά το μυστήριο της σωτηρίας μας δια του Ιησού Χριστού. Έτσι ο Χριστός με την ενανθρώπισή του προσλαμβάνει σάρκα γενόμενος τέλειος άνθρωπος, για να την αφθαρτοποιήσει και να την αναστήσει. Με το αίμα Του του, αίμα δικαίου και αθώου, μας ξεπλένει από την αμαρτία.
Πιστεύουμε ότι το σώμα μας θα αναστηθεί;
"Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών" λέμε με το σύμβολο της πίστεως και εννοούμε βέβαια τη σωματική ανάσταση, γιατί η ψυχή ποτέ δεν πέθανε αφού πλάστηκε κατ΄εικόνα του αθανάτου Θεού. Η ψυχή δεν πεθαίνει αλλά συναντάει το σώμα της μια μέρα όταν θα έλθει ο Κύριος. Το νέο αυτό σώμα θα είναι ανακαινισμένο από την ανάσταση του Χριστού, πνευματοποιημένο αφού θα έχει φορέσει την αφθαρσία (Α΄Κορ.15,53)
Προφητείες της Π.Δ. για την ανάσταση των νεκρών
"Αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις" (Ησ.26,19) προλέγει ο προφήτης Ησαίας αλλά και ο Δανιήλ (12,2-3). Επίσης ο Ιεζεκιήλ όταν βλέπει τα ξηρά οστά να παίρνουν σάρκες και νεύρα και να σηκώνονται όρθια! Το ίδιο βλέπουμε και στους Μακκαβαίους να πιστεύει ο τρίτος γιός της Αγίας Σολομονής όταν καλείται να προτείνει τη γλώσσα και τα χέρια του στο μαρτύριο.
Η Κ.Δ. για την ανάσταση
"Έρχεται ώρα εν ή πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής Αυτού και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως" (Ιω.5,28-29).
Τρείς αναστάσεις επώνυμων νεκρών αναφέρονται στα ευαγγέλια και επίσης άλλη μια τη στιγμή που αναστήθηκε ο ίδιος ο Χριστός όταν πολλοί κεκοιμημένοι αναστήθηκαν στα Ιεροσόλυμα και εμφανίστηκαν στους δικούς τους.
Η ανάσταση του Χριστού (Α΄Κορ.15,20) προδιαγράφει και εξασφαλίζει και την δική μας ανάσταση "Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος."
Πως θα είναι το αναστημένο σώμα μας;
Όπως ένας ορειχάλκινος ανδριάντας λυώνει στο χωνευτήριο και μπορεί να τον ξαναφτιάξουμε καλύτερον, έτσι και το σώμα μας αποσυντίθεται για να ξαναγίνει άφθαρτο στη Δευτέρα παρουσία του Κυρίου, λέει ο Αγ. Ιω. Χυσόστομος. Πολύς λόγος έχει γίνει από τους άγιους Πατέρες για να καταλάβουμε την αλήθεια αυτή, αλλά τουλάχιστον εμείς οι σύγχρονοι δεν έχουμε αυτή τη δυσκολία αφού και η επιστήμη είναι κοντά στο να αναπαράγει οργανισμό από δύο και μόνον δικά του κύτταρα. Πόσο μάλλον ο Θεός που "εκ του μη όντος εις το είναι τα πάντα παραγαγών" δεν μπορεί να ξανακάνει τη σύσταση του σώματός μας ανακαινισμένου στη Δευτέρα Παρουσία Του. Ένα σώμα που δεν θα έχει ανάγκη από τροφή ή από σαρκικές απολαύσεις. Θα καθοδηγείται από το ’γιο Πνεύμα.
Ούτε μια τρίχα μας δεν πρόκειται να χαθεί λέει ο Αγ. Μακάριος ο Αιγύπτιος και ο γ. Βαρσανούφιος βεβαιώνει σε κάποιον αδελφό που ρωτάει ότι ολόκληρο το σώμα μας θα αναστηθεί με σάρκες και οστά και τρίχες, αλλά θα είναι ένδοξο και φωτεινό και αιώνιο σύμφωνα με λόγια του Κυρίου που βεβαιώνει ότι "τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη Βασιλεία των ουρανών" (Ματ.13,43).
Και καταλήγει ο ι.Χρυσότομος ότι το σώμα αυτό που υπομένει τις θλίψεις και τους πειρασμούς, αυτό το σώμα θα αναστηθεί, το δικό μας και όχι κανένα άλλο, διότι θα ήταν άδικο κάτι τέτοιο.
Και ο άγ. Θεόδωρος Μοψουεστίας λέει ότι όπως το γυαλί προέρχεται από την άμμο αλλά δεν είναι άμμος και όπως όπως ο σπόρος με το στάχυ δεν είναι το ίδιο πράγμα, έτσι και το νέο σώμα σε σχέση με το παλιό.
Παρόμοια ο Απ.Παύλος λέει ότι το σώμα "σπείρεται εν φθορά και εγείρεται εν αφθαρσία" (Α΄Κορ.15,44)
Θα είναι λοιπόν πνεύμα ή σώμα; Όχι μας λέει ο Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς αλλά θα είναι σώμα πνευματικό, δεν θα έχει υλική παχύτητα (όπως και οι άγγελοι) άφθαρτο και αιώνιο όπως και το σώμα του Χριστού όταν αναστήθηκε.
