Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Ἅγιος Νεκτάριος Η ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ


(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου: Μελέτη Ἱστορικὴ Περὶ τῶν αἰτίων τοῦ Σχίσματος, περὶ τῆς διαιωνίσεως αὐτοῦ καὶ περὶ τοῦ δυνατοῦ ἢ ἀδυνάτου τῆς ἑνώσεως τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, τῆς Ἀνατολικῆς καὶ τῆς Δυτικῆς. Ἀθῆναι, 1911)
Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, συγκροτουμένη ἐκ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, ἡνωμένων τῇ πίστει, τῇ ἐλπίδι, τῇ ἀγάπῃ καὶ τῇ λατρείᾳ ὑπῆρξεν ἀείποτε ἐλευθέρα καὶ ἀνεξάρτητος, οὐδὲ ὑπετάγη ποτὲ τῷ Πάπᾳ Ῥώμης, οὐδ᾿ ἀνεγνώρισε ποτὲ αὐτῷ μείζονα ἱεραρχίαν καὶ πνευματικὰ χαρίσματα καὶ πνευματικὴν ὑπεροχήν, ἀλλ᾿ ἐθεώρησεν αὐτὸν ἐπίσκοπον, ὡς πάντας τοὺς ἐπισκόπους, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς τὴν αὐτὴν ἔλαβε χειροτονίαν, οἵαν καὶ οἱ λοιποὶ ἐπίσκοποι παρὰ τῶν ἀποστόλων, οἵτινες δὲν ἀπεστάλησαν παρὰ τοῦ Σωτῆρος ἐπίσκοποι καθεδρῶν, ἀλλ᾿ ἀπόστολοι τοῦ ἱεροῦ Αὐτοῦ Εὐαγγελίου, φέροντες τὴν δύναμιν τοῦ ἱδρύειν ἐκκλησίας.
Οἱ ἀπόστολοι ἦσαν ὅ,τι ὁ θεόπτης Μωϋσῆς, ὅστις ᾠκοδόμησε θυσιαστήριον καὶ κατεσκεύασε τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου καὶ διέταξε τὰ τῆς λατρείας καὶ πάσας τὰς ἱερὰς τελετάς· καὶ συγχρόνως ἀρχιθύται ὡς ὁ Ἀαρών· καὶ τοιοῦτοι ἔδει νὰ ὦσιν, ἀφοῦ ἡ παλαιὰ λατρεία τύπος καὶ σκιὰ ἦν τῆς νέας λατρείας, τῆς γνωσθείσης τοῖς ἔθνεσι διὰ τῶν ἁγίων ἀποστόλων· ἐν τοῖς ἁγίοις ἀποστόλοις ὑπῆρχε τὸ πλήρωμα τῶν χαρισμάτων, οὐδὲ ἦν δυνατὸν ἄλλως νὰ ἔχῃ, ἀφοῦ πάντες ἐξ ἴσου ἀπεστέλλοντο· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα, ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν» (Ματθ. κη´ 19-20).
Πῶς ἦν δυνατὸν νὰ ἐξαρτῶνται οἱ ἀπόστολοι ἀπὸ τοῦ Πέτρου, ὅστις ἐξ ἴσου πρὸς τοὺς ἄλλους ἀπεστέλλετο εἰς τὸ κήρυγμα, ὅπως ἱδρύσωσι τὴν Ἐκκλησίαν καὶ διδάξωσι τὴν λατρείαν τοῦ Χριστοῦ ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ἀφοῦ ἕκαστος ἔμελλε νὰ ἐνεργῇ ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τῶν λοιπῶν; Ἀλλὰ τὶς ἡ χρεία τοῦ πρωτείου τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ἀφοῦ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ὑπάρχωσι δευτερεῖα, διὰ τὴν διασπορὰν τῶν ἀποστόλων; Τὶς ἡ χρεία τῆς ὑπεροχῆς τοῦ Πέτρου, ἀφοῦ ἕκαστος ἀπόστολος ἰδίαν εἶχεν ἀποστολήν; Τὶς ἡ χρεία ἱεραρχικῆς βαθμολογίας μεταξὺ τῶν ἀποστόλων, ἀφοῦ ἐν τῇ διασπορᾷ ἔμελλον νὰ ἀποθάνωσι μακρὰν ὁ εἰς τοῦ ἄλλου; Τὶς ἡ χρεία τῆς δυνάμεως τοῦ Πέτρου, ἀφοῦ ὁ Κύριος ὑπεσχέθη εἰς τοὺς ἀποστόλους, ὅτι ἔσεται μετ᾿ αὐτῶν πάσας τὰς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος; Βεβαίως οὐδεμία χρεία ὅλων τούτων τῶν φανταστικῶν προσόντων τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ὅστις ἐξ ἅπαντος θὰ διαμαρτύρηται κατὰ τῆς τοιαύτης ὑπεροχῆς. Ἐὰν τὰ προσόντα τοῦ Πέτρου, οἷα ἀξιοῖ ἡ ῥωμαϊκὴ Ἐκκλησία, ἦσαν ἀληθῆ, τὸ πνεῦμα τοῦ εὐαγγελίου θὰ καθίστατο λίαν προβληματικὸν καὶ ἀδιανόητον, διότι θὰ παρουσίαζε σύγχυσιν ἐννοιῶν καὶ σύγκρουσιν ἀρχῶν· θὰ ἦτο ἀκατανόητος ἡ ἀρχὴ τῆς ἰσότητος, καὶ ἰσότητος μέχρι ταπεινώσεως καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀνισότητος, μέχρι ἡγεμονίας καὶ ὑπεροψίας. Ἐὰν διετάσσετο τοιαύτη ὑπεροχὴ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, πῶς θὰ ἠδυνάμεθᾳ νὰ νοήσωμεν τὸ ἑξῆς χωρίον τοῦ Εὐαγγελίου; «Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐχ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (Μαρκ. ι´ 42-45)· καὶ ἵνα ἀφήσωμεν τὰ πολλὰ χωρία, διότι δὲν θὰ ἐπαρκέση ὁ χρόνος, ἐρωτῶμεν. Πῶς θὰ ἐπληροῦτο ὁ σκοπὸς τῆς ἀποστολῆς τῶν ἀποστόλων μὴ ἐχόντων κοινωνίαν μετὰ τοῦ ἀνωτάτου ἀποστόλου, παρ᾿ οὗ θὰ ἐλάμβανε κῦρος τὸ ἀποστολικὸν αὐτῶν κήρυγμα; Ἀλλ᾿ ἀφοῦ συνέστησεν ἱεραρχίαν μεταξὺ τῶν ἀποστόλων καὶ ἀνέδειξε τὸν Πέτρον ἀνώτατον ἀπόστολον καὶ ἡγεμόνα, διατὶ ὁ Κύριος νὰ μὴ γνωστοποιήσῃ τοῦτο καὶ τοῖς λοιποῖς μαθηταῖς, λέγων αὐτοῖς· «ἰδοὺ καθίστημι Πέτρον τουτονὶ ποιμένα ὑμῶν καὶ ἄρχοντα καὶ ἡγεμόνα· αὐτὸς ποιμανεῖ ὑμᾶς αὐτοῦ ἀκοῦσασθαι· καὶ πᾷς ὅστις παρακούσει αὐτοῦ ἐξολοθρευθήσεται»; Τοῦτο ἔπρεπε νὰ ποιήση τε γνωστὸν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὁ Σωτήρ, ἐὰν ὄντως καθίστα αὐτὸν ποιμένα ποιμένων καὶ ἄρχοντα τῶν ἀποστόλων· ἀλλὰ δυστυχῶς ἢ εὐτυχῶς οὐδὲν τοιοῦτον εἴρηκε, καὶ ἑπομένως οὐδεμίαν ἱεραρχίαν ἀποστολικὴν συνέστησε, διὸ οὐδ᾿ ὑπάρχει τις φόβος ἀπωλείας τῷ μῇ πειθομένῳ τῷ διαδόχῳ τοῦ Πέτρου, εἶπερ ἔστι τοιοῦτος ὁ ἐπίσκοπος Ῥώμης.

