Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020

Των Αγίων Μάμαντος, Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Νηστευτού, Διομήδους, Ιουλιανού, Φιλίππου κ.ά.



2-9 (1)Τω αυτώ μηνί Β’, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Μάμαντος

Ακμαίος ων Τριάδος εις πίστιν Μάμας,
Ακμαίς τριαίνης καρτερεί τετρωμένος.

Δευτερίη χολάδες Μάμαντος χύντο τριαίνη.

Ούτος ήτον από την Γάγγραν πόλιν της Παφλαγονίας, υιός γονέων Χριστιανών και της του Χριστού πίστεως ομολογητών. Όταν γαρ οι γονείς του επιάσθησαν από τους Έλληνας και εβάλθησαν εις την φυλακήν δια την πίστιν του Χριστού, τότε ο μακάριος ούτος Μάμας εγεννήθη εκεί μέσα από την φυλακωμένην μητέρα του, εν έτει σξ’ [260]. Αφ’ ου δε οι γονείς του προσευχηθέντες, ετελειώθησαν και εξεδήμησαν προς Κύριον μέσα εις την φυλακήν, έμεινεν ο αοίδιμος Μάμας ορφανός. Δια τούτο επάρθη από μίαν γυναίκα Χριστιανήν πλουσίαν Αμμίαν ονομαζομένην, και ανεθράφη από αυτήν. Επειδή δε συνεχώς ωνόμαζε την ρηθείσαν θετήν του μητέρα Μαμάν, ωνομάσθη Μάμας (1). Όταν δε έγινε δεκαπέντε χρόνων, επιάσθη από τους Έλληνας ως Χριστιανός, και δέρνεται με ραβδία. Είτα κρεμάται από τον λαιμόν του μολύβι, και με αυτό ρίπτεται μέσα εις την θάλασσαν. Λυτρωθείς δε από τον πνιγμόν της θαλάσσης με την του Θεού δύναμιν, κρύπτεται μέσα εις ένα σπήλαιον. Και εκεί ευρισκόμενος, τρέφεται με το γάλα των ελάφων. Ύστερον δε πάλιν πιασθείς από τους Έλληνας, βάλλεται μέσα εις αναμμένον καμίνι. Είτα δίδεται εις τα θηρία δια να τον φάγουν. Και αβλαβής διαφυλαχθείς, τελευταίον ετρυπήθη εις τα σπλάγχνα πέρα και πέρα, με κοντάρι σιδηρούν και τρίλογχον, και έτζι αναχωρήσας από την παρούσαν ζωήν, απήλθε προς Κύριον δια να λάβη τον στέφανον της αθλήσεως (2). (Τον κατά πλάτος απλούν Βίον αυτού όρα εις τον Εφραίμ. Ελληνιστί δε συνέγραψεν αυτόν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Μάμας ο μέγας ούτος». Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα και εν τη των Ιβήρων και εν άλλαις.)

(1) Εν δε τω τετυπωμένω Ωρολογίω γράφεται, ότι ο Άγιος ούτος μετά την γέννησίν του έμεινεν άφωνος πέντε χρόνους. Έπειτα ελάλησε ρωμαϊστί: ήτοι λατινιστί την λέξιν ταύτην Μάμα. Δια τούτο και ωνομάσθη Μάμας.

(2) Σημειούμεν εδώ, ότι ο Άγιος Μάμας, αφ’ ου εδέχθη την μαρτυρικήν και ολοϋστερινήν εκείνην λόγχην εις τα σπλάγχνα, ευγήκεν από το θέατρον, κρατώντας με τας χείρας τα εντόσθιά του, οπού έμελλον να χυθούν έξω. Και μόλις ήρκεσε να φθάση εις ένα τόπον, απέχοντα από την πόλιν Καισάρειαν έως ένα στάδιον, ήτοι 125 ποδάρια. Όπου ύστερον η Αμμία η θρεψαμένη αυτόν γυνή, έκτισε πολυτελώς ένα ωραίον Ναόν εις όνομα του Αγίου Μάμαντος. Εις τούτον δε τον Ναόν εόρταζον κάθε χρόνον οι Καισαρείς κατά τον καιρόν της ανοίξεως, οπού μίαν φοράν ευρισκόμενος ο Θεολόγος Γρηγόριος, παρόντος και του Μεγάλου Βασιλείου, εξεφώνησε τον πανηγυρικόν λόγον, οπού έχει εις την καινήν Κυριακήν του Θωμά. Ένθα και λέγει η καλή εκείνη και ρητορική και μεγαλήγορος γλώσσα· «Τι τ’ άλλα; νυν Μάρτυρες αιθριάζουσι και πομπεύουσι, και λαμπροίς τοις βήμασι συγκαλούσι λαόν φιλόχριστον, και τους άθλους δημοσιεύουσι. Τούτων εις εστι και ο εμός στεφανίτης. Εμός γαρ, ει και μη παρ’ εμοί. Πιπτέτω φθόνος (τούτο λέγει ο Άγιος αστείως δια τον Μέγαν Βασίλειον) ειδόσι λέγω, Μάμας ο περιβόητος και ποιμήν και Μάρτυς. Ο πρότερον μεν τας ελάφους αμέλγων κατεπειγομένας αλλήλων, (κάθε γαρ μία έλαφος εσπούδαζε να προλάβη από την άλλην, δια να δώση το βυζί της εις τον Μάρτυρα), ίνα ξένω γάλακτι τραφή δίκαιος. Νυν δε ποιμαίνων λαόν Μητροπόλεως, και το έαρ εγκαινίζων σήμερον ταις πολλαίς χιλιάσι των απανταχόθεν επειγομένων».

*

2-9 (2)Τη αυτή ημέρα μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Νηστευτού.

Τοις μη ρέουσιν εντρυφάς νυν ηδέσι,
Νηστευτά ρευστών ηδονών Ιωάννη.

Ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Ιωάννης ο Νηστευτής, έζη κατά τους χρόνους Ιουστίνου και Τιβερίου και Μαυρικίου των βασιλέων, εν έτει φπ’ [580]. Εγεννήθη δε εν Κωνσταντινουπόλει, και όταν ήλθεν εις ηλικίαν, έγινε χαράκτης κατά την τέχνην. Ήτον δε ευσεβής ομού και φιλόπτωχος και φιλόξενος και φοβούμενος τον Θεόν. Ούτος μίαν φοράν εδέχθη ένα μοναχόν, οπού εκατάγετο από την Παλαιστίνην, ονόματι Ευσέβιον. Ο οποίος περιπατώντας εις την στράταν ομού με τον Άγιον Ιωάννην, και ευρισκόμενος κατά τα δεξιά μέρη του Αγίου, ήκουσεν αοράτως μίαν φωνήν, οπού τω έλεγε. Δεν είναι συγχωρημένον εις εσένα αββά, δια να περιπατής εις τα δεξιά μέρη του μεγάλου Ιωάννου. Επρομήνυε δε ο Θεός με την φωνήν ταύτην, το μέγα αξίωμα της αρχιερωσύνης, οπού έμελλε να λάβη ο Ιωάννης. Μετά ταύτα γίνεται γνώριμος και φίλος ο Νηστευτής ούτος Ιωάννης με τον συνώνυμόν του Άγιον Ιωάννην τον τρίτον, τον από Σχολαστικών καλούμενον, όστις και Πατριάρχης εχρημάτισε Κωνσταντινουπόλεως (3), ο οποίος εσυναρίθμησεν αυτόν εις την τάξιν των Αναγνωστών. Έπειτα εχειροτόνησεν αυτόν Διάκονον, και μετά ταύτα Πρεσβύτερον.

2 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΜΑΜΑΝΤΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΝΗΣΤΕΥΤΟΥ Τῇ Β΄ τοῦ αὐτοῦ μηνός μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μάμαντος.