Είχε δηλαδή μορφή συγκεκριμένη και μάλιστα όμορφη και ένδοξη, τον αναγνώρισαν κάποιοι μαθητές στην παραλία της Γαλιλαίας. Αλλά δεν έχει βάρος και φθορά. Έτρεχε όσο ήθελε ώστε να φτάσει τους δύο που πήγαιναν στους Εμμαούς. Μπήκε στο υπερώο "κεκλεισμένων των θυρών", όπως και έφυγε χωρίς να μπορούν να τον πιάσουν. Έτσι θα είναι και τα σώματα των δικαίων. Δεν θα υπάρχει ηλικία αφού δεν έχει νόημα η ηλικία, αλλά η πνευματική κατάσταση και δεν θα υπάρχει φύλο (Αγ.Γρηγ.Νύσσης) γιατί δεν έχει νόημα το φύλο (ουκ ενι άρσεν και θήλυ) που είναι προσωρινό χαρακτηριστικό μόνο για τη διαιώνιση του ανθρώπου .
Αλλά υπάρχουν και σύγχρονες μαρτυρίες για την ανάσταση των σωμάτων και την αθανασία της ψυχής.
Ο όσιος Παμβώ πριν κοιμηθεί ακτινοβολούσε σαν βασιλιάς πάνω σε χρυσό θρόνο και δεν μπορούσαν να τον αντικρύσουν.  Το σώμα του είχε ήδη τη δόξα της βασιλείας του Θεού. Και δεν ήταν ο μοναδικός άγιος...
Τα λείψανα των αγίων τι μαρτυρούν παρά την αφθαρσία της ύλης όταν αυτή εμπνευματιστεί. Οι εμφανίσεις των αγίων, "εν παντί τόπω και χρόνω" δείχνουν ότι είναι ζωντανοί και μετά το θάνατό τους. Χαρακτηριστική και η συζήτηση της γ.Γαβριηλίας με Προτεστάντες στην Αμερική. Είπε ότι "εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε στην ανάσταση των νεκρών", "ουκ έστι ο Θεός ημών νεκρών αλλά ζώντων".

Το μυστήριο και η διαδικασία του θανάτου

Το μυστήριο και η διαδικασία του θανάτου



Το μυστήριο και η
διαδικασία του θανάτου
Συνέντευξη του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
στον δρ. Pavel Chirila, Καθηγητή Ιατρό (Ρουμανία)

  Η συνέντευξη που ακολουθεί δόθηκε στον Καθηγητή-Ιατρό του Νοσοκομείου της Αγίας Ειρήνης Βουκουρεστίου και μέλος της εκεί Χριστιανικής Κοινότητος δρ. Παύλο Chirila, ο οποίος γνωρίζει τον Σεβασμιώτατο από τα βιβλία του που έχουν μεταφρασθή στα ρουμανικά και δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα θέματα που θίγονται στην συνέντευξη όχι μόνον ακαδημαϊκά, αλλά κυρίως ποιμαντικά.
  1. Ερώτηση: Πείτε μας κάτι για τον θάνατο, κάτι που έρχεται αυθόρμητα στην σκέψη σας, κάτι που θεωρείτε εξαιρετικά σημαντικό.
  Απάντηση: Εκείνο που έρχεται αυθόρμητα στην σκέψη μου είναι ότι ο θάνατος είναι ένα φοβερό μυστήριο, όπως ψάλλουμε σε κάθε νεκρώσιμη ακολουθία που είναι ποίημα του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Και αυτό συνδέεται με το ότι η ψυχή χωρίζεται βιαίως από την αρμονία της ενώσεώς της με το σώμα. Είναι δε και λυπηρό γεγονός, διότι συνδέεται με την φθαρτότητα και θνητότητα του ανθρώπου που εκδηλώνεται σε όλη την ζωή.
Ακόμη, έρχεται στην μνήμη μου η ακολουθία της Αναστάσεως του Χριστού, την οποία εμείς οι Ορθόδοξοι εορτάζουμε με λαμπρότητα. Κρατάμε στα χέρια μας τις αναμμένες λαμπάδες και ψάλλουμε θριαμβευτικά τον παιάνα της νίκης: «Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος». Αυτή η ωραία εικόνα δείχνει την στάση μας απέναντι στην ζωή και τον θάνατο. Είμαστε φθαρτοί και θνητοί, αλλά έχουμε το «φάρμακο της αθανασίας», που είναι ο αναστάς Χριστός. Πράγματι, χρησιμοποιώντας μια σύγχρονη ορολογία, μπορούμε να πούμε ότι με την ενανθρώπηση του Υιού και την ένωση της ανθρωπίνης με την θεία φύση στο πρόσωπο του Λόγου, έγινε μια «πνευματική κλωνοποίηση», η θνητή φύση μας ενώθηκε με την ζωή του Θεού. Γι' αυτό και ο θάνατος αλλάζει όνομα και λέγεται κοίμηση και οι χώροι που ενταφιάζονται όσοι φεύγουν από τον κόσμον αυτόν δεν λέγονται νεκροταφεία, αλλά κοιμητήρια.
Έτσι, όταν βλέπω το βράδυ της Αναστάσεως του Χριστού τους ανθρώπους να κρατάνε μια αναμμένη λαμπάδα και να ψάλλουν το «Χριστός Ανέστη», καταλαβαίνω καλύτερα ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε τον θάνατο ως μια διαδικασία διελεύσεως από την «γη της Αιγύπτου» στην «γη της Επαγγελίας», από τον θάνατο στην ζωή, που γίνεται εν Χριστώ και ως ελπίδα της αναστάσεώς μας που πάλι γίνεται εν Χριστώ. Θα ήταν ευτύχημα αν περιμέναμε τον θάνατο με αυτήν την στάση, κρατώντας την αναστάσιμη λαμπάδα και ψάλλοντας το «Χριστός ανέστη». Άλλωστε στην ζωή αυτή είμαστε «πάροικοι» και «παρεπίδημοι», φιλοξενούμενοι, αλλού είναι η πραγματική μας πατρίδα. Πάντοτε μου κάνει εντύπωση ο λόγος του ιερού Νικολάου Καβάσιλα (14ος αιώνας) ότι όσο ζούμε εδώ στην γη, ομοιάζουμε με το έμβρυο που βρίσκεται στην μήτρα της μητέρα του, ενώ κατά την στιγμή του θανάτου γεννιόμαστε, εξερχόμαστε από αυτήν την μήτρα. Γι' αυτό στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι άγιοι εορτάζουν την ημέρα που κοιμήθηκαν η μαρτύρησαν και όχι την ημέρα που γεννήθηκαν σωματικά.