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Ποια είναι η αιτία που οι δίκαιοι έχουν θλίψεις σ' αυτόν τον κόσμο και οι αμαρτωλοί άνεση Αγαπίου Μοναχού του Κρητός


«Μή παραζήλου ἐν πονηρευομένοις, μή δέ ζήλου τούς ποιοῦντας τήν ἀνομίαν, ὅτι ὡσεί χόρτος ταχύ ἀοξηρανθήσονται » , λέει ο προφήτης Δαβίδ. Πολλές αδικίες και ανομίες γίνονται σήμερα στον κόσμο. Και αυτοί που τις πράττουν φαίνονται να έχουν ευτυχία και μακαριότητα. Αντίθετα, οι ευλαβείς και ενάρετοι φαίνονται να έχουν διάφορες θλίψεις και βάσανα. Όμως, μην απορείς με αυτό, άνθρωπε, και ζηλεύεις τον πονηρό και προτιμάς το μέρος των αμαρτωλών νομίζοντας ότι τάχα αυτοί είναι καλότυχοι· γιατί τους αγαπά ο κόσμος και τους δίνει πρόσκαιρο πλούτο και μακαριότητα. Σχετικά με αυτό απορούσε και ο προφήτης Αββακούμ και έλεγε: «Γιατί, Κύριε, οι ασεβείς καταδυναστεύουν τους δικαίους και εσύ δεν τους βοηθάς;» Το ίδιο έλεγε και ο προφήτης Ιερεμίας και άλλοι: «Γιατί, Κύριε, έχουν οι άνομοι τόση ευτυχία στη ζωή τους; Από πού αποκτάει τόσα αγαθά κάποιος που ζει κακώς;» Αυτά είπαν οι προφήτες, όχι επειδή δεν ήξεραν ότι είναι δίκαιες οι κρίσεις του Θεού αλλά για να μας φανερώσουν πόση διαφορά υπάρχει ανάμεσα στη σοφία του Θεού και σε τούτη την ανθρώπινη, η οποία δεν μπορεί να κατανοήσει την πάνσοφη οικονομία του Πανάγαθου, ο οποίος δε δίνει θλίψεις στους ανόμους εδώ, για να τους κολάσει αιώνια, και παιδεύει περισσότερο αυτούς που αγαπά, για να τιμηθούν πιο πολύ στην ουράνια Βασιλεία και να λάβουν ανώτερο στέφανο. Τα βόδια που σχεδιάζουν να τα σφάξουν στο σφαγείο τα αφήνουν και βόσκουν όπου θέλουν, για να παχύνουν, τα εργατικά, όμως, που τα φυλάνε για δουλειά, τα κρατάνε κοντά τους και τα βασανίζουν.
Έτσι και ο Θεός, αφήνει στη ζωή τούτη και παχαίνουν οι μοχθηροί με τις ηδονές της σάρκας και τις απολαύσεις, γιατί είναι προορισμένοι για την αιώνια κόλαση· όμως, τους δίκαιους τους πειράζει και τους βασανίζει, για να τους έχει παντοτινά στο ουράνιο παλάτι του. Τα κάρπιμα δέντρα, που δίνουν όφελος και κέρδος, τα ραβδίζουν οι άνθρωποι κάθε χρόνο και τα μαστιγώνουν και τα κλαδεύουν, για να βγάλουν καρπό· τα άκαρπα όμως, που δε δίνουν καμία ωφέλεια, αν και δε τα ραβδίζουν, όπως τα εύκαρπα, αλλ ' όμως, όταν μεγαλώσουν, τα κόβουν και τα ξεριζώνουν εντελώς, και τα καίνε επειδή είναι άχρηστα. Έτσι και οι ενάρετοι, που δίνουν όφελος με τα έργα τους, έχουν στον κόσμο θλίψεις και μάστιγες· αντίθετα, τους αμαρτωλούς δεν τους τιμωρεί εδώ ο δίκαιος Κριτής, αλλά τους φυλάει για να τους κάψει αργότερα στο πυρ της κολάσεως. Λέει το βιβλίο των «Βασιλειών» ότι τις πέτρες με τις όποιες έχτιζαν το Ναό του Σολομώντος τις πελεκούσαν και τις λέπταιναν έξω από τον Ναό και αφού τις έφτιαχναν και τις έκαναν ίσιες με πολλή επιμέλεια, τις τοποθετούσαν στη θέση τους χωρίς πρόβλημα και χωρίς να χτυπάνε και να έχουν φύρα ούτε χρειάζονταν άλλο εργαλείο. Έτσι ακριβώς, και όσοι πρόκειται να τοποθετηθούν ως πολύτιμοι λίθοι στη θεία οικοδομή της επουράνιας Ιερουσαλήμ είναι ανάγκη να πελεκηθούν εδώ έξω σε τούτο τον κόσμο με σφυριές τιμωριών και θλίψεων γιατί σε κείνο τον θειο οίκο δεν υπάρχει καμία θλίψη ή σύγχυση ή πείνα ή δίψα ή τιμωρία ή βάσανο, όπως λέει ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη. Αυτή, λοιπόν, είναι η αιτία για την οποία αφήνει τους φίλους του και πάσχουν εδώ διάφορες θλίψεις, με τις οποίες πρέπει να έχουμε μεγάλη χαρά όταν έρχονται, να τις υποδεχόμαστε ως δώρο και χάρισμα και ως γιατρειά που μας στέλνει με πολλή αγάπη ο Πατέρας μας ο ουράνιος.