 Αὐ­τός κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τήν Γάγ­γρα, πό­λι τῆς Πα­φλα­γο­νί­ας, υἱός χρι­στια­νῶν γο­νέ­ων καί ὁ­μο­λο­γη­τῶν τῆς πί­στε­ως. Ὅ­ταν οἱ γο­νεῖς του συ­νε­λή­φθη­σαν ἀ­πό τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες καί φυ­λα­κί­σθη­καν γιά τήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ, αὐ­τός ὁ μα­κά­ριος Μά­μας γεν­νή­θη­κε ἐ­κεῖ μέ­σα ἀ­πό τήν φυ­λα­κι­σμέ­νη μη­τέ­ρα του κα­τά τό ἔ­τος 260. Οἱ γο­νεῖς του προ­σευ­χό­με­νοι πέ­θα­ναν μέσα στήν φυ­λα­κή καί ἐ­ξε­δή­μη­σαν πρός τόν Κύ­ριο καί ὁ ἀ­οί­δι­μος Μά­μας ἔ­μει­νε ὀρ­φα­νός. Τόν πῆ­ρε μιά πλού­σια χρι­στια­νή γυ­ναῖ­κα, πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Ἀμ­μί­α καί τόν ἀ­νέ­θρε­ψε αὐ­τή. Ἐ­πει­δή  ὠ­νό­μα­ζε συ­νε­χῶς τήν θε­τή του μη­τέ­ρα μα­μά, ὠ­νο­μά­σθη­κε Μά­μας[1]. Ὅ­ταν ἔ­γι­νε δε­κα­πέν­τε χρο­νῶν, συ­νε­λή­φθη ἀ­πό τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες ὡς Χρι­στια­νός καί χτυ­πή­θη­κε μέ ρα­βδιά. Ἔ­πει­τα τοῦ κρέ­μα­σαν στό λαι­μό μο­λύ­βι καί μ’ αὐ­τό τόν ἔρριξαν μέ­σα στή θά­λασ­σα. Σώ­θη­κε ἀ­πό τόν πνιγ­μό μέ τήν δύ­να­μι τοῦ Θε­οῦ καί κρύ­φθη­κε σέ μιά σπη­λιά, ὅ­που τρε­φό­ταν μέ τό γά­λα τῶν ἐ­λα­φι­ῶν. Συλ­λαμ­βά­νε­ται καί πά­λι ἀ­πό τούς εἰ­δω­λο­λά­τρες καί το­πο­θε­τεῖ­ται μέ­σα σέ ἀ­ναμ­μέ­νο κα­μί­νι καί με­τά ρί­χνε­ται στά θη­ρί­α γιά νά τόν φᾶ­νε. Βλέ­πον­τας πώς ἔ­μει­νε ἄ­θι­κτος τε­λι­κά τόν κάρ­φω­σαν στά σπλά­χνα μέ σι­δε­ρέ­νιο τρί­λογ­χο κον­τά­ρι καί ἔ­τσι ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πό τήν πα­ροῦ­σα ζω­ή καί πῆ­γε πρός τόν Κύ­ριο, γιά νά λά­βη τό στε­φά­νι τῆς ἀ­θλή­σε­ως[2].

(Τόν βί­ο τοῦ ἁ­γί­ου ἐ­κτε­νέ­στε­ρα βλέ­πε στόν Ἐ­φραίμ. Στά Ἑλ­λη­νι­κά τόν ἔ­γρα­ψε ὁ με­τα­φρα­στής, ἀρ­χί­ζον­τας· «Μά­μας αὐ­τός ὁ μέ­γας», καί σώζε­ται στήν Με­γί­στη Λαύ­ρα, στήν μο­νή Ἰ­βή­ρων καί σέ ἄλ­λες).

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνή­μη τοῦ ἐν ἁ­γί­οις Πα­τρός ἡμῶν Ἰ­ω­άν­νου ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως τοῦ Νη­στευ­τοῦ.

 † Ὁ ἐν ἁ­γί­οις Πα­τήρ ἡμῶν Ἰ­ω­άν­νης ὁ νη­στευ­τής ἔ­ζη­σε στά χρό­νια τῶν Ἰ­ου­στί­νου, Τι­βερίου καί Μαυ­ρι­κί­ου τῶν αὐ­το­κρα­τό­ρων, κα­τά τό ἔ­τος 580. Γεν­νή­θη­κε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι καί, ὅ­ταν με­γά­λω­σε, ἔ­γι­νε χα­ρά­κτης στό ἐ­πάγ­γελ­μα. Ἦ­ταν πο­λύ εὐ­σε­βής καί φι­λό­ξε­νος, ἀ­γα­ποῦ­σε τούς φτω­χούς καί σε­βό­ταν πο­λύ τόν Θε­ό. Κά­ποι­α στιγ­μή φι­λο­ξέ­νη­σε ἕ­ναν μο­να­χό, πού κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τήν Πα­λαι­στί­νη, πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Εὐ­σέ­βιος. Περ­πα­τοῦ­σαν στόν δρό­μο καί ὁ Εὐ­σέ­βιος ἦ­ταν ἀ­πό τήν δε­ξιά με­ριά τοῦ με­γά­λου Ἰ­ω­άν­νου καί τό­τε ἄ­κου­σε μιά ἀ­ό­ρα­τη φω­νή, πού τοῦ ἔ­λε­γε· «Δέν σοῦ ἐ­πι­τρέ­πε­ται, ἀβ­βᾶ, νά περ­πα­τᾶς ἀ­πό τά δε­ξιά τοῦ με­γά­λου Ἰ­ω­άν­νου»· μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο προ­μή­νυ­ε ὁ Θε­ός μέ αὐ­τή τήν φω­νή τό μέ­γα ἀ­ξί­ω­μα τῆς Ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νης, τό ὁ­ποῖ­ο ἐ­πρό­κει­το νά λά­βη ὁ Ἰ­ω­άν­νης. Με­τά ἀ­πό αὐ­τά γί­νε­ται γνώ­ρι­μος καί φί­λος αὐ­τός ὁ νη­στευ­τής Ἰ­ω­άν­νης μέ τόν συ­νώ­νυ­μό του ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τόν τρί­το, ὅ­πως τόν ὠ­νό­μα­ζαν ἔ­τσι οἱ Σχο­λα­στι­κοί, ὁ ὁ­ποῖ­ος χρη­μά­τι­σε καί Πα­τριά­ρχης Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως[3] καί τόν συ­να­ρίθ­μη­σε στήν τά­ξι τῶν ἀ­να­γνω­στῶν. Στήν συ­νέ­χεια τόν χει­ρο­τό­νη­σε δι­ά­κο­νο καί με­τά ἀ­πό αὐ­τά πρε­σβύ­τε­ρο.

Ἐ­νῷ ἦ­ταν ἀ­κό­μη δι­ά­κο­νος, πῆ­γε στόν να­ό τοῦ Ἁ­γί­ου Λαυ­ρεν­τί­ου σέ με­ση­με­ρια­νή ὥ­ρα, καί βρῆ­κε ἐ­κεῖ ἕ­ναν ἐ­ρη­μί­τη, τόν ὁ­ποῖ­ο κα­νείς ἀ­πό τούς ἐ­κεῖ δέν γνώ­ρι­ζε. Ἐ­κεῖ­νος λοι­πόν δεί­χνει στόν θεῖ­ο Ἰ­ω­άν­νη τούς ἀ­να­βαθ­μούς καί τά σκα­λο­πά­τια, τά ὁ­ποῖ­α βρί­σκον­ται πί­σω ἀ­πό τήν ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα καί ἀ­νε­βαί­νουν στό ἱ­ε­ρό σύν­θρο­νο, πού κά­θε­ται ὁ Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας. Κα­θώς τοῦ ἔ­δει­χνε αὐ­τά, φά­νη­καν μυ­ριά­δες Ἁ­γί­ων καί ἀ­κού­σθη­κε ἀ­πό ἕ­ναν ἀ­πό αὐ­τούς μιά φω­νή με­λω­δι­κή καί μέ πο­λύ ἁρ­μο­νί­α. Ὅ­λοι ἐ­κεῖ­νοι οἱ Ἅ­γιοι ἦ­ταν ντυ­μέ­νοι μέ λευ­κές καί λαμ­πρές στο­λές.