  2. Ερώτηση: Εμείς εννοήσαμε από την Αγία Γραφή ότι υπάρχουν δύο είδη φόβου: ο ιερός φόβος, που είναι ο φόβος του Θεού και αρχή σοφίας κατά τον ψαλμωδό, και ένα άλλο είδος φόβου, που εμπνέουν οι δαίμονες και που πρόκειται για παθολογικό φόβο. Πείτε μας, ο φόβος του θανάτου σε ποιά κατηγορία ανήκει;
  Απάντηση: Πράγματι, υπάρχει ο φόβος του Θεού που είναι ενέργεια της Χάριτος του Θεού και αρχή της σωτηρίας, δηλαδή ο άνθρωπος φοβάται - σέβεται τον Θεό και αρχίζει να τηρή τις εντολές Του, και υπάρχει ο φόβος που εμπνέουν οι δαίμονες και δημιουργεί ταραχή και αγωνία. Όμως, εκτός από τους δύο αυτούς φόβους, υπάρχει και ένας άλλος φόβος, ο λεγόμενος ψυχολογικός που συνδέεται με την ανασφάλεια του ανθρώπου και την συναισθηματική ανεπάρκειά του.
Ο φόβος του θανάτου σε κάθε άνθρωπο έχει ιδιαίτερη ερμηνεία. Για τους κοσμικούς και αθέους ανθρώπους έχει σχέση με την πορεία προς το «μηδέν», δηλαδή νομίζουν ότι φεύγουν από τον μόνον και υπαρκτό κόσμο και καταλήγουν στο μηδέν της ανυπαρξίας, που φυσικά δεν υπάρχει για μας τους ορθοδόξους. Για τους Χριστιανούς ο φόβος του θανάτου συνδέεται με την έξοδο της ψυχής από τον κόσμο που γνωρίζουν, τους φίλους, τους συγγενείς και την είσοδό της σε έναν άλλο κόσμο τον οποίον δεν γνωρίζουν από τώρα, ούτε γνωρίζουν πως θα ζουν και τι θα γίνη με την κρίση του Θεού που ακολουθεί τον θάνατο. Γι' αυτό χρειάζεται προσδοκία και προετοιμασία κατάλληλη.
Βέβαια, όσοι από τους Χριστιανούς έχουν φθάσει στον φωτισμό του νου και την θέωση και έχουν ενωθή με τον Χριστό υπερβαίνουν τον φόβο του θανάτου, όπως το βλέπουμε στην ζωή των Αποστόλων, των Μαρτύρων και γενικά των αγίων της Εκκλησίας. Όταν διαβάζουμε τα «Συναξάρια των αγίων», βλέπουμε ότι γράφεται: «τη αυτή ημέρα ο άγιος (τάδε) εν ειρήνη τελειούται» η «ξίφει τελειούται» κλπ. Εδώ πρέπει να επισημανθή ότι στην ελληνική γλώσσα άλλο σημαίνει το ρήμα «τελειούται», δηλαδή τελειοποιείται, οδηγείται προς το τέλειο και άλλο το ρήμα «τελειώνει» δηλαδή παύει να υπάρχη. Επίσης, άλλο σημαίνει η λέξη «βίος» και άλλο η λέξη «ζωή». Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι με τον θάνατο τελειώνει ο αισθητός βίος, αλλά η ζωή τελειούται και όχι τελειώνει.
Πάντως θα πρέπη με την πνευματική ζωή που θα ζούμε να υπερνικήσουμε τον φόβο του θανάτου και να αισθανόμαστε τον θάνατο ως μια πορεία για μια συνάντηση με τον Χριστό, την Παναγία και τους αγίους.
  3. Ερώτηση: Γνωρίζουμε από την Ιερά Παράδοση ότι στο θάνατο ενός ανθρώπου παρευρίσκονται οι άγγελοι, οι άγιοι αλλά και οι δαίμονες. Τι μπορείτε να μας πήτε περί αυτού;
  Απάντηση: Από την διδασκαλία του Χριστού και την όλη παράδοση της Εκκλησίας γνωρίζουμε ότι υπάρχουν και οι άγγελοι και οι δαίμονες, οι οποίοι δεν είναι προσωποποίηση του καλού η του κακού, αλλά ιδιαίτερα όντα δημιουργημένα από τον Θεό. Οι δαίμονες ήταν άγγελοι που έχασαν την κοινωνία με τον Θεό. Πολλοί άγιοι αξιώθηκαν να δουν αγγέλους όσο ζούσαν, καθώς επίσης είδαν και τους πειράζοντας δαίμονας.
Κατά την διδασκαλία των Πατέρων μας οι άγγελοι και οι άγιοι, πολλές φορές και ο Χριστός και η Παναγία, εμφανίζονται στους μελλοθανάτους για να τους ενισχύσουν, να τους ενδυναμώσουν ώστε να αποφύγουν τον φόβο ο οποίος προκαλείται από τον θάνατο. Αλλά και οι δαίμονες εμφανίζονται, ιδιαιτέρως όταν έχουν επίδραση σε συγκεκριμένους ανθρώπους, λόγω των παθών και διεκδικούν την εξουσία πάνω στις ψυχές τους. Αυτό μας υπενθυμίζει και η προσευχή στην Παναγία κατά την ακολουθία του Αποδείπνου: «και εν τω καιρώ της εξόδου μου την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα και τας σκοτεινάς όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα».