Εάν ο Κύριος, όταν ήθελε ο Πέτρος να εμποδίσει το Πάθος του με τη μάχαιρα, τον καταδίκασε λέγοντας: «Βάλε τη μάχαιρα στη θήκη. Το ποτήριο που μου έδωσε ο Πατήρ δεν θέλεις να το πιω;» , ονομάζοντας ποτήριο σταλμένο από τον Πατέρα τους εμπαιγμούς, τις τιμωρίες και το θάνατο που έμελλε να πάθει για τη σωτηρία μας, γιατί να μην πούμε και εμείς το ίδιο και να μην πιστεύουμε ότι όλες οι θλίψεις και οι συμφορές που μας έρχονται είναι θεραπευτικό ποτήριο και γιατρειές που μας στέλνει ο επουράνιος ιατρός με πατρική αγάπη για τη σωτηρία μας; Να, λοιπόν, χριστιανέ, μια παρηγοριά που μπορείς να έχεις πιστεύοντας ότι όλες οι θλίψεις, είτε έλθουν από επήρεια δαιμόνων είτε από ανθρώπους είτε από κάποια άλλη περίσταση, είναι μια ωφέλιμη θεραπεία που σου στέλνει ο ουράνιος Πατέρας για να καθαριστεί η ψυχή σου· και αν αισθάνεσαι πικρότητα στη γεύση, όταν το πίνεις, μην απελπιστείς, γιατί η πικρότητα αυτή θα σου φέρει την ποθούμενη υγεία, όπως τα φάρμακα και τα γιατρικά του σώματος, που φτιάχνουν οι γιατροί, είναι άνοστα και πικρότατα. Πολλές φορές μάλιστα βγάζουν και αίμα, και καίνε και κόβουν τα άχρηστα και μολυσμένα μέλη και τα αφαιρούν, και όλα αυτά προκαλούν πολύ πόνο και οδύνη στον πάσχοντα, αλλά τα υπομένει με καρτερία γνωρίζοντας ότι έτσι θα αποκτήσει την υγεία που ποθεί- έτσι και όλες οι θλίψεις και οι συμφορές που μας έρχονται σε τούτη τη ζωή είναι γιατρειές πνευματικές που στέλνονται από τον ουράνιο γιατρό για την ωφέλεια της ψυχής μας.
Αυτό προτύπωνε η χολή εκείνη που έβαλε στα μάτια του ο Τωβίτ και με την οποία απέκτησε το φως του. Με την πικρία των θλίψεων λυτρώνεται ο αμαρτωλός από την ψυχική τυφλότητα, σύμφωνα με τον μέγα Γρηγόριο, που λέει ότι τα μάτια που είναι τυφλωμένα από την αμαρτία φωτίζονται με την τιμωρία. Όταν έριξαν τον Ιωσήφ οι αδελφοί του στο ξεροπήγαδο, δεν συναισθάνθηκαν το βάρος της αμαρτίας τους μέχρι που έστειλε ο Θεός τη μεγάλη θλίψη, και τότε ομολόγησαν: «Δικαίως τα παθαίνουμε όλα αυτά για την αμαρτία που κάναμε εναντίον του αδελφού μας». Βλέπεις πόση ωφέλεια δίνει η θλίψη, που φωτίζει τους τυφλούς και δίνει σύνεση στους ανόητους; Δεν ήθελε ο Πέτρος να του νίψει τα πόδια ο Κύριος, γιατί δεν καταλάβαινε τότε την πάνσοφη γνώμη του δασκάλου του, όπως του είπε: « Εκείνο που κάνω εγώ εσύ δεν το καταλαβαίνεις τώρα, αλλά ύστερα θα το καταλάβεις». Όταν όμως του είπε ότι εάν δεν του πλύνει τα πόδια δεν θα είναι μαζί του, σταμάτησε με πολύ φόβο και του τα έπλυνε. Έτσι και συ, δε γνωρίζεις τώρα την αιτία γιατί σε πλένει ο Κύριος με τα ύδατα των θλίψεων, αλλά όταν θα δεις τη λαμπρότητα που θα πάρει η ψυχή σου από τούτον το νιπτήρα των θλίψεων, θα ευχαριστείς το Δεσπότη, γιατί εάν δεν σε ένιπτε, δε θα ήσουνα μαζί του στη Βασιλεία του. Όσο είχε ο άσωτος γιος τον πατρικό πλούτο ξόδευε, έτρωγε, έπινε, έκανε τα θελήματα του και δε μετανοούσε ποτέ, αλλά όταν τον έκαψε ο πάνσοφοςγιατρός με το πυρ της φτώχειας, της πείνας και της υπόλοιπης ταλαιπωρίας, άφησε τις ηδονές της σάρκας και επέστρεψε σωφρονισμένος στο πατρικό σπίτι. Ό,τι κάνει ο κόπανος στο σιτάρι, το ρινί και η λίμα στο σίδερο, και η κάμινος στο χρυσό, το ίδιο κάνει και η θλίψη στον άνθρωπο, δηλαδή τον καθαρίζει από κάθε ασχήμια και τον λαμπρύνει.