Αὐ­τή ἡ ὀ­πτα­σί­α ἦ­ταν ἕ­να ἀ­λη­θι­νό ση­μεῖ­ο τῆς δό­ξας, τήν ὁ­ποί­α ἐ­πρό­κει­το νά λά­βη ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης. Ἐ­πει­δή ὁ ἅ­γιος ἦ­ταν δι­α­χει­ρι­στής τῶν χρη­μά­των στήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, κα­θώς ἐ­πέ­στρε­φε ἀ­πό ἕ­ναν ἐ­ξω­τε­ρι­κό πε­δι­νό τό­πο ἀ­πό τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι, τοῦ ἔ­μει­νε μό­νο ἕ­να σα­κοῦ­λι χρή­μα­τα, ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο μοί­ρα­ζε ἐ­λε­η­μο­σύ­νη πλού­σια. Ἐ­πει­δή συ­νέ­τρε­χαν ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ροι φτω­χοί, γι’ αὐ­τό καί ὁ ἅ­γιος ἔ­δι­νε πε­ρισ­σό­τε­ρη ἐ­λε­η­μο­σύ­νη καί τό σα­κοῦ­λι ὄ­χι μό­νο δέν τε­λεί­ω­νε ἀλ­λά γέ­μι­ζε ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ὅ­ταν ὁ ἅ­γιος ἔ­φθα­σε στήν ἀ­γο­ρά, πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Βοῦν, μοι­ρά­ζον­τας σέ ὅ­λους ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, τό­τε βρέ­θη­κε ἐ­κεῖ ἕ­νας φθο­νε­ρός ἄν­θρω­πος, ὁ ὁ­ποῖ­ος φώ­να­ξε καί εἶ­πε· “Κύ­ρι­ε ἐ­λέ­η­σον, ἕ­ως πό­τε δέν τε­λει­ώ­νουν γιά ἐ­μᾶς αὐ­τά τά χρή­μα­τα;” Καί ἀ­μέ­σως (μέ­χρι τί μπο­ρεῖ νά κά­νη ὁ φθό­νος!) τά χρή­μα­τα τε­λεί­ω­σαν. Ὁ ἅ­γιος βλέ­πον­τας μέ ἕ­να λε­ον­τι­κό καί ἄ­γριο βλέμ­μα ἐ­κεῖ­νον τόν ἄν­θρω­πο εἶ­πε· “ὁ Θε­ός νά σέ συγ­χω­ρή­ση, ἀ­δελ­φέ, δι­ό­τι, ἐ­άν ἐ­σύ δέν ἔ­λε­γες αὐ­τόν τόν φθο­νε­ρό λό­γο, αὐ­τό τό σα­κοῦ­λι δέν θά τε­λεί­ω­νε μοι­ρά­ζον­τας χρή­μα­τα γιά πο­λύ και­ρό ἀ­κό­μα”.

Ἐ­πει­δή αὐ­τός ὁ ἅ­γιος πι­ε­ζό­ταν νά χει­ρο­το­νη­θῆ Πα­τριά­ρχης Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ὅ­ταν κοι­μή­θη­κε ὁ Εὐ­τύ­χιος[4], καί δέν δε­χό­ταν, ἐξ αἰ­τί­ας αὐ­τοῦ εἶ­δε μιά φο­βε­ρή ὀ­πτα­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἡ πιό κά­τω· Πα­ρου­σι­ά­σθη­κε μπρο­στά του μιά θά­λασ­σα τό­σο με­γά­λη, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­φθα­νε ἀ­πό τήν γῆ μέ­χρι τόν οὐ­ρα­νό, ὅ­πως ἐ­πί­σης καί μιά φο­βε­ρή φλε­γό­με­νη κά­μι­νος. Πα­ρου­σι­ά­στη­κε τό­τε καί ἕ­να πλῆ­θος Ἀγ­γέ­λων, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­λε­γαν στόν θεῖ­ο Ἰ­ω­άν­νη· «Δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά γί­νη δι­α­φο­ρε­τι­κά· μό­νο σι­ώ­πη­σε καί ἄν ἔ­χης ἄλ­λη γνώ­μη, γνώ­ρι­ζε ὅ­τι θά δο­κι­μά­σης τίς δύ­ο αὐ­τές δο­κι­μα­σί­ες καί τῆς θά­λασ­σας καί τῆς κα­μί­νου». Φαί­νον­ταν ὅ­τι τά ἔ­λε­γαν αὐ­τά μέ με­γά­λη φο­βέ­ρα, ὥ­στε βλέ­πον­τας ἔ­τσι ὁ Ἅ­γιος θέ­λον­τας καί μή πα­ρέ­δω­σε τόν ἑ­αυ­τό του στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καί χει­ρο­το­νή­θη­κε Πα­τριά­ρχης Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Καί αὐ­τό πό­τε; ὅ­ταν ὕ­στε­ρα ἀ­πό σκλη­ρή ἄ­σκη­σι εἶ­χε πε­ρά­σει στήν τε­λει­ό­τη­τα κά­θε ἀ­ρε­τῆς.

Μιά φο­ρά περ­νῶντας ὁ Ἅ­γιος ἀ­πό ἕ­ναν τό­πο, πού ὠ­νο­μα­ζό­ταν Ἕ­βδο­μον, εἶ­δε ὅ­τι ση­κώ­θη­κε με­γά­λη τρι­κυ­μί­α στήν θά­λασ­σα. Μέ τήν προ­σ-ευ­χή του τήν με­τέ­βα­λε σέ γα­λή­νη κά­νον­τας τό ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Σχο­λα­στι­κός ἀ­πό τήν Γά­ζα εἶ­χε στά μά­τια του αἱ­μά­τω­μα καί δέν μπο­ροῦ­σε νά βλέ­πη· γι’ αὐ­τό καί προ­σέ­τρε­ξε στόν Ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη καί κοι­νώ­νη­σε ἀ­πό αὐ­τόν τά θεῖ­α Μυ­στή­ρια. Ὅ­ταν τόν κοι­νω­νοῦ­σε ὁ Ἅ­γιος εἶ­πε· «Αὐ­τό εἶ­ναι τό σῶ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, πού θε­ρά­πευ­σε τόν ἐκ γε­νε­τῆς τυ­φλό καί πού θά θε­ρα­πεύ­ση καί τήν δι­κή σου τύ­φλω­σι»· καί ὤ τοῦ θαύ­μα­τος! ἀ­μέ­σως μέ αὐ­τόν τόν λό­γο θε­ρα­πεύ­θη­κε ὁ λί­γο πρίν τυ­φλός Ἰ­ω­άν­νης.

Κά­ποι­ον και­ρό ἔ­πε­σε στήν Κων­σταντι­νού­πο­λι με­γά­λο θα­να­τι­κό. Ἔ­δω­σε ὁ Ἅ­γιος σέ ἕ­ναν ὑ­πη­ρέ­τη του δύ­ο κο­φί­νια, τό ἕ­να ἄ­δει­ο καί τό ἄλ­λο γεμᾶτο ἀ­πό μι­κρές πέ­τρες καί τοῦ εἶ­πε· «Πή­γαι­νε καί κά­θι­σε στόν δρό­μο, πού ὀ­νο­μά­ζε­ται Βοῦν, καί μέ­τρα τούς νε­κρούς, πού περ­νοῦν ἀ­πό ἐ­κεῖ. Ὅ­σοι εἶ­ναι οἱ νε­κροί τό­σες πέ­τρες ρίχνε μέ­σα στό ἄ­δει­ο κο­φί­νι». Κά­νον­τας αὐ­τό ὁ ὑ­πη­ρέ­της ὅ­λη τήν ἡ­μέ­ρα, τό βρά­δυ μέ­τρη­σε τίς πέ­τρες καί βρῆ­κε ὅ­τι κα­τά τήν ἡ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη βγῆ­καν τρι­α­κό­σιοι εἴ­κο­σι τρεῖς νε­κροί. Τό ἴ­διο ἔ­κα­νε καί τήν ἑ­πό­με­νη ἡ­μέ­ρα καί βρῆ­κε ὅ­τι οἱ νε­κροί ἦ­ταν λι­γό­τε­ροι καί τό ἐ­πα­νέ­λα­βε γιά τίς ἑ­πό­με­νες ἑ­πτά ἡ­μέ­ρες καί στό τέ­λος στα­μά­τη­σε ἐν­τε­λῶς τό θα­να­τι­κό μέ τήν προ­σευ­χή τοῦ Ἁ­γί­ου. Τό­ση ἐ­πι­μέ­λεια ἔ­δει­ξε στήν ἐγ­κρά­τεια ὁ Ἅ­γιος, ὥ­στε ἐ­πί ἕ­ξι μῆ­νες δέν ἤ­πι­ε νε­ρό· τό φα­γη­τό καί τό πι­ο­τό του ἦ­ταν ἕ­να μα­ροῦ­λι, λί­γο πε­πό­νι ἤ στα­φύ­λι ἤ λί­γα σῦ­κα, ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α πό­τε τό ἕ­να ἔ­τρω­γε καί πό­τε τό ἄλ­λο. Ἀ­πό αὐ­τά ἔ­τρω­γε κα­τά τούς δε­κα­τρεῖς καί μι­σό χρό­νους τῆς Πα­τρι­αρ­χεί­ας του.