Είναι γνωστόν από την διδασκαλία της Εκκλησίας ότι κάθε άνθρωπος έχει τον «φύλακα άγγελο», που τον προστατεύει, γι' αυτό και στην ακολουθία του Αποδείπνου υπάρχει ειδική προσευχή στον φύλακα άγγελο. Ο π. Παΐσιος, ένας μοναχός του Αγίου Όρους, μου έλεγε ότι πολλές φορές έβλεπε δίπλα του τον φύλακα άγγελό του και τον ασπαζόταν. Επίσης, με την φιλοτιμία που τον διέκρινε έλεγε ότι πρέπει να αγωνιζόμαστε για να σωθούμε, ώστε ο φύλακας άγγελός μας, που έκανε τόσο κόπο να μας προστατεύη σε όλη την ζωή μας και να μας βοηθά, να μη πάη άπρακτος στον Θεό, εάν εμείς με την αδιαφορία μας δεν σωθούμε.
Με συγκίνηση ενθυμούμαι τον πατέρα μου που όταν εισερχόταν στον Ιερό Ναό, πήγαινε στην βορεινή πύλη του ιερού Βήματος και ασπαζόταν την εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και τον παρακαλούσε να παραλάβη την ψυχή του στον κατάλληλο καιρό, όταν θα έχη μετάνοια, να την προστατεύση από τους πονηρούς δαίμονας και να την οδηγήση στον Θεό. Ίσως αυτή η προσευχή του, εκτός των άλλων, τον βοήθησε να έχη καλή κοίμηση και το πρόσωπό του στο φέρετρο ήταν χαρούμενο, γελαστό.
  4. Ερώτηση: Διαβάζουμε στην Αγία Γραφή ότι το έλεος υπερκέρασε την κρίση. Αυτό σημαίνει ότι η ελεημοσύνη καλύπτει πλήθος αμαρτιών;
  Απάντηση: Πρέπει να δούμε τι σημαίνει έλεος. Το έλεος στην πραγματικότητα είναι αίσθηση της θείας Χάριτος, της αγάπης του Θεού. Όταν προσευχόμαστε με την ευχή «Κύριε ελέησον», ζητούμε το έλεος του Θεού, την Χάρη του Θεού. Ο άνθρωπος ο οποίος βιώνει την θεία Χάρη είναι ελεήμων στους αδελφούς του, με την ποικιλότροπη αγάπη του, που εκφράζεται με προσευχή, θεολογικό λόγο και υλική προσφορά, και έτσι εφαρμόζει τον μακαρισμό «μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται» (Ματθ. ε , 7). Με αυτήν την έννοια λέγεται ότι η αίσθηση του ελέους του Θεού και της ελεημοσύνης υπερβαίνει την κρίση.
Ο άνθρωπος, που έχει μεταμορφωθή πνευματικά και έχει ενωθή με τον Θεό, δεν φοβάται την κρίση, αλλά συμβαίνει αυτό που είπε ο Χριστός: «αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιω. ε , 24).
Κατά την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, υπάρχουν τρεις κρίσεις. Η πρώτη γίνεται καθ' όλη την διάρκεια της ζωής μας, όταν βρισκόμαστε στο δίλημμα να τηρήσουμε το θέλημα του Θεού η να το αρνηθούμε, όταν έχουμε να επιλέξουμε μεταξύ ενός καλού η κακού λογισμού. Η δεύτερη κρίση γίνεται κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, σύμφωνα με τον λόγο του Αποστόλου Παύλου «απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις» (Εβρ. θ , 27). Και η τρίτη τελική κρίση θα γίνη κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Η πρώτη κρίση είναι σημαντική.
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέγει ότι, όταν ο άνθρωπος ενώνεται με τον Χριστό από αυτήν την ζωή και βλέπει το άκτιστο Φως, τότε γι' αυτόν η κρίση έγινε και δεν την αναμένει κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Αυτό μας υπενθυμίζει τον λόγο του Χριστού που ανέφερα προηγουμένως.
Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσω τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου και άλλων Πατέρων της Εκκλησίας ότι υπάρχουν τρεις κατηγορίες σωζομένων, ήτοι οι δούλοι, που τηρούν το θέλημα του Θεού για να αποφύγουν την κόλαση, οι μισθωτοί που αγωνίζονται για να κερδίσουν ως μισθό τον Παράδεισο, και οι υιοί που υπακούουν στο θέλημα του Θεού από αγάπη στον Θεό. Έτσι, σε όλη μας την ζωή πρέπει να προοδεύουμε πνευματικά και να περνούμε από την κατάσταση του δούλου, στην κατάσταση του μισθωτού και από εκεί στην νοοτροπία του υιού. Δηλαδή από τον φόβο και την ανταπόδοση να φθάσουμε στην αγάπη. Να αγαπούμε τον Χριστό, γιατί Αυτός είναι Πατέρας μας, μητέρα μας, φίλος μας, αδελφός μας, νυμφίος και νύμφη μας. Έτσι υπερβαίνουμε την κρίση.
  5. Ερώτηση: Πείτε μας κάτι για τον αιφνίδιο θάνατο.