Αν, λοιπόν, μας ωφελούν οι θλίψεις και μας προξενούν τόσο κέρδος, γιατί να τις μισούμε οι άφρονες και να μην ευχαριστούμε τον επουράνιο γιατρό που τις δίνει για υγεία μας, όπως ευχαριστούμε και το σωματικό γιατρό και τον πληρώνουμε με χαρά; Όσοι έχουν το παραμικρό φως και φόβο Θεού πιστεύουν ότι όλα εκείνα που τους συμβαίνουν έρχονται από το θεό, γιατί οι άνομοι δε θα είχαν καμία εξουσία πάνω στους δίκαιους εάν δεν τους την είχε παραχωρήσει ο Θεός, όπως είπε ο Κύριος στον Πιλάτο: « Οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν ἐν ἐμοί, εἰ μή ἦν σοί δεδομένον ἄνωθεν ». Και αυτό δεν είναι μόνο για τους ορατούς εχθρούς βέβαιο, αλλά και για τους αόρατους· γιατί, αν και προσπαθεί ο δαίμονας πάντα να πειράζει τους δίκαιους και να τους θλίβει, όμως όλη του η βία και η δύναμη είναι μάταιη αν δεν του δώσει την εξουσία ο Κύριος. Αυτό, λοιπόν, γνωρίζοντας οι πιστοί πιέζουν τον εαυτό τους να νικήσουν τον πειρασμό με τη δύναμη του Θεού και δεν παραπονιούνται για το μέσο που τους θλίβει ούτε κοιτάζουν το όργανο που προκαλεί τη ζημιά. Δεν το λένε τύχη ή ριζικό αλλά τα δέχονται όλα ευχαρίστως οικονομούμενα από το χέρι του Κυρίου προς το συμφέρον. Δε θυμώνουν με αυτούς που τους θλίβουν ή με τα αλλά κτίσματα, αλλά τους αγαπούν πάρα πολύ ως αιτία της σωτηρίας τους. Όπως και ο Ιώβ ο μακάριος, όταν έπαθε τόσες συμφορές, δεν είπε ότι αυτά τα αγαθά μου τα έδωσαν οι γονείς μου, αυτά τα παιδιά τα γέννησε η σύζυγος μου, και οι κακοί άνθρωποι, η φωτιά, οι δυνατοί άνεμοι και οι δαίμονες μου τα στέρησαν, αλλά είπε: « Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος τα πήρε. Όπως αποφάσισε ο Κύριος, έτσι έγινε. Ευλογημένο να είναι το όνομά του». Ομοίως και όταν ήταν ασθενημένος και πληγωμένος σε όλο του το σώμα, έλεγε: «Τα καλά τα δεχτήκαμε από το χέρι του Κυρίου και τα κακά να μην τα υπομείνουμε;».
Έτσι και ο Ιωσήφ ο Πάγκαλος, ξέροντας ότι ήταν θεϊκή απόφαση να πάθει εκείνο που του έκαναν οι αδελφοί του, δε σκανδαλίστηκε καθόλου ούτε προσπάθησε να αμυνθεί σ' αυτούς. Οι φιλόσαρκοι και ατελείς άνθρωποι, που εξαιτίας της μικροψυχίας τους, δεν έχουν ποτέ ειρήνη, δε γνωρίζουν την ωφέλεια της θλίψεως ούτε νιώθουν την αιτία αλλά μόνο θυμώνουν εναντίον εκείνων που τους θλίβουν και αμύνονται. Όπως ο σκύλος, όταν του ρίξει κάποιος πέτρα, τον αρπάζει και τον δαγκώνει από το θυμό του, έτσι και αυτοί οι ανόητοι δε βλέπουν το Θεό, που τους τιμωρεί, αλλά πολεμούν τα όργανά του, και εξαιτίας της ανυπομονησίας τους, δε βγάζουν από τη θλίψη κάποια ωφέλεια. Ο γνωστικός μαθητής, όταν τον δέρνει ο δάσκαλος η ο πατέρας του, δεν κοιτάζει το ραβδί, δεν αμύνεται εναντίον του (επειδή αυτό δεν κινείται από μόνο του), αλλά μόνο παρακαλεί αυτόν που τον χτυπάει να τον λυπηθεί και να τον τιμωρήσει ελαφρύτερα. Έτσι και ο ευγνώμων χριστιανός δεν κοιτάζει ποτέ εκείνον που τον θλίβει, εάν είναι μεγαλύτερος η μικρότερος, εάν δικαίως ή αδίκως τον έβλαψε, αλλά ζητάει βοήθεια από το Θεό λέγοντας από μέσα του τα εξής: «Σου αξίζει αυτό, αμαρτωλέ, και άλλο χειρότερο. Είναι ευλογημένοι αυτοί που σε διώκουν». Και έτσι μεμφόμενος τον εαυτό του και παρακαλώντας υπέρ του πλησίον νικάει το διάβολο και την υπερηφάνεια της σάρκας. Και αν δει ότι ο Σταυρός και η θλίψη αυξάνει περισσότερο, την υποδέχεται με ευλάβεια γνωρίζοντας ότι αυτή είναι ο Κύριος. Τον ευχαριστεί για την αγία του βοήθεια και έτσι την ελαφραίνει πολύ και μένει νικητής και τροπαιούχος και απολαμβάνει μισθό αναρίθμητο. Ω θαυμαστής και αήττητης δύναμης του Σταυρού, και μακάριος όποιος τον γνωρίζει και τον υποδέχεται ευχαρίστως, επειδή είναι σταλμένος από προσώπου Κυρίου για τη σωτηρία του.

Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

Άφησε τον εαυτό σου στα χέρια του Θεού

11013358_443507215800368_2706459731988436855_n

Να εμπιστευτείς τον εαυτό σου στον Θεό, σημαίνει να μην κυριεύεσαι πλέον από καμιά αγωνία η φόβο, να μην βασανιστείς ξανά από κανέναν λογισμό, από καμιά σκέψη πώς δεν έχεις κανέναν για να σε φροντίσει.
Όταν ο νους εκπέσει από αυτήν την εμπιστοσύνη, ο άνθρωπος αρχίζει να πέφτει μέσω των λογισμών σε χιλιάδες πειρασμούς.
Όπως λέγει ο μακάριος ερμηνευτής (ενν. ο Θεόδωρος Μοψουεστίας) στο βιβλίο του για τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, «όλη η μέριμνα του Σατανά είναι να πείσει τον άνθρωπο πώς ο Θεός δεν ενδιαφέρεται γι» αυτόν».
Γιατί ξέρει πώς όσο έχουμε την ακριβή γνώση της Πρόνοιάς Του στερεωμένη μέσα μας, οι ψυχές μας θα κατοικούν στην απόλυτη ειρήνη. Κι επιπλέον θ’ αποκτήσουμε την Αγάπη του Θεού και θα μεριμνάτε για καθετί πού Τον ευχαριστεί. Αυτόν τον λογισμό προσπαθεί να μας τον αποσπάσει ο σατανάς.
Η παντελής ανάθεση τον ανθρώπου στη θεία πρόνοια και η ανταπόκριση της θείας Χάρης.
Άμα ο άνθρωπος απορρίψει για τον εαυτό του κάθε αισθητή βοήθεια και κάθε ανθρώπινη ελπίδα, όπως συμβαίνει με τους ησυχαστές, και αφιερωθεί στο Θεό με εμπιστοσύνη και καθαρή καρδιά, αμέσως ακολουθεί ή θεία χάρη και του αποκαλύπτει τη δύναμη της βοηθώντας τον με πολλούς τρόπους.
Πρώτα, πρώτα στα φανερά σωματικά προβλήματα, όπου του δείχνει εμφανώς τη δύναμη της πρόνοιας του Θεού γι’ αυτόν προσωπικά. Και καθώς βλέπει τη φανερή βοήθεια του Θεού, βεβαιώνεται και για τη μυστική βοήθεια του Θεού, όπως ταιριάζει στο ταπεινό και άκακο φρόνημα του και στη σεμνή διαγωγή του. Καταλαβαίνει δηλ. πώς τακτοποιούνται οι σωματικές του ανάγκες χωρίς κόπο, αφού δε φροντίζει καθόλου γι’ αυτές.
Και ή θεία χάρη τον απαλλάσσει από πολλά δυσάρεστα και επικίνδυνα πολλές φορές, πράγματα, χωρίς αυτός να τα καταλαβαίνει. Όλα αυτά τα αποδιώχνει άπ’ αυτόν, ανεπαίσθητα, ή θεία χάρη, με θαυμαστό τρόπο, και τον σκεπάζει σαν την κλώσα, πού ανοίγει τα φτερά της και σκεπάζει τα κλωσσόπουλα, για να μην πάθουν κανένα κακό. Έτσι, του δείχνει (ή Θεία Χάρη), στα μυστικά μάτια της ψυχής του, πώς πλησίαζε ή απώλεια του, και φυλάχτηκε αβλαβής. Έτσι, τον γυμνάζει στα πνευματικά και του φανερώνει τις ενέδρες και τις μηχανές των κακών και ακατάληπτων λογισμών.
Και τότε, εύκολα τους καταλαβαίνει, και παρακολουθεί πώς ό ένας διαδέχεται τον άλλο, και πώς παραπλανούν και εξαπατούν τον άνθρωπο, και σε ποιο λογισμό κολλάει ό νους, και πώς γεννιούνται ό ένας από τον άλλο, και εξολοθρεύουν την ψυχή. Και κάνει (ή Θεία Χάρη) καταγέλαστη στα πνευματικά του μάτια κάθε ενέδρα και παγίδα των δαιμόνων, και αποκαλύπτει πώς εξαφανίζονται οι κακοί λογισμοί τους, και του δίνει σοφία και σύνεση, ώστε να καταλαβαίνει Τι μέλλει να συμβεί.
Ακόμη, ανατέλλει μέσα στην απλή καρδιά του ένα μυστικό φως, για να βλέπει τα πάντα, και τη δύναμη των λεπτών συλλογισμών, και του δείχνει φανερά Τι έμελλε να πάθει, αν δεν γνώριζε τις δαιμονικές πανουργίες. Και τότε γεννιέται μέσα του ή βεβαιότητα ότι για κάθε πράγμα, μικρό και μεγάλο, πρέπει να ζητούμε στην προσευχή μας τη βοήθεια του Δημιουργού μας.
Άγιος Ισαάκ ο Σύρος
Επιμέλεια:ΝΟΤΑ ΧΑΡΑΣ

Κάνε την καρδιά σου κήπο αρετών και όχι έρημο παθών! – Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως


ag nekΤίποτε δεν είναι μεγαλύτερο από την καθαρή καρδιά, γιατί μια τέτοια καρδιά γίνεται θρόνος του Θεού. Και τι είναι ενδοξότερο από τον θρόνο του Θεού; Ασφαλώς τίποτα. Λέει ο Θεός γι’ αυτούς που έχουν καθαρή καρδιά: «θα κατοικήσω ανάμεσά τους και θα πορεύομαι μαζί τους. Θα είμαι Θεός τους, κι αυτοί θα είναι λαός μου»(Β’ Κορ. 6, 16)…
Ποιοί λοιπόν είναι ευτυχέστεροι απ’ αυτούς τους ανθρώπους; Και από ποιό αγαθό μπορεί να μείνουν στερημένοι;
Δεν βρίσκονται όλα τ’ αγαθά και τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος στις μακάριες ψυχές τους; Τι περισσότερο χρειάζονται; Τίποτα, στ’ αλήθεια, τίποτα! Γιατί έχουν στην καρδιά τους το μεγαλύτερο αγαθό: τον ίδιο τον Θεό!
Πόσο πλανιούνται οι άνθρωποι που αναζητούν την ευτυχία μακριά από τον εαυτό τους, στις ξένες χώρες και στα ταξίδια, στον πλούτο και στη δόξα, στις μεγάλες περιουσίες και στις απολαύσεις, στις ηδονές και σ’ όλες τις χλιδές και ματαιότητες, που κατάληξή τους έχουν την πίκρα! Η ανέγερση του πύργου της ευτυχίας έξω από την καρδιά μας, μοιάζει με οικοδόμηση κτιρίου σε έδαφος που σαλεύεται από συνεχείς σεισμούς. Σύντομα ένα τέτοιο οικοδόμημα θα σωριαστεί στη γη…
Αδελφοί μου! Η ευτυχία βρίσκεται μέσα στον ίδιο σας τον εαυτό και μακάριος είναι ο άνθρωπος που το κατάλαβε αυτό. Εξετάστε την καρδιά σας και δείτε την πνευματική της κατάσταση.
Μήπως έχασε την παρρησία της προς τον Θεό; Μήπως η συνείδηση διαμαρτύρεται για παράβαση των εντολών Του; Μήπως σας κατηγορεί για αδικίες, για ψέμματα, για παραμέληση των καθηκόντων προς τον Θεό και τον πλησίον; Ερευνήστε μήπως κακίες και πάθη γέμισαν την καρδιά σας, μήπως γλίστρησε αυτή σε δρόμους στραβούς και δύσβατους;…
Δυστυχώς, εκείνος που παραμέλησε την καρδιά του, στερήθηκε όλα τα αγαθά κι έπεσε σε πλήθος κακών. Έδιωξε την χαρά και γέμισε με πίκρα, θλίψη και στενοχώρια. Έδιωξε την ειρήνη και απόκτησε άγχος, ταραχή και τρόμο. Έδιωξε την αγάπη και δέχθηκε το μίσος. Έδιωξε, τέλος, όλα τα χαρίσματα και τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος που δέχθηκε με το Βάπτισμα και οικειώθηκε όλες τις κακίες εκείνες, που κάνουν τον άνθρωπο ελεεινό και τρισάθλιο.
Αδελφοί μου! Ο Πολυέλεος Θεός θέλει την ευτυχία όλων μας και σ’ αυτή και στην άλλη ζωή. Γι’ αυτό ίδρυσε την Αγία Του Εκκλησία. Για να μας καθαρίζει αυτή από την αμαρτία, να μας αγιάζει, να μας συμφιλιώνει μαζί Του, να μας χαρίζει τις ευλογίες του ουρανού.
Η Εκκλησία έχει ανοιχτή την αγκαλιά της, για να μας υποδεχθεί. Ας τρέξουμε γρήγορα όσοι έχουμε βαριά τη συνείδηση. Ας τρέξουμε και η Εκκλησία είναι έτοιμη να σηκώσει το βαρύ φορτίο μας, να μας χαρίσει την παρρησία προς τον Θεό, να γεμίσει την καρδιά μας με ευτυχία και μακαριότητα…
Κάνε την καρδιά σου κήπο αρετών και όχι έρημο παθών!
Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως

Επιμέλεια :ΝΟΤΑ ΧΑΡΑΣ

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου - Περί ημερομηνιών και χρόνων και περί σχισμάτων



(αποσπάσματα από τον Γ’ Λόγο Κατά Ιουδαίων)
. Και όπως τώρα προτιμάται να τα υπομένετε όλα, παρά να αλλάξετε τη συνήθεια, έτσι έπρεπε αυτή να την περιφρονείτε και να προτιμάτε να υποφέρετε τα πάντα και να κάμνετε το κάθε τι, ώστε να προσέρχεσθε χωρίς αμαρτήματα στη θεία ευχαριστία. Το ότι ο Θεός αδιαφορεί για τη διαφύλαξη ορισμένων ημερών, άκουσέ τον τι λέγει όταν κρίνει˙ πεινῶντα με εἴδετε καί ἐθρέψατε, διψῶντα καί ἐποτίσατε, γυμνόν καί περιεβάλετε˙ ενώ τους ευρισκομένους στα αριστερά του τούς κατηγορεί με τα αντίθετα από αυτά. Και πάλι προσάγοντας άλλον για την μνησικακία, τον κολάζει λέγοντας˙ πονηρέ δοῦλε, πᾶσαν τήν ὀφειλήν ἐκείνην ἀφῆκά σοι˙ ἔδει καί σε ἐλεῆσαι τόν συνδοῦλον σου, ὡς καί ἐγώ σε ἠλέησα. Πάλι τις παρθένες, επειδή δεν είχαν λάδι στις λαμπάδες τους, τις απέκλεισε από τον νυμφώνα. Άλλον πάλι τον απέκλεισε επειδή εισήλθε μη έχοντας ένδυμα γάμου, αλλά με ρυπαρά ενδύματα, δηλαδή την πορνεία και την ακαθαρσία. Αλλά κανείς δεν αποκλείσθηκε επειδή τέλεσε το Πάσχα αυτόν ή τον άλλο μήνα….
Και γιατί να ομιλώ για μας, που έχουμε απαλλαγή από κάθε νομική υποχρέωση και βρίσκεται το πολίτευμά μας επάνω στους ουρανούς, όπου δεν υπάρχουν μήνες και ήλιος και σελήνη και κύκλοι ετών;…
 Ας μη φιλονικούμε λοιπόν, ούτε και να λέμε εκείνο, ότι δηλαδή τόσα χρόνια νήστευα έτσι και τώρα θα αλλάξω; Άλλαξε ακριβώς γι’ αυτό και μόνο˙ επειδή για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα αποκόπηκες από την Εκκλησία, γύρισε τώρα πίσω στην μητέρα. Κανείς δεν λέγει, επειδή για τόσο χρόνο παρέμενα στην έχθρα, ντρέπομαι τώρα να συμφιλιωθώ. Γιατί ντροπή είναι όχι η προς το καλύτερο μεταβολή αλλά η παραμονή στην άκαιρη φιλονεικία. …
Ας μην επιστρέφουμε λοιπόν προς τα πρώτα, την στιγμή που ήρθαν τα τελειότερα, κι ούτε να φυλάσσουμε ακόμη ημέρες και εποχές και έτη, αλλά παντού ας ακολουθούμε με κάθε ακρίβεια την Εκκλησία, προτιμώντας πάνω απ  όλα την αγάπη και την ειρήνη. Γιατί, κι αν ακόμη η Εκκλησία διέπραττε σφάλμα, δεν θα ήταν το κατόρθωμα από την ακριβή τήρηση των χρόνων τόσο μεγάλο, όσο είναι το έγκλημα που προέρχεται από τη διαίρεση και το σχίσμα.
Τώρα δεν έχει για μένα καμιά σημασία η τήρηση του καιρού, αφού, όπως αποδείξαμε, δεν έχει ούτε για τον Θεό σημασία. Άλλωστε για το θέμα αυτό αφιέρωσα πολλούς λόγους. Αλλά ένα μόνο πράγμα ζητώ˙ το να κάνουμε τα πάντα με ειρήνη και ομόνοια και όταν εμείς και όλος ο λαός νηστεύουμε και οι ιερείς αναπέμπουν τις κοινές υπέρ της οικουμένης ευχές, συ να μην παραμένεις στο σπίτι μεθυσμένος.
Ούτε η Εκκλησία ανεγνώριζε την υποχρεωτική και ακριβή τήρηση των καιρών. Αλλ’ επειδή από την αρχή φάνηκε καλό στους Πατέρες που ήταν διασκορπισμένοι παντού, να συνέλθουν και να ορίσουν την ημέρα αυτή, η Εκκλησία τιμώντας πάντοτε την συμφωνία και αγαπώντας την ομόνοια, αποδέχθηκε την απόφαση. Για το ότι και σε μας και σε σας και σε οποιονδήποτε άλλον είναι αδύνατο να καθορίσει επακριβώς την ημέρα, κατά την οποία ο Κύριος τέλεσε το μυστήριο, αποδείχθηκε ικανοποιητικά με τα όσα έχουν λεχθή.
Ας μη σκιαμαχούμε, λοιπόν, κι ας μη βλάπτουμε τους εαυτούς μας στα μεγάλα πράγματα, φιλονικώντας για τα ανάξια λόγου. Γιατί δεν αποτελεί έγκλημα το να νηστεύουμε αυτή ή την άλλη περίοδο, αλλά έγκλημα, και μάλιστα ασυγχώρητο και άξιο καταδίκης και πρόξενο μεγάλης τιμωρίας, είναι η διαίρεση της Εκκλησίας, ο διαπληκτισμός, η σπορά της διχόνιας και η συνεχής αποστέρηση του εαυτού μας από τις συνάξεις των πιστών.
… Γι’ αυτό τερματίζοντας εδώ την ομιλία, ας ευχηθούμε από κοινού όλοι, να επιστρέψουν οι αδελφοί μας κοντά μας, και αφού ασπασθούν την ειρήνη, αποφύγουν την άκαιρη φιλονικία, καταγελάσουν την ψυχρότητα των αισθημάτων τους, σκεφθούν πιο σοβαρά και απαλλαγούν από την τήρηση των ημερών, όλοι μαζί τότε μ’ ένα στόμα να δοξάζουμε τον Θεό και Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν. 