Ὁ ὕ­πνος τοῦ Ἁ­γί­ου γι­νό­ταν ὡς ἑ­ξῆς· κα­θό­ταν σέ ἕ­να μέ­ρος, μά­ζευ­ε τά στή­θη του στά γό­να­τά του καί ἔ­τσι κοι­μό­ταν. Γιά νά μήν κοι­μᾶ­ται πε­ρισ­σό­τε­ρη ὥ­ρα, ἀ­πό ὅ­σο ἤ­θε­λε, ἄ­να­βε ἕ­να κε­ρί, στό ὁ­ποῖ­ο ἔ­βα­ζε ἕ­να βε­λό­νι. Κά­τω ἀ­πό τό κε­ρί καί τό βε­λό­νι ἔ­βα­ζε μιά λε­κά­νη. Ὅ­ταν και­γό­ταν τό κε­ρί καί ἔ­φθα­νε ἐ­κεῖ πού ἦ­ταν τό βε­λό­νι, τό­τε ἔ­πε­φτε τό βε­λό­νι μέ­σα στήν λε­κά­νη. Ἀ­πό τόν θό­ρυ­βο τοῦ βε­λο­νιοῦ μέ­σα στήν λε­κά­νη ξυ­πνοῦ­σε ὁ Ἅ­γιος καί ἀ­μέ­σως ση­κω­νό­ταν. Ἄν ἴ­σως κα­μιά φο­ρά δέν ἄ­κου­γε κα­τά τύ­χη τόν θό­ρυ­βο τοῦ βε­λο­νιοῦ, περ­νοῦ­σε ὅ­λη τήν ἑ­πό­με­νη νύ­χτα ἄ­γρυ­πνος. Μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο πο­λε­μοῦ­σε τά πά­θη ὁ τρι­σμα­κά­ρι­στος μέ τήν προ­σευ­χή, τήν νη­στεί­α καί τήν ἀ­γρυ­πνί­α.

Αὐ­τός ὁ ἅ­γιος μέ τήν προ­σευ­χή του μα­ταί­ω­νε καί τούς πο­λέ­μους τῶν βαρ­βά­ρων, δι­έ­λυ­ε τίς ἀ­πει­λές ἐ­ναν­τί­ον τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως καί προ­στά­τευ­ε ὅ­λη τήν ποί­μνη του ἀ­πό τούς ὁ­ρα­τούς καί τούς ἀ­ό­ρα­τους ἐ­χθρούς.

Μιά μέ­ρα, πού ἦ­ταν Πα­ρα­σκευ­ή, εἶ­παν με­ρι­κοί στόν ἅ­γιο· “αὔ­ριον, Δέ­σπο­τα, θά γί­νη θέ­α­τρο καί ἱπ­πό­δρο­μος, δη­λα­δή ἀ­γῶ­νες ἀ­λό­γων”. Ἡ ἑ­πό­με­νη ἡ­μέ­ρα ἦ­ταν Σάβ­βα­το τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Ὁ ἅ­γιος ἀ­πάν­τη­σε καί εἶ­πε· “ἱπ­πο­δρό­μιο θά γί­νη τήν Πεν­τη­κο­στη”! Πα­ρα­κά­λε­σε τό­τε τόν Θε­ό νά δεί­ξη ση­μεῖ­ο γιά νά φο­βη­θοῦν οἱ ἄν­θρω­ποι καί νά ἐμ­πο­δι­σθοῦν ἀ­πό αὐ­τό τό παι­χνί­δι. Καί, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος!, ὅ­ταν ἦλθε τό δει­λι­νό τοῦ Σαβ­βά­του καί ἐ­νῷ ἦ­ταν ὁ οὐ­ρα­νός χω­ρίς σύν­νε­φα, ἔ­γι­νε φο­βε­ρός ἀ­νε­μο­στρό­βι­λος καί πολ­λοί ἄ­νε­μοι ση­κώ­θη­καν. Καί ἔ­πε­σε τό­ση δυ­να­τή βρο­χή, ὥ­στε ἀ­μέ­σως ἔ­φυ­γε ὅ­λο τό πλῆ­θος ἀ­πό τόν χῶ­ρο τοῦ ἱπ­πο­δρο­μί­ου νο­μί­ζον­τας ὅ­τι ἔ­φθα­σε ἡ συν­τέ­λεια τοῦ κό­σμου, κα­θώς τέ­τοι­α με­γά­λη τα­ρα­χή τῶν στοι­χεί­ων δέν θυ­μοῦν­ταν πο­τέ στά χρό­νια τους καί γι’ αὐ­τό ὅ­λοι φο­βή­θη­καν.

Μιά γυ­ναίκα, πού εἶ­χε ἕ­ναν δαι­μο­νι­σμέ­νο ἄν­δρα, προ­σέ­τρε­ξε στόν ἐ­ρη­μί­τη, γιά νά τόν θε­ρα­πεύ­ση. Ὁ ἐ­ρη­μί­της τῆς εἶ­πε· “Πή­γαι­νε στόν ἁ­γι­ώ­τα­το Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Ἰ­ω­άν­νη καί ἐ­κεῖ­νος θά θε­ρα­πεύ­ση τόν ἄν­δρα σου”. Κά­νον­τας αὐ­τό αὐ­τή ἡ γυ­ναί­κα πέ­τυ­χε αὐ­τό, πού πο­θοῦ­σε, κα­θώς μέ τήν προ­σευ­χή τοῦ θεί­ου Ἰ­ω­άν­νη ἔ­λα­βε τήν θε­ρα­πεί­α ὁ ἄν­δρας της καί παίρ­νον­τάς τον ὑ­γι­ῆ ἐ­πέ­στρε­ψε στό σπί­τι της χα­ρού­με­νη. Μέ τήν εὐ­χή τοῦ Ἁ­γί­ου πολ­λές στεῖ­ρες γυ­ναῖ­κες τε­κνο­ποί­η­σαν καί πολ­λοί ἀ­σθε­νεῖς βρῆ­καν τήν θε­ρα­πεί­α τους.  Ἦ­ταν Πα­τριά­ρχης λοι­πόν αὐ­τός ὁ ἅ­γιος γιά δε­κα­τρί­α χρό­νια καί πέν­τε μῆ­νες καί κοι­μή­θη­κε κα­τά τό ἔ­τος 595 τήν 2α τοῦ Σε­πτε­βρί­ου. Με­τά ἀ­πό αὐ­τόν ἔ­γι­νε Πα­τριά­ρχης ὁ Κυ­ρια­κός, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἑ­ορ­τά­ζε­ται κα­τά τήν εἰ­κο­στή ἑ­βδό­μη τοῦ Ὀ­κτω­βρί­ου.