  Απάντηση: Η αξιολόγηση του αιφνιδίου θανάτου εξαρτάται από ποιά οπτική πλευρά βλέπει κανείς το θέμα. Για τους κοσμικούς ανθρώπους ο αιφνίδιος θάνατος είναι καλός, αποδεκτός και επιθυμητός, γιατί δεν θα ταλαιπωρηθούν και δεν θα βασανισθούν από διάφορες ασθένειες και την γήρανση. Όμως για τους πιστούς Χριστιανούς ο αιφνίδιος θάνατος είναι κακός, διότι δεν δίνεται η δυνατότητα της καλύτερης προετοιμασίας τους για την συνάντηση με τον Χριστό και την εν ουρανοίς Εκκλησία. Όταν επισκέπτεται κανείς έναν αξιωματούχο προετοιμάζεται κατάλληλα. Το ίδιο πρέπει να γίνεται με μας ως προς την συνάντησή μας με τον Χριστό.
Η προετοιμασία, δια της μετανοίας, είναι απαραίτητη. Γι' αυτό ο αείμνηστος π. Παΐσιος έλεγε ότι η ασθένεια του καρκίνου είναι αγία, διότι γέμισε τον Παράδεισο με αγίους, που σημαίνει ότι η πολυχρόνια ασθένεια προετοιμάζει τους ανθρώπους με την προσευχή και την μετάνοια. Άλλωστε, κατά την διδασκαλία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού η οδύνη-πόνος θεραπεύει την ηδονή.
Πάντως, ο θάνατος είναι το πλέον βέβαιο γεγονός. Αυτό το βλέπουμε γύρω μας, αφού τα πάντα πεθαίνουν, η άλογη κτίση, οι φίλοι μας, οι συγγενείς μας. Εκείνο που δεν είναι βέβαιο και είναι άγνωστο σε μας είναι η ώρα του θανάτου, το πότε θα έλθη ο θάνατος. Μπορεί να συμβή την ώρα που κοιμόμαστε, που βαδίζουμε, που ταξιδεύουμε, που εργαζόμαστε, που ψυχαγωγούμαστε κλπ. Γι' αυτό κάθε μέρα πρέπει να προσευχόμαστε στον Θεό, όπως το κάνει η Εκκλησία: «Τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν ειρήνη και μετανοία εκτελέσαι, παρά του Κυρίου αιτησώμεθα» και: «Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν απολογίαν παρά του φοβερού βήματος του Χριστού, αιτησώμεθα».
Στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων συναντούμε την αλήθεια ότι ένα από τα μεγαλύτερα χαρίσματα που μπορεί να έχη ο άνθρωπος είναι η καθημερινή «μνήμη του θανάτου». Όταν αυτό γίνεται με την Χάρη του Θεού δεν οδηγεί τον άνθρωπο στην απόγνωση, την απελπισία, τον ψυχολογικό φόβο, αλλά στην έμπνευση, την προσευχή, την δημιουργικότητα, ακόμη και σε ανθρώπινα πράγματα, αφού προσπαθεί να τελειώση τις εργασίες του και να προετοιμασθή κατάλληλα. Όταν καθημερινά ζούμε ως την τελευταία ημέρα της ζωής μας, τότε και ο αιφνίδιος θάνατος να έλθη, θα μας βρη έτοιμους.
  6. Ερώτηση: Ποιά έκφραση είναι πιο σωστή: η ώρα του θανάτου η η στιγμή του θανάτου;
  Απάντηση: Εξαρτάται από το πως εκλαμβάνονται οι λέξεις «ώρα» και «στιγμή». Πολλές φορές στον προφορικό λόγο χρησιμοποιούμε την λέξη ώρα και εννοούμε την στιγμή. Αντιλαμβάνομαι όμως τι εννοείτε με την ερώτησή σας, αν δηλαδή ο θάνατος είναι μια διαδικασία η μια στιγμή.
Εκείνο που μπορεί να πη κανείς είναι ότι υπάρχει μια διαδικασία θανάτου, δηλαδή σε μακροχρόνιες ασθένειες ο άνθρωπος οδηγείται προοδευτικά προς τον θάνατο, αλλά ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα γίνεται σε μια συγκεκριμένη στιγμή, με την βούληση του Θεού.
Αυτή η στιγμή είναι σημαντική, γιατί αλλάζει ο τρόπος υπάρξεως του ανθρώπου που δεν μπορούμε να ξέρουμε πως θα είναι. Εμείς ξέρουμε την κατάσταση που η ψυχή είναι συνδεδεμένη με το σώμα μας που επικοινωνεί με την κτίση δια των αισθήσεων. Δεν γνωρίζουμε εκ πείρας τι θα συμβή τότε και πως θα είμαστε. Τώρα συνήθως δεν βλέπουμε αγγέλους, δαίμονες, αλλά τον κόσμο που δημιούργησε ο Θεός, τους ανθρώπους, τους φίλους, τα ωραία της γης. Τότε, όμως, η ψυχή δεν θα βλέπη δια των αισθήσεων του σώματος, αλλά θα βλέπη αυτά που τώρα είναι αόρατα. Γι' αυτό οι άγιοι θέλουν να έχουν συνείδηση κατά την διαδικασία του θανάτου και να προσεύχωνται, ώστε να φύγουν από τον κόσμο αυτό με προσευχή και να έχουν την δύναμη και την Χάρη του Θεού που θα τους συνοδεύη.