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΑΓΙΩΝ



Διδάγματα Μεγ. Βασιλείου
* Άνθρωπος που δεν δέχεται συμβουλή είναι εχθρός του εαυτού του.

* Ο ασυμβούλευτος άνθρωπος, είναι ακυβέρνητο πλοίο.


* Είναι ντροπή, τις βλαβερές τροφές να τις αποφεύγουμε και τα βιβλία, που τρέφουν την ψυχή μας, να μην τα διαλέγουμε.

 
* Όχι μόνο η φωνή ή το βλέμμα δείχνει το είδος της ψυχής, όπως στον καθρέφτη, αλλά κι ο στολισμός του ανθρώπου και το γέλιο, και το βήμα του ποδιού αναγγέλλει γι' αυτόν.
 
* Ο χρυσός είναι η αγχόνη των ψυχών, το αγκίστρι του θανάτου, το δόλωμα της αμαρτίας.
* * *
* Ενώ η φιλία του κόσμου μαραίνεται, όπως τα ανοιξιάτικα λουλούδια, η χριστιανική φιλία είναι τόσο αγνή όσο και μόνιμη.
 
* Μη θαυμάσεις κάτι, που δεν παραμένει και μη παραβλέψεις αυτό που μένει.
(Αγ. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός)
***
* Καλύτερα είναι ο άνθρωπος να μη ξέρει πολλά γράμματα, και με την αγάπη να βρίσκεται κοντά στο Θεό, παρά να θαρρεί τον εαυτό του σοφό και να αποδεικνύεται υβριστής του Κυρίου.
(Αγ. Ειρηναίος ο Λουγδούνου)
***
* Η αρετή είναι η φυσική υγεία της ψυχής. Τα πάθη είναι ασθένειες που αφαιρούν την υγεία της ψυχής.
 
* Να προφυλάγεσαι από τα μικρά σφάλματα για να μην πέσεις σε μεγαλύτερα.
* Όταν νιώσεις μέσα σου τη χαρά του Αγίου Πνεύματος, οι στενοχώριες και οι θλίψεις αυτής της ζωής, γίνονται γλυκύτερες από το μέλι.
Εάν φυλάξεις τη γλώσσα σου, εισέρχεσαι στη χαρά του Αγίου Πνεύματος. Εάν δεν έχεις καθαρή καρδιά, έχε τουλάχιστον καθαρό στόμα!
(Οσίου Εφραίμ του Σύρου)
***
* Η μεγάλη καλοπέραση γεννά πάθη και αρρώστιες, ενώ η κοπιαστική εργασία προσωρινά φέρνει κούραση, ύστερα όμως από την κούραση φέρνει υγεία και δύναμη.
* Εάν αγαπήσεις την ησυχία, θα διασχίσεις το ταξίδι σου στο πέλαγος της ζωής με γαλήνη.
Εάν δεν βάλει προηγουμένως ο άνθρωπος τις αμαρτίες του μπροστά στα μάτια του, δεν είναι δυνατόν να ησυχάσει σε κανέναν τόπο.
(Αββά Ποιμένος)
***
* Άνθρωπος που διδάσκει, αλλά δεν εκτελεί όσα διδάσκει, είναι όμοιος με βρύση. Διότι ποτίζει και πλύνει όλους, αλλά δεν μπορεί να καθαρίσει τον εαυτό της.
* Τη στιγμή που ο άνθρωπος πέφτει σε σφάλμα και πει «ήμαρτον», αμέσως παύει να έχει ενοχή.
* Η πονηρία δεν αναιρεί καθόλου την πονηρία, αλλά εάν σε κακοποιήσει κανείς ευεργέτησέ τον, ώστε με την αγαθοποιΐα να αναιρέσεις την πονηρία. 
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
Θεσσαλονίκη

Απόκρισις περί αναξίων αρχόντων



TOY EN ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ
Απόκρισις περί αναξίων αρχόντων.[1]
Ερώτησις: Ο Απόστολος Παύλος λέει ότι οι εξουσίες του κόσμου έχουν ταχθή από τον Θεό[2]. Πρέπει λοιπόν να δεχθούμε ότι κάθε άρχοντας ή βασιλεύς ή επίσκοπος προχειρίζεται στο αξίωμα αυτό από τον Θεό;
Απόκρισις: Ο Θεός λέει στον Νόμο: «Θα σας δώσω άρχοντας σύμφωνα με τις καρδιές σας»[3].
Είναι λοιπόν φανερό ότι οι μεν άρχοντες και οι βασιλείς πού είναι άξιοι αυτής της τιμής προχειρίζονται στο αξίωμα αυτό από τον Θεό. Οι άλλοι πάλι πού είναι ανάξιοι προχειρίζονται κατά παραχώρησιν ή και βούλησιν του Θεού σε ανάξιο λαό εξ αιτίας αυτής ακριβώς της αναξιότητός των. Και άκουσε σχετικά μερικές διηγήσεις.
Όταν είχε γίνει βασιλεύς ό Φωκάς ο τύραννος[4] και άρχισε εκείνες τις αιματοχυσίες με τον Βονόσο[5] τον δήμιο, υπήρχε κάποιος μοναχός στην Κωνσταντινούπολη άγιος άνθρωπος, που έχοντας πολλή παρρησία προς τον Θεό, σαν να δικαζόταν με τον Θεό και έλεγε με απλότητα: «Κύριε, γιατί έκανες τέτοιον βασιλέα;» Καί τότε, αφού το έλεγε αυτό για αρκετές ημέρες, του ήλθε φωνή εκ Θεού πού έλεγε: «Διότι δεν βρήκα άλλον χειρότερο».
Υπήρχε και κάποια άλλη πόλις στην περιοχή της Θηβαΐδος πού ήταν γεμάτη παρανομία, της οποίας οι πολίτες διέπρατταν πολλά μιαρά και άτοπα πράγματα. Σ' αυτήν λοιπόν κάποιος άνθρωπος του ιπποδρόμου διεφθαρμένος στο έπακρον απόκτησε ξαφνικά κάποια ψευδοκατάνυξι και πήγε και κουρεύτηκε μοναχός και ντύθηκε το μοναχικό σχήμα. Αλλ' όμως καθόλου δεν σταμάτησε τις πονηρές πράξεις του. Συνέβη λοιπόν να πεθάνη ο επίσκοπος της πόλεως αυτής.
Τότε παρουσιάσθηκε σε κάποιον άγιο άνθρωπο άγγελος Κυρίου και του λέει: «Πήγαινε και προετοίμασε την πόλι, για να χειροτονήσουν επίσκοπο τον πρώην άνθρωπο του ιπποδρόμου».
Πήγε λοιπόν αυτός και έκανε ο,τι του παρηγγέλθη. Αφού λοιπόν χειροτονήθηκε ο προαναφερθείς πρώην ή μάλλον ετι φαυλόβιος, άρχισε με τον νου του να φαντάζεται ότι κάτι είναι και να υψηλοφρονή. Τότε του παρουσιάσθηκε άγγελος Κυρίου και του λέει: «Γιατί υψηλοφρονείς, άθλιε; Σου λέω αλήθεια ότι δεν έγινες επίσκοπος, επειδή ήσουν άξιος για ιεροσύνη, άλλα γιατί αυτής της πόλεως τέτοιος επίσκοπος της άξιζε».
Γι' αυτό λοιπόν, αν ποτέ δεις κάποιον ανάξιο και πονηρό βασιλέα ή άρχοντα ή επίσκοπο, μην απορήσης, μήτε να κατηγορήσης τήν πρόνοια του Θεού. Αλλά μάλλον μάθε απ' αυτό και πίστευε ότι παραδιδόμεθα σε τέτοιους τυράννους εξ αιτίας των ανομιών μας, κι όμως πάλι δεν αφήνουμε τα κακά μας έργα.
1. Ερωτήσεις και αποκρίσεις περί διαφόρων κεφαλαίων εκ διαφόρων προσώπων, Ερώτησις ις', PG 89,476Β-477Α.
2. Ρωμ. ιγ' 1.
3. πρβλ. Ιερεμ. γ' 15
4. Φλάβιος Φυτκάς: αυτοκράτωρ του Βυζαντίου (602-610), περιβόητος για την σκληρότητα και ακο-λασία του.
5. Βονόσος ή Βόνωσος: λογοθέτης (υπουργός) επί Φλαβίου Φωκά. 
Περιοδικό Αγιορείτικη Μαρτυρία
Τριμηνιαία Έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου
Τεύχος 7