Ὅ­ταν κοι­μή­θη­κε ὁ Ἅ­γιος ἐν εἰ­ρή­νῃ καί ἀ­πῆλ­θε πρός τόν Κύ­ριο, τέ­θη­κε τό λεί­ψα­νό του γιά προ­σκύ­νη­σι ἀ­πό τούς Χρι­στια­νούς. Τό­τε ἦλθε ὁ Νεῖ­λος, ὁ ἔν­δο­ξος ἔ­παρ­χος, γιά νά τό ἀ­σπα­σθῆ, καί, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος!, κα­θώς φί­λη­σε τό λεί­ψα­νο, ἀ­μέ­σως ση­κώ­θη­κε τό λεί­ψα­νο καί τόν φί­λη­σε σάν νά ἦ­ταν ζων­τα­νό. Καί εἶ­πε κά­ποι­α μυ­στι­κά λό­για στό αὐ­τί του, τά ὁ­ποῖ­α ὁ θεῖ­ος Νεῖ­λος δέν τά φα­νέ­ρω­σε σέ κα­νέ­ναν σέ ὅ­λη του τήν ζω­ή. Βλέ­πον­τας αὐ­τό τό θαυ­μα­στό ὅ­λος ὁ λα­ός ἐ­ξε­πλά­γη καί δό­ξα­σε τόν Θε­ό, πού δο­ξά­ζει τούς ἁ­γί­ους Του. Ἔ­πει­τα κη­δεύ­θη­κε μέ εὐ­λά­βεια καί μέ τι­μές καί ἐν­τα­φι­ά­σθη­κε στό ἅ­γιο Βῆ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων. (Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ νη­στευ­τής ἔ­γρα­ψε βι­βλί­ο, πού τό ὠ­νό­μα­σε Κα­νο­νι­κό· σχε­τι­κά μέ αὐ­τό βλέ­πε στό δι­κό μας Πη­δά­λιο καί στό νε­ο­τυ­πω­μέ­νο Ἐ­ξο­μο­λο­γη­τά­ριο)[5] .


[1]  Στό τυπωμένο Ὡρολόγιο γράφεται ὅτι ὁ ἅγιος αὐτός μετά τήν γέννησί του ἔμεινε ἄφωνος γιά πέντε χρόνια. Ἔπειτα μίλησε στά Ρωμαϊκά, δηλαδή Λατινικά, αὐτή τήν λέξι Μάμα καί γι’ αὐτό ὠνομάσθηκε Μάμας

[2] Ση­μει­ώ­νου­με ἐ­δῶ, ὅ­τι ὁ ἅ­γιος Μά­μας, ἀ­φοῦ δέ­χθη­κε τόν μαρ­τυ­ρι­κό καί τε­λι­κό χτύ­πη­μα μέ ἐ­κεί­νη τήν λόγ­χη, βγῆ­κε ἀ­πό τό θέ­α­τρο κρα­τῶντας μέ τά χέ­ρια του τά σπλά­χνα του κα­θώς θά χύ­νον­ταν ἔ­ξω, καί μό­λις πού μπό­ρε­σε νά φθά­ση σέ ἕ­να μέ­ρος πού ἀ­πεῖ­χε ἀ­πό τήν πό­λι Και­σά­ρεια ἕ­να στά­διο, δη­λα­δή 125 πό­δια. Ἀρ­γό­τε­ρα ἐ­κεῖ ἔ­κτι­σε ἡ Ἀμ­μί­α, ἡ γυ­ναί­κα πού τόν ἀ­νέ­θρε­ψε, ἕ­ναν ὡ­ραῖ­ο καί πο­λυ­τε­λῆ να­ό στό ὄ­νο­μα τοῦ ἁ­γί­ου Μά­μαν­τος. Στόν να­ό αὐ­τό γι­όρ­τα­ζαν κά­θε χρό­νο οἱ Και­σα­ρεῖς κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς ἄ­νοι­ξης. Ἐ­κεῖ μιά φο­ρά εὑρισκόμενος ὁ Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος, μέ παρόντα τόν μέγα Βασίλειο, ἐκ­φώ­νη­σε τόν πα­νη­γυ­ρι­κό λό­γο, τόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει στήν Κυ­ρια­κή τοῦ Θω­μᾶ, ὅπου λέ­ει ἡ κα­λή ἐκείνη καί ρη­το­ρι­κή καί με­γα­λή­γο­ρος γλῶσ­σα· «Για­τί νά ἀ­να­φέ­ρω τά ἄλ­λα; Τώ­ρα μάρ­τυ­ρες βρί­σκον­ται στόν αἰ­θέ­ρα καί μᾶς συ­νο­δεύ­ουν καί μέ γρή­γο­ρα βή­μα­τα συγ­κα­λοῦν τόν φι­λό­χρι­στο λα­ό καί γνω­στο­ποι­οῦν τούς ἄ­θλους τους. Ἕ­νας ἀ­πό αὐ­τούς εἶ­ναι καί αὐ­τός πού τόν στε­φά­νω­σα ἐ­γώ. Δι­ό­τι εἶ­ναι δι­κός μου, μο­λο­νό­τι δέν εἶ­ναι κον­τά μου· ἄς φύ­γη ὁ φθό­νος (αὐ­τό τό λέ­ει ὁ ἅ­γιος ἀστειευό­με­νος γιά τόν μέ­γα Βα­σί­λει­ο), σέ ὅ­σους γνω­ρί­ζουν λέ­ω, ὁ Μά­μας ὁ ξα­κου­στός καί ποι­μέ­νας καί μάρ­τυ­ρας· αὐ­τός πού προ­η­γου­μέ­νως ἄρ­με­γε τά ἐ­λά­φια, πού βι­α­ζό­ταν ποι­ό νά πά­η πρῶ­το (δι­ό­τι κά­θε ἐ­λά­φι φρόν­τι­ζε νά πά­η νω­ρί­τε­ρα ἀ­πό τό ἄλ­λο, γιά νά δώ­ση τόν μα­στό του στόν μάρ­τυ­ρα), γιά νά ἀ­να­τρα­φῆ ὁ δί­και­ος μέ πα­ρά­ξε­νο γά­λα· τώ­ρα ὅ­μως ἐμ­φα­νί­ζε­ται ποι­μαί­νον­τας λα­ό Μη­τρο­πό­λε­ως καί κά­νον­τας τά ἐγ­καί­νια σή­με­ρα τῆς ἀ­νοί­ξε­ως στίς πολ­λές χι­λιά­δες τῶν πι­στῶν, πού ἔ­τρε­ξαν ἀ­πό παν­τοῦ, γιά νά τόν προσκυνήσουν».

[3] Αὐτός ὁ Ἰωάννης ἑορτάζεται κατά τήν 21η Φεβρουαρίου· ἐσφαλμένα γράφεται στό τυπωμένο Μηναῖο καί στόν Συναξαριστή τό ὄνομα Εὐτύχιος, ἀντί αὐτοῦ τοῦ Ἰωάννου, καθώς κανένας, πού ὀνομάζεται ἀπό τούς Σχολαστικούς Εὐτύχιος, δέν ἔχει καταγραφεῖ στήν ἱστο­ρί­α.

[4] Ση­μεί­ω­σε ὅ­τι νω­ρί­τε­ρα ὁ Εὐ­τύ­χιος εἶ­χε ἐ­ξο­ρι­σθῆ στήν Ἀ­μά­σεια ἀ­πό τόν Ἰ­ου­στι­νια­νό τόν με­γά­λο καί ἀν­τί αὐ­τοῦ ἔ­γι­νε Πα­τριά­ρχης ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἀ­πό τούς Σχο­λα­στι­κούς. Ὕ­στε­ρα ἀ­να­κλή­θη­κε στόν θρό­νο του ὁ Εὐ­τύ­χιος καί με­τά ἀ­πό ἕ­ξι ἡ­μέ­ρες ἀ­πό τόν θά­να­το τοῦ Εὐ­τυ­χί­ου ἔ­γι­νε Πα­τριά­ρχης αὐ­τός ὁ νη­στευ­τής.