Βέβαια, πρέπει να πούμε ότι το προνόμιο να προσεύχεται κανείς τις ώρες αυτές και να κοινωνή του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, ώστε την στιγμή που η ψυχή θα χωρισθή από το σώμα να περιβάλλεται από την Χάρη του Θεού, σήμερα εκμηδενίζεται με την λεγόμενη μηχανική υποστήριξη στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Η ώρα και η στιγμή του θανάτου απαιτεί, από χριστιανικής πλευράς, μια κατάλληλη προετοιμασία, ήτοι εξομολόγηση, θεία Κοινωνία, ιερό Ευχέλαιο, προσευχή των οικείων και δική μας προσευχή. Όμως, στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας δεν μπορεί να εξασκηθή μια τέτοια εκκλησιαστική - ποιμαντική διακονία. Έτσι, όλο και περισσότερο οι άνθρωποι σήμερα, με τις σύγχρονες τεχνικές και τα φάρμακα, πεθαίνουν χωρίς να έχουν συνείδηση του τι γίνεται εκείνη την ώρα και στιγμή. Αυτό είναι ένα ουσιαστικό πρόβλημα. Άλλωστε, με τους σύγχρονους ιατρικούς τρόπους τίθεται ένα δίλημμα. «Παράταση της ζωής η παρεμπόδιση του θανάτου;». Δηλαδή, με όλα αυτά που προσφέρονται από ιατρικής πλευράς παρατείνεται η ζωή για να μετανοήσουμε και να την αφιερώσουμε στον Θεό η παρεμποδίζεται ο θάνατος που δημιουργεί έναν μεγάλο πόνο, σωματικό και υπαρξιακό;
Πάντως, είναι μεγάλη ευλογία από τον Θεό να πεθάνη κανείς πλαισιούμενος από τα αγαπητά του πρόσωπα που θα προσεύχωνται και κυρίως να πεθάνη ζώντας μέσα στην Εκκλησία, με την θεία Κοινωνία, την προσευχή, την ευχή του Πνευματικού του Πατέρα, την Χάρη του Θεού και τις προσευχές των αγίων. Η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που δείχνει ότι η Παναγία μας, όταν κοιμήθηκε, βρισκόταν στο κέντρο και όλοι, ο Χριστός, οι άγγελοι, οι Απόστολοι, οι Ιεράρχες την περιέβαλαν με αγάπη, πρέπει να είναι διαρκής και δική μας επιθυμία.
  7. Ερώτηση: Ορισμένοι άνθρωποι πεθαίνουν, όταν δεν το περιμένουμε. Αληθεύει αυτό που λέγεται, ότι ο Θεός παίρνει τον άνθρωπο, όταν οι πιθανότητες σωτηρίας του είναι οι μέγιστες;
  Απάντηση: Ως Χριστιανοί πιστεύουμε απόλυτα ότι δημιουργηθήκαμε από τον Θεό της αγάπης και ότι ο Θεός διευθύνει την ζωή μας, Αυτός μας δίνει την ζωή και Αυτός την παίρνει όποτε κρίνει ότι είναι η κατάλληλη στιγμή. Επίσης γνωρίζουμε ότι ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο, τον οποίο Αυτός δημιούργησε και θέλει την σωτηρία του. Οπότε, είναι βέβαιο ότι ο Θεός επιτρέπει να γίνεται ο θάνατος του κάθε ανθρώπου την πιο κατάλληλη στιγμή.
Φυσικά, η αγάπη του Θεού δεν καταργεί την ελευθερία του ανθρώπου. Έτσι, ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα να ενεργή θετικά η αρνητικά, να ανταποκρίνεται στην αγάπη του Θεού η να τον αρνήται.
Πάντως, επειδή είπατε ότι μερικοί άνθρωποι πεθαίνουν χωρίς να το περιμένουμε, θα ήθελα να σας υπενθυμίσω και πάλι ότι θα πρέπη συνεχώς να έχουμε μνήμη θανάτου, να μη αισθανόμαστε ότι θα ζήσουμε αιώνια πάνω στην γη, γιατί αυτό είναι μια πνευματική αρρώστια. Όπως υπάρχει εναλλαγή ημέρας και νύκτας, έτσι υπάρχει και εναλλαγή ζωής και θανάτου. Η σύγχρονη μοριακή βιολογία τονίζει ότι ο θάνατος είναι συνυφασμένος με την ζωή, αφού μεταξύ των γονιδίων υπάρχουν και τα γονίδια της γηράνσεως, που βρίσκονται στα μιτοχόνδρια. Έτσι, την στιγμή της συλλήψεώς μας, μέσα στο DNA βρίσκεται και ο θάνατος, τον δε θάνατο τον βλέπουμε στο σώμα μας με τον θάνατο των κυττάρων και γενικά με την γήρανση, τα χρόνια που περνούν, τις ρυτίδες, τις ασθένειες, όλο αυτό που λέγεται θεολογικά φθαρτότητα και θνητότητα. Δεν πρέπει να μυωπάζουμε και να διακρινόμαστε για στρουθοκαμηλισμό.
Μέσα σε όλη αυτήν την διαδικασία πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο Θεός δεν μας έπλασε για να πεθαίνουμε, ότι ο θάνατος είναι συνέπεια της αμαρτίας των Πρωτοπλάστων και ότι ο Θεός μας αγαπά και ενδιαφέρεται για μας. Είναι πατέρας μας στοργικός. Δεν είναι σωστό αφ' ενός μεν να προσευχόμαστε με την «Κυριακή προσευχή», το γνωστό «Πάτερ ημών», και να αποκαλούμε τον Θεό «Πατέρα», αφ' ετέρου δε να ζούμε ωσάν να είμαστε ορφανοί.