 [5]  Πε­ριτ­τά ἐ­δῶ γρά­φε­ται ἡ μνή­μη τοῦ Παύ­λου τοῦ νέ­ου Πα­τριά­ρχου Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, δι­ό­τι αὐ­τός ἑ­ορ­τά­ζε­ται κα­τά τήν 30ή  τοῦ Αὐ­γού­στου μα­ζί μέ τόν Ἀ­λέ­ξαν­δρο καί Ἰ­ω­άν­νη τούς Πα­τριά­ρχες. Ὁ­μοί­ως πε­ριτ­τά γρά­φε­ται στά μη­ναῖ­α ἡ μνή­μη τοῦ Παύ­λου τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τῆ ἀ­πό τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι, δι­ό­τι αὐ­τή ἑ­ορ­τά­ζε­ται κα­τά τήν 6η  τοῦ Νο­εμ­βρί­ου, ὅ­που γρά­φε­ται καί τό Συ­να­ξά­ρι του.





ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ \ 2 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΜΑΜΑΝΤΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΝΗΣΤΕΥΤΟΥ

Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

Συμπεράσματα περί τής φιλοσοφικής επιρροής στη διδασκαλία τών Απολογητών


1. Περάναντες το κεφάλαιον το σχετικόν προς την θεολογίαν των Απολογητών, δυνάμεθα να θέσωμεν ευθέως το ερώτημα: εις ποιαν κατάστασιν ευρέθη το Χριστιανικόν δόγμα εν τω θεολογικώ συστήματι των Απολογητών, κατά το β' ήμισυ της β' μ. Χ. Εκατονταετηρίδος;

2. Την απάντησιν εις το ερώτημα τούτο συνθέτουν τρία σημεία βασικά: Α) Εξ επόψεως θεολογικής αναπτύξεως το Χριστιανικόν δόγμα παρέμενεν, εις τας βασικός αυτού γραμμάς, σχεδόν το αυτό, ως ήτο κατά την προηγηθείσαν μεταποστολικήν εποχήν. Β) ορισμένα σημεία της διδασκαλίας των Απολογητών παρουσιάζονται καινοφανή και επικίνδυνα, μη δυνάμενα να φέρουν την σφραγίδα της Εκκλησιασπκής παραδόσεως. Γ) Είναι εμφανής η απολογητική προσπάθεια διερμηνείας του δόγματος δια της επιστημονικής γλώσσης και των φιλοσοφικών όρων της εποχής.

3. Και το μεν πρώτον σημείον γίνεται ευκόλως κατανοητόν. Οι απολογηταί ως εκ πεποιθήσεως τέκνα της Εκκλησίας ως στηρίζοντες την διδασκαλίαν των επί των πηγών της θείας αποκαλύψεως — της αγ. Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως — είναι γνήσιοι μάρτυρες της πίστεως της Εκκλησίας, κινούμενοι επί των αυτών γραμμών διδασκαλίας ως και οι θεολόγοι της πρώτης μεταποστολικής γενεάς (Αποστολικοί Πατέρες). Ως είναι φανερόν, εκ της επόψεως ταύτης η θεολογία των Απολογητών, ως στατικώς επαναλαμβάνουσα την προγενεστέραν αυτής θεολογικήν παράδοσιν, δεν παρουσιάζει το αναμενόμενον ενδιαφέρον δια την επιστήμην της ιστορίας των δογμάτων.

4. Το δεύτερον σημείον είναι οπωσδήποτε σοβαρώτερον. Εδώ την προσοχήν του μελετητού προσελκύει η ιδιοτυπία της θεολογικής σκέψεως των Απολογητών, η οποία κινείται κυρίως εις τον χώρον της καθαράς θεολογίας. Οι απολογηταί εκ φιλοσοφικών και θεολογικών προϋποθέσεων ορμώμενοι, κυρίως όμως παρακινούμενοι εκ της απολογητικής σκοπιάς του έργου των, διετύπωσαν την περί Θεού διδασκαλίαν της πίστεως κατά τρόπον όλως ιδιάζοντα, ξένον μεν εν πολλοίς προς την θεολογίαν των Αποστολικών Πατέρων, φέροντα όμως στοιχεία τόσον θετικά όσον και αρνητικά. Και θετικά μεν ήσαν τα στοιχεία εκείνα της περί Θεού διδασκαλίας των, δια των οποίων αφ' ενός μεν απεκρούσθησαν ο θεολογικός δυϊσμός του Γνωστικισμού και η πολυθεΐα της ειδωλολατρικής θρησκείας, αφ' ετέρου δε ηρμηνεύθη το ιστορικόν πρόσωπον του Ιησού Χριστού (δια της περί Λόγου διδασκαλίας) και ετέθησαν αι βάσεις της μελλοντικής αναπτύξεως της Χριστολογίας εν τη Εκκλησία. Εν τω Χριστώ δεν ενοικεί δύναμις του Πνεύματος, αλλ' ο Λόγος του Θεού σαρκοποιηθείς. Ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός και άνθρωπος ο αυτός. Εξ αυτού απορρέει η πραγματική θρησκεία, η μόνη θεία και έλλογος, η οποία υπερθεματίζει μεν, κυρίως όμως καταλύει πάσαν άλλην θρησκείαν, πληρούσα όλας τας ελλόγους εφέσεις του πνεύματος και τας καθαράς της καρδίας ανατάσεις. Αρνητικά δε στοιχεία ήσαν κυρίως τα περί γεννήσεως, υποταγής και δύο καταστάσεων του Λόγου διδάγματα. Εν προκειμένω η θεολογία των Απολογητών είναι άκρως επισφαλής, προσανατολιζομένη επικινδύνως προς την αρειανικήν κακοδοξίαν. Είναι προφανές, ότι επί του πεδίου τούτου, η εξέλιξις του Χριστιανικού δόγματος υπήρξε μάλλον αρνητική, ουδείς δε έχει το δικαίωμα να θεωρήση την θεολογίαν των Απολογητών ως εκφράζουσαν την γνησίαν δογματικήν συνείδησιν της Εκκλησίας.

5. Το σπουδαιότερον όμως όλων των άλλων σημείων είναι το τρίτον. Οι Απολογηταί αναλαβόντες το δύσκολον έργον της διερμηνείας του δόγματος επί τη βάσει της φιλοσοφικής ορολογίας και εννοιολογίας της εποχής, ανέλαβον έργον γόνιμον και θετικόν342, κατά πάντα σύμφωνον προς τας περί ιστορικής ανελίξεως του δόγματος επιστημονικάς αρχάς της ιστορίας των δογμάτων. Αναλαβόντες δε το έργον τούτο, αφ' ενός μεν απεσκόπουν εις την ικανοποίησιν βαθυτάτης ιστορικής και υπαρξιακής ανάγκης της Εκκλησίας, της οποίας το δόγμα και η εν γένει υπόστασις εχαρακτηρίζοντο υπό των λογίων εθνικών της εποχής ως φανατισμός, σκοτεινή δεισιδαιμονία και μωρία (επεδίωκον δηλαδή την δικαίωσιν του Χριστιανισμού)· αφ' ετέρου δε προέβαλλον γονίμως την Χριστιανικήν διδασκαλίαν εις το κουρασμένον εξ επόψεως θρησκευτικής εθνικόν περιβάλλον των με σκοπόν να κερδίσουν τούτο θετικώς εις την νέαν εξ αποκαλύψεως Χριστιανικήν πίστιν των.

6. Το ερώτημα όμως, το οποίον απ' αρχής απησχόλησε την ιστορίαν των δογμάτων, ανακύπτει έντονον και πιεστικόν: Η προσπάθεια των Απολογητών ηλλοίωσεν εις την ουσίαν αυτού το Χριστιανικόν δόγμα της Εκκλησίας ή υπήρξε μόνον η εξωτερική διατύπωσις αυτού επί τη βάσει των επιστημονικών μέσων της εποχής;

7. Εις το ερώτημα τούτο εδόθησαν ανέκαθεν δύο σαφείς και εκ διαμέτρου αντίθετοι αλλήλων απαντήσεις. Ούτως η μεν φιλελευθέρα προτεσταντική θεολογία, αφορμωμένη εκ των περί δόγματος ειδικωτέρων αντιλήψεων αυτής, δια της θεολογίας των Απολογητών βλέπει την εν τω Χριστιανισμώ οριστικήν εγκατάστασιν της φιλοσοφίας του Πλάτωνος και του Ζήνωνος,343 ομιλούσα ομοίως και περί ψευδούς εξελληνισμού του Χριστιανισμού.344 Κατ' αυτήν η θεολογία των Απολογητών διέφθειρε δια των κατηγοριών της Ελληνικής φιλοσοφικής σκέψεως την ουσίαν του Χριστιανικού δόγματος. Αντιθέτως, η ρωμαιοκαθολική και Ορθόδοξος θεολογία, αφορμώμεναι ομοίως εκ των περί δόγματος αντιλήψεων αυτών, εν τη θεολογία των Απολογητών, παρά τας άλλας δυσμενείς επ' αυτής επιδράσεις της φιλοσοφούσης σκέψεως των Ελλήνων, βλέπουν την ειδολογικήν μορφολογικήν διατύπωσιν της εξ αποκαλύψεως θείας αληθείας δια των επιστημονικών (φιλοσοφικών) μέσων της εποχής.

8. Η περί το φλέγον τούτο ζήτημα διαμάχη δεν έπαυσε να απασχολή την Χριστιανικήν θεολογικήν σκέψιν, απ' αρχής μέχρι σήμερον. Ως δε εσημειώσαμεν εν τη εισαγωγή του παρόντος κεφαλαίου, το βασικόν ή μη της αρνητικής προτεσταντικής κριτικής θα ανελάμβανε να αντιμετωπίση το εν λόγω κεφάλαιον δια της ενδελεχούς και νηφαλίας μελέτης της θεολογίας των Απολογητών. Προς τον σκοπόν ακριβώς τούτον, αφ' ενός μεν εδόθη μεγάλη σχετικώς έκτασις εις το ειρημένον κεφάλαιον, αφ' ετέρου δε η θεολογία των Απολογητών εξητάσθη εν αυτώ κυρίως υπό το πρίσμα των σχέσεων αυτής προς την Ελληνικήν φιλοσοφίαν, τοσούτω δε μάλλον καθ' όσον εν τη θεολογία ταύτη έχομεν την απαρχήν και την ρίζαν του όλου θεολογικού προβλήματος.

9. Η εκ της μελέτης του όλου θέματος απάντησις ημών εις το ανωτέρω τεθέν ερώτημα είναι μία και μόνη: Ο διισχυρισμός της υπό των Απολογητών αλλοιώσως του Χριστιανικού δόγματος δια της Ελληνικής φιλοσοφίας και ανιστόρητος είναι και δεν ανταποκρίνεται εις την βαθυτέραν ουσίαν του πράγματος.345 Ως πολλάκις ετονίσθη, η υπό των λογίων εκείνων ανδρών χρησιμοποίησις της Ελληνικής φιλοσοφίας εγένετο δια καθαρώς Ιεραποστολικούς και απολογητικούς σκοπούς. Οι Χριστιανοί Απολογηταί ηθέλησαν να διαθέσουν την φιλοσοφικήν των μόρφωσιν αφ' ενός μεν δια την υπεράσπισιν του Χριστιανισμού, αφ' ετέρου δε δια την εποικοδομητικήν προβολήν του ευαγγελίου εις το πνευματικόν περιβάλλον της εποχής των. Η προσθήκη του νέου τρόπου σκέπτεσθαι εις τον πυρήνα του Χριστιανικού κηρύγματος δεν είχεν ως συνέπειαν την αλλοίωσιν της ουσίας αυτού, αλλά την κατοχύρωσιν τούτου δια των μέσων και της δυνάμεως του ανθρωπίνου λόγου. Το απολογητικόν τούτο εγχείρημα ήτο κατά πάντα νόμιμον. Κατά τους απολογητές, ο ανθρώπινος λόγος, ως έκλαμψις του καθολικού θείου Λόγου, έχει θείαν την προέλευσιν αυτού. Παρά δε την εξασθένισίν του δια της αμαρτίας δεν έπαυσε να υπάρχει εις τον άνθρωπον, ανάγων αυτόν — έστω και αμυδρώς — προς τον Θεόν και οδηγών εις μερικήν ανεύρεσιν της αληθείας. Επομένως κατά τρόπον όλως φυσικόν οι λόγιοι εκείνοι άνδρες προέβησαν εις την κατοχύρωσιν της Χριστιανικής αληθείας διά των επιστημονικών εννοιών και όρων της φιλοσοφίας της εποχής. Εις το περιεχόμενον της θείας αποκαλύψεως προσέθετον το είδος της Ελληνικής σκέψεως, δια να προσδώσουν εις το πρώτον το σφρίγος και την δροσερότητα εκείνην, η οποία ήτο απαραίτητος δια να προσελκύση εις την εν Χριστώ θείαν αλήθειαν τους φιλοσοφικώς σκεπτόμενους αναγνώστας των. Εξ επόψεως όμως ουσίας οι Απολογηταί υπήρξαν εκλεκτικοί έναντι της Ελληνικής φιλοσοφίας. Προσκείμενοι κυρίως εις τον Πλατωνισμόν και τον Στωικισμόν, όσας εννοίας εξ αυτών εθεώρουν συμφώνους προς την νέαν πίστιν των (την θείαν υπερβατικότητα, λ.χ.) εισήγον ανενδοιάστως εις το Χριστιανικόν δόγμα — ασχέτως αν το εγχείρημα τούτο δεν ήτο πάντοτε ακίνδυνον — ενώ αντιθέτως τα ξένα προς την πίστιν διδάγματα (λ.χ. την περί ειμαρμένης στωικήν αντίληψιν) απέρριπτον και επέκρινον ζωηρώς. Η υπό των Απολογητών χρησιμοποίηση της Ελληνικής φιλοσοφίας υπήρξε νηφαλία και σύμμετρος. Τίμιοι προς εαυτούς και το περιβάλλον των δεν ήθελαν να κολακεύσουν ή να ευαρεστήσουν εις τους αναγνώστας των, αλλά να τους διδάξουν την αλήθειαν και να τους αποσπάσουν εκ της ματαιότητος της θρησκευτικής και φιλοσοφικής των παραδόσεως τονίζοντες ουχ ήττον την αρμονικήν συνάρθρωσιν του Χριστιανισμού, ως της μόνης αληθινής και συμφόρου φιλοσοφίας, προς ό,τι οι πατέρες των, παρακινούμενοι υπό του σπερματικού θείου λόγου, εύρισκον υγιές και σύμφωνον προς την αλήθειαν, η οποία εν τη πληρότητι αυτής εφανερώθη εις τον κόσμον δια της εν τω προσώπω του Ιησού Χριστού επιφανείας του όλου Λόγου.

10. Ως όμως είναι φανερόν, η προσπάθεια της δια του φιλοσοφικού λόγου διερμηνείας του Χριστιανικού δόγματος προσέδιδεν αφ' ενός μεν μονομέρειαν εις την θεολογίαν των Απολογητών, αφ' ετέρου δε ωδήγει την προσπάθειάν των εις δρόμον εξόχως επικίνδυνον και ολισθηρόν. Περί του τελευταίου τούτου σημείου εκάμαμεν ήδη λόγον εις τα προηγούμενα. Ως προς δε την μονομέρειαν, είναι φανερά η προσπάθεια των Απολογητών να τονίζουν ωρισμένα μόνον σημεία της Χριστιανικής πίστεως, τα οποία ηδύναντο να βοηθήσουν την υπ' αυτών αναληφθείσαν προσπάθειαν, άλλα δε να αφήνουν εις την σκιάν. Τοιουτοτρόπως το περί Θεού και κόσμου δόγμα, το οποίον υπεβοήθει το απολογητικόν έργον των, σχεδόν αναπτύσσουν αποκλειστικώς ενώ περί των υπολοίπων δογμάτων — του χριστολογικού και του σωτηριολογικού — τηρούν κατά τα μάλλον ή ήττον σιγήν. Να μη εγνώριζον άράγε τα δόγματα ταύτα; Το ερώτημα είναι αφελές, αν αποβλέψωμεν τουλάχιστον εις τον Ιουστίνον, ο οποίος επί των δογμάτων τούτων και πλούσιος είναι και διεξοδικός.