  8. Ερώτηση: Η ορθόδοξος πίστη δίνει ιδιαίτερη σημασία στην μετάνοια. Ευχαριστούμε Σοι Κύριε ότι έδωκας ημίν την μετάνοιαν. Μπορεί η μετάνοια κατά την ώρα του θανάτου να είναι τόσο μεγάλη ώστε να σώση τον άνθρωπο, παρόλο που τον βαρύνουν μεγάλες αμαρτίες;
  Απάντηση: Είναι γνωστόν από την Ορθόδοξη Παράδοσή μας ότι η αμαρτία δεν είναι ένα ηθικολογικό γεγονός, αλλά οντολογικό, δηλαδή η πορεία από το κατά φύσιν στο παρά φύσιν. Έτσι και η μετάνοια είναι η επιστροφή του ανθρώπου από το παρά φύσιν στο κατά φύσιν. Δηλαδή με την αμαρτία ο άνθρωπος έχασε την κοινωνία του με τον Θεό, τον αδελφό του και την κτίση και με την μετάνοια αποκτά εκ νέου αυτήν την κοινωνία. Έτσι, η μετάνοια συνδέεται με μια πορεία ελευθερώσεως του ανθρώπου από κάθε τι που τον υποδουλώνει. Οι Πατέρες αυτήν την πορεία την περιέγραψαν με τρεις λέξεις: κάθαρση, φωτισμός, θέωση, και είναι αυτό που λέγεται θεραπεία. Αυτό γίνεται και κατά την διάρκεια όλης της ζωής. Επομένως η σωτηρία συνδέεται με την θεραπεία. Ο ιατρός του σώματος μας εξετάζει, κάνει διάγνωση και μας συνιστά την κατάλληλη θεραπευτική μέθοδο, την οποία πρέπει να εφαρμόσουμε. Το ίδιο συμβαίνει και με την αρρώστια της ψυχής.
Η εξομολόγηση που γίνεται κατά την ώρα του θανάτου ανοίγει στον άνθρωπο τον δρόμο προς την σωτηρία. Εάν δεν πρόλαβε να θεραπευθή πνευματικά, τότε η Εκκλησία με τις προσευχές της βοηθά τον άνθρωπο στην σωτηρία, αφού η τελειότητα είναι ατέλεστη, δεν είναι στατική κατάσταση, αλλά δυναμική.
Σε όλη μας την ζωή πρέπει να έχουμε αυτό το «πνεύμα μετανοίας». Να βλέπουμε πως μας δημιούργησε ο Θεός και σε ποιό σημείο φθάσαμε με την αμαρτία. Αν διαβάσουμε προσεκτικά το βιβλίο της Γενέσεως, σύμφωνα με τις διδασκαλίες των Πατέρων της Εκκλησίας, και δούμε πως ζούσαν οι Πρωτόπλαστοι, και πως έγιναν στην συνέχεια με την αμαρτία, τότε θα αναπτυχθή μέσα μας η μετάνοια.
Έτσι όποιος σε όλη του την ζωή διακατέχεται από το «πνεύμα» της μετανοίας τότε κατά την ώρα του θανάτου αισθάνεται αυτήν την μετάνοια, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Αντίθετα, όταν ζη την ζωή του χωρίς μετάνοια, είναι δύσκολο να εκδηλωθή μετάνοια την τελευταία στιγμή.
Ο αείμνηστος Γέροντάς μου Μητροπολίτης Εδέσσης Καλλίνικος ζούσε συνεχώς με την μνήμη του θανάτου. Και όταν του είπαν οι ιατροί ότι έχει όγκο στον εγκέφαλο, αμέσως εξομολογήθηκε, συνέταξε την διαθήκη του, προσευχήθηκε και είχε απόλυτη πίστη στον Θεό λέγοντας: «Ίσως ο Θεός μου είπε stop. Δεν σε χρειάζομαι άλλο». Και συνεχώς προσευχόταν με την προσευχή «Γεννηθήτω το θέλημά Σου». Παραδόθηκε τελείως στον Θεό και είχε ειρηνικά και οσιακά τέλη, όπως ζούσε σε ολόκληρη την ζωή του.
Επομένως, αν και υπάρχη περίπτωση κάποιος που είχε κάποια σπίθα μέσα του αγάπης στον Θεό, να μετανοήση κατά την ώρα του θανάτου, όμως εμείς θα πρέπη να μετανοούμε όταν έχουμε την υγεία μας, ώστε να έχουμε τις δυνατότητες και να θεραπευθούμε, δηλαδή από την φιλαυτία να οδηγηθούμε στην φιλοθεΐα και την φιλανθρωπία, από την ιδιοτελή αγάπη να φθάσουμε στην ανιδιοτελή αγάπη.
  9. Ερώτηση: Μετά τον θάνατο του ανθρώπου τι δεσμοί υπάρχουν μεταξύ ψυχής και του κόσμου τούτου;
  Απάντηση: Καίτοι η ψυχή χωρίζεται από το σώμα, εν τούτοις παραμένει η υπόσταση του ανθρώπου. Όπως βλέπουμε στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, ο πλούσιος έχει αίσθηση της καταστάσεώς του, των συγγενών του που ζούσαν και ενδιαφερόταν γι' αυτούς. Έτσι, οι άνθρωποι μετά τον θάνατό τους ενδιαφέρονται γι' αυτούς που αγαπούσαν και παρακαλούν τον Θεό για την σωτηρία τους. Άλλωστε πάνω σ' αυτήν την αλήθεια στηρίζονται οι προσευχές όλων μας προς τους αγίους. Βέβαια, αυτός ο δεσμός μεταξύ της ψυχής και των ζώντων ανθρώπων είναι πνευματικός και όχι υλικός.
Στο βιβλίο της Αποκαλύψεως του Ιωάννου, που περιγράφει την ουράνια θεία Λειτουργία, μεταξύ των άλλων φαίνονται αυτές οι σχέσες των αγίων με εμάς και η προσευχή τους για όλους τους ανθρώπους που ζουν στην γη. Γι' αυτό και οι Πατέρες μας με την θεία Λειτουργία εξεικόνισαν αυτήν την άκτιστη θεία Λειτουργία, που γίνεται στον ουρανό, στον άκτιστο Ναό. Έτσι, στην θεία Λειτουργία ζούμε την ατμόσφαιρα της ουρανίου Λειτουργίας και την προσδοκούμε.