11. Η μονομέρεια, ως και η νοησιαρχική ανάχρωσις του έργου των Απολογητών ωδήγησαν πολλούς, προτεστάντας κυρίως, κριτικούς εις την διατύπωσιν της γνώμης, ότι δι' αυτών (των Απολογητών) επετεύχθη η εκλογίκευσις του Χριστιανισμού. Τι να σημαίνη άράγε ο χαρακτηρισμός; να έχη την έννοιαν, ότι δια της απολογητικής προσπαθείας απεκενώθη ο μυστηριακός χαρακτήρ του Χριστιανισμού, αντικατασταθείς δια διδαγμάτων καθαρώς ανθρωπίνης προελεύσεως; Ο λόγος δεν είναι ισχυρός, πρώτον διότι η μελέτη του μυστηριακού βάθους του Χριστιανισμού είναι έργον ολίγον πρώιμον δια την θεολογίαν των Απολογητών, δεύτερον δε, διότι ο τονισμός της μυστηριακής αισθήσεως του δόγματος εις ολίγον θα ωφέλει την απολογητικήν των προσπάθειαν. Βεβαίως είναι αναντίρρητον τα γεγονός, ότι δόγματα, ως η περί δικαιώσεως και χάριτος διδασκαλία ματαίως θα ανεζητούντο εις την διδασκαλίαν των περισσοτέρων Απολογητών. Τούτο όμως, εξηγούμενον και άλλως, δεν δύναται να αποτελέση μομφήν κατά της θεολογίας των. Αν πάλιν, ο διισχυρισμός σημαίνη την δια των κατηγοριών του ανθρωπίνου λόγου και της φιλοσοφίας ανάπτυξιν του Χριστιανικού δόγματος, κανείς δεν θα είχεν αντίρρησιν. Αλλά και εις την περίπτωσιν ταύτην η γενίκευσις δεν παύει να είναι άδικος: δια των Απολογητών δεν «εκλογικεύεται» ολόκληρος ο Χριστιανισμός, αλλά μερικά μόνον σημεία της δογματικής πίστεως της Εκκλησίας, και μάλιστα εκείνα εις τα οποία ο ανθρώπινος λόγος έχει φυσικωτέραν την προσαγωγήν του.

12. Οι Χριστιανοί Απολογηταί δεν ηλλοίωσαν την εις Χριστόν πίστιν των δια του περιεχομένου της προτέρας των φιλοσοφικής μορφώσεως. Εισελθόντες μετά λόγου και κατόπιν μακροτάτων προσπαθειών εις τους κόλπους της Εκκλησίας, δεν απέρριψαν ως άχρηστον την προτέραν των μόρφωσιν, υπό τα πρίσμα της οποίας ηθέλησαν να ομιλήσουν τιμίως και ειλικρινώς περί της Χριστιανικής αληθείας εις τα εθνικόν περιβάλλον των. Τον Χριστιανισμόν παρέστησαν ως την μόνην αληθή και σύμφορον φιλοσοφίαν την Χριστιανικήν πίστιν (εις ωρισμένα σημεία αυτής) ως σύστημα αληθειών δυναμένων να παρασταθούν και να δικαιωθούν υπό του λόγου· τον Χριστόν ως τον μέγαν νομοθέτην και διδάσκαλον, του οποίου τα διδάγματα φωτίζουν και σώζουν τον άνθρωπον εκ της πλάνης και του ψεύδους· την Χριστιανικήν θρησκείαν, τέλος, ως την υγιά εκείνην μονοθεΐαν, η οποία δύναται να ικανοποιήση τας βαθυτάτας θρησκευτικάς ανάγκας παντός υγιώς και ελλόγως σκεπτομένου πνεύματος. Ο απολογητικός ούτος λόγος δεν δύναται να αποτελέση μομφήν. Οι Απολογηταί εξαίροντες την φωτιστικήν διδακτικήν όψιν του σωτηρίου έργου του Χριστού (ηθική περί απολυτρώσεως, θεωρία) έπραξαν ό,τι και οι Αποστολικοί Πατέρες προ αυτών, και ό,τι έμελλε μετ' αυτούς να πράξη ολόκληρος η χορεία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας. Δια την Ορθόδοξον θεολογίαν η έξαρσις της διδακτικής τούτης πλευράς της απολυτρώσεως, συμπίπτουσα προς τα προφητικόν αξίωμα του Χριστού, ευρίσκεται εις την ουσίαν της πίστεως και εις την καρδίαν των σωτηριολογικών ενατενίσεων του κατ' ανατολάς Ορθοδόξου Χριστιανισμού. Παρά ταύτα, δεν παύει η προσπάθεια αυτή των Απολογητών να αποτελή μονομέρειαν και μάλιστα σκόπιμον, κινουμένην επί σαφώς διαγεγραμμένου πεδίου και αποβλέπουσαν εις σαφείς και συγκεκριμένους σκοπούς.

13. Ότι, τέλος, το θεολογικόν σύστημα των Απολογητών δεν είχε τι το επιλήψιμον και αιρετικόν, δεικνύουν κυρίως η συνείδησις και η πράξις της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί τον υπέρτατον κριτήν εις τα δογματικά της πίστεως ζητήματα. Η Εκκλησία ενθέρμως υπεδέχθη και υιοθέτησε την θεολογίαν των Απολογητών, τους οποίους πολυειδώς και ετίμησεν. Αντιθέτως, όπου αυτή είδεν αίρεσιν, εστράφη αμειλίκτως κατ' αυτής. Τοιουτοτρόπως τα Γνωστικά συστήματα, τα οποία ωδήγησαν πράγματι εις νόθον εξελληνισμόν του Χριστιανισμού, κατεδίκασε και απέκοψεν εκ του σώματος αυτής. Ομοίως κατεδίκασε τας αιρετικάς ακρότητας του Τατιανού, όπως βραδύτερον έμελλε να καταδικάσει και τας αιρετικάς κακοδοξίας του Ωριγένους, αι οποίαι όντως ωδήγησαν εις αλλοίωσιν του Χριστιανικού δόγματος δια των διδαγμάτων της Ελληνικής φιλοσοφίας. Τους Απολογητάς όμως ουδόλως επέκρινε, διότι εν τω συστήματι αυτών — εξαιρουμένων βεβαίως των επικινδύνων σημείων αυτού — έβλεπε την ιδικήν της συνείδησιν, έβλεπεν εκπληρούμενον τον ιδικόν της πόθον και τον ιδικόν της δυναμισμόν! Οι Απολογηταί, πιστά μέλη της Εκκλησίας, διέθεσαν ενσυνειδήτως ολόκληρον τον εκρηκτικόν δυναμισμόν της προσωπικότητός των υπέρ των σκοπών του διωκομένου Χριστιανισμού, σφραγίσαντες μάλιστα — ως ο Ιουστίνος — την εις Χριστόν πίστιν των δια του μαρτυρικού των αίματοςΙ



Σημειώσεις

342. Δια του έργου των τούτου οι Απολογηταί έθεσαν τας βάσεις της επιστημονικής διαμορφώσεως της εκκλησιαστικής θεολογίας. Υπήρξαν οι πρώτοι γνήσιοι θεολόγοι της Εκκλησίας εν αντιθέσει προς τους γνωστικούς, οι οποίοι υπήρξαν μεν θεολόγοι (δια των επιστημονικών μέσων της εποχής προσεπάθησαν να διαμορφώνουν εις σύστημα τας σχετικάς αντιλήψεις των), όμως δια της όλης συγκρητιστικής προσπαθείας των προέβησαν εις την κατάλυσιν της γνησίας εκκλησιαστικής θεολογίας (διέφθειραν το Χριστιανικόν δόγμα).

343. Ad. Harnack, μν. έργ., σελ. 172.

344. Alfr. Adam, μν. έργ., σελ. 139.

345. Alfr. Adam, μν. έργ., σελ. 140.