Άλλωστε, και εμείς πολλές φορές αισθανόμαστε την αγάπη και την προστασία των αγίων, αλλά και των δικών μας ανθρώπων που έφυγαν από τον κόσμο αυτόν, και επιθυμούμε την συνάντησή τους. Ένα πνευματικό μου παιδί, όταν απέθνησκε είχε μεγάλη χαρά, γιατί, όπως έλεγε, θα συναντούσε αυτήν την ουράνια Εκκλησία.
Επομένως, η ψυχή μετά την έξοδό της από το σώμα ζη, δεν οδηγείται στο μηδέν και εάν ο άνθρωπος κατά την διάρκεια της ζωής του ζούσε εν μετανοία, τότε η ψυχή του μετά την έξοδό της από το σώμα θα εισέλθη σε αυτήν την ουράνια θεία Λειτουργία και θα προσεύχεται, ως πνευματικός ιερεύς, για όλον τον κόσμο, θα αναμένη δε και την ανάσταση του σώματος μέσα στο οποίο θα εισέλθη η ψυχή, ώστε και το σώμα να συμμετάσχη στο ουράνιο αυτό πασχαλινό πανηγύρι.

10. Ερώτηση: Τι συμβουλές να δίνουμε στους οικείους μας σχετικά με τη στάση μας προς τον μελλοθάνατο την ημέρα, την ώρα η την στιγμή του θανάτου;
  Απάντηση: Η διαδικασία του θανάτου είναι πολύ σημαντική για κάθε άνθρωπο, διότι μπροστά του ανοίγεται ο δρόμος προς την σωτηρία η ο δρόμος προς την αιώνια απώλεια. Δυστυχώς πολλοί φροντίζουν σε τέτοιες περιπτώσεις μόνον για την σωματική υγεία των συγγενών και φίλων τους και αδιαφορούν για την αιώνια πορεία τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα πρέπη να φροντίζουμε ώστε ο άνθρωπος που πεθαίνει να εξομολογηθή, να κοινωνήση, να δεχθή την Χάρη του Θεού δια του μυστηρίου του Ευχελαίου και να κάνη όλα εκείνα τα οποία έχει η Εκκλησία μας. Ιδιαιτέρως τις τελευταίες στιγμές της ζωής του αγαπητού μας προσώπου θα πρέπη να τις ζούμε με προσευχή. Να μη βλέπουμε απλώς το ότι χάνουμε τον συγγενή μας, τον φίλο μας, αλλά το ότι μεταβαίνει από τον ένα τρόπο ύπαρξης (με το σώμα και τις αισθήσεις) σε έναν άλλον τρόπο ύπαρξης χωρίς σώμα. Χρειάζεται λοιπόν εντατική προσευχή.
Ενθυμούμαι ότι τις τελευταίες στιγμές του Γέροντός μου, που ήμουν δίπλα στο κρεββάτι του και δεν μπορούσα τίποτα άλλο να προσφέρω, προσευχόμουν στον Θεό για την ψυχή του, να την παραλάβουν οι άγγελοι. Κάποια θεία μου που ήταν παρούσα νόμισε ότι καθώς ήμουν έτσι συγκεντρωμένος και προσευχόμουν, ήμουν στενοχωρημένος. Όμως προσευχόμουν γιατί εκείνη η ώρα είναι ιερή και κρίσιμη.
Τελικά, πρέπει να ζούμε καθημερινά, όπως λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, ότι η παρούσα ζωή είναι ένα «πανδοχείον». Εισήλθαμε στο πανδοχείο αυτό, διανύουμε την ζωή, αλλά θα πρέπη να φροντίσουμε να εξέλθουμε με καλή ελπίδα και να μην αφήσουμε τίποτε εδώ, για να μη χάσουμε τα εκεί. Έπειτα, θα πρέπη να καταλάβουμε όλοι εμείς οι Χριστιανοί ότι ο θάνατος έχει νικηθή με τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού, ότι η κοινωνία με τον Χριστό είναι μια διαρκής υπέρβαση του θανάτου και υπέρβαση του φόβου του θανάτου, ότι η έξοδος της ψυχής από το σώμα είναι πορεία προς την εν ουρανοίς Εκκλησία και την συνάντηση με τον Χριστό, την Παναγία και τους αγίους και ότι η ψυχή θα επιστρέψη στο σώμα, το οποίο θα αναστηθή για να ζήση αιώνια, σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίον έζησε εδώ στην γη. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει ότι από την στιγμή του θανάτου, κυρίως δε από την μελλοντική Κρίση υπάρχουν δύο δυνατότητες, δηλαδή όσοι έχουν κοινωνία με τον Χριστό θα ζήσουν το «αεί ευ είναι» και οι άλλοι το «αεί φευ είναι». Δηλαδή, το «αεί είναι» θα το απολαύσουν όλοι. Η διαφορά είναι στο ευ και το φευ.
Έτσι, η συμβουλή μας στους οικείους των μελλοθανάτων είναι να έχουν πίστη στον Χριστό και βεβαιότητα ότι δεν είμαστε απλώς πολίτες αυτού του κόσμου, αλλά είμαστε οδοιπόροι που οδηγούμαστε στην πραγματική μας πατρίδα, που είναι ο ουρανός. Το πολίτευμά μας είναι άνω. Να μας καταλάβη ο πόθος της ουράνιας πατρίδας.
Αναδημοσίευση από: http://www.parembasis.gr/2007/07_03_02.htm#nowhere