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Πωλ Εμίλ-Ρουά Ὁ Χριστιανὸς διανοούμενος μέσα στὴν ἘκκλησίαἈπὸ τὸ «Χριστιανικὸν Συμπόσιον» 1969, ἔ




Ἡ Ἐκκλησία, κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Πασκάλ, σχηματίζει ἕνα σῶμα «στοχαζομένων μελῶν». Εἶναι ἕνα σῶμα, ἕνας ὀργανισμὸς ποὺ παράχωρεὶ στὰ μέλη ποὺ τὸ ἀποτελοῦν τὴν ἀτομικότητά τους, ἀλλὰ μὲ τὴν πρόθεση νὰ τὰ εἰσαγάγη σὲ μιὰ κοινωνία εἰδικοῦ τύπου, σ' ἕνα κοινὸ πνεῦμα ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο ἐδῶ ἀρκεῖ γιὰ νὰ πῆ κανεὶς ὅτι ὑπάρχει μιὰ κατάσταση τοῦ χριστιανοῦ διανοούμενου ποὺ δὲν εἶναι ἐκείνη τοῦ ξένου γιὰ τὴ πίστη μας διανοούμενου.Ὅπως ὁ πιὸ ἁπλὸς ἀπὸ τοὺς πιστούς, ὁ διανοούμενος ποὺ εἶναι χριστιανὸς κεντροθετεῖται πάνω στὸ Χριστὸ ἀπὸ τὸν ὁποῖο λαμβάνει τὸ φῶς καὶ τὴ δύναμη. Ἡ ζωὴ του ξετυλίγεται μέσα στὸ κόσμο τῶν γήινων μεριμνῶν, λαβαίνει μέρος στὶς μεγάλες συζητήσεις γιὰ τὸ πολιτισμό, διατρέχει ὅλους τους γήινους δρόμους, ἀλλὰ φυλάγει ἕνα ἄνοιγμα πρὸς τὸ σύμπαν τοῦ Ἀναστάντος ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀδιάκοπα ξαναποτίζεται.

Αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζει ἔκτοτε τὴ θέση τοῦ χριστιανοῦ διανοουμένου, εἶναι ὅτι στηρίζεται πάνω σὲ μιὰ κοινωνοῦσα ὕπαρξη ἀντλώντας τὴ συνεκτική της ἀρχὴ ἀπὸ τὸ Θεάνθρωπο ποὺ ἀναστήθηκε καὶ ποὺ μεταδίδει τὴ ζωή του στὸν κόσμο. Ὁ Χριστιανὸς εἶναι μπολιασμένος πάνω στὸ Χριστὸ μέσα στὸν ὁποῖο συναντᾶ τοὺς ἀδελφούς του. Ποτὲ δὲν ξαναβρίσκεται ἀπόλυτα μόνος ἀπέναντι στοὺς ἄλλους καὶ στὴν οἰκουμένη. Ἔχει τὴν πεποίθηση ὅτι δὲν ἐγκαταλείπεται στὴν προσωπική του ἀθλιότητα, καὶ ἡ ὕπαρξὴ του προσδιορίζεται πρῶτα σὰ μιὰ πείρα ἀλληλεγγύης. Μπασμένος μέσα στὴ δίνη τῆς θείας ζωῆς ποὺ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ διαχύνεται μέσα στὴν ἱστορία, θέλει, κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Père de Montshenil, «νὰ συμπράξη στ' ἀλήθεια στὴ κοινὴ προσπάθεια», νὰ εργαστῆ στὴ «συμπλήρωση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ». Δὲν εἶναι μονάχα φορέας ἰδεῶν ἢ εἰκόνων ποὺ κατασκευάστηκαν μέσα στὸ προσωπικό του ἐργαστῆρι, εἶναι, σαφῶς ἢ ὄχι, ζωντανὸς μάρτυρας μιᾶς ἀνθρωποθεϊκῆς πείρας ποὺ ξαπλώνεται σ' ὅλους τους τομεῖς τῶν γήινων δραστηριοτήτων μας.

Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος Λόγος λα' περί του Αγίου Πνεύματος



Από: Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος (επιμ.), Μιλάει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, μτφρ. Διονύσιος Κακαλέτρης, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1991.


Ο ΛΑ ' Λόγος είναι ο σπουδαιότερος από τους Θεολογικούς Λόγους του αγ. Γρηγορίου. Εκφωνήθηκε στο ναό της αγ. Αναστασiας στην Κωνσταντινούπολη, το 380, πιθανόν κατά το διάστημα μεταξύ Ιουλίου και Νοεμβρίου. Είναι η πρώτη φορά που σε ειδική πραγματεία, αφιερωμένη στο άγιο Πνεύμα, ομολογείται και καταδεικνύεται η θεότητα και το ομοούσιο του αγ. Πνεύματος. Ο Γρηγόριος διακηρύσσει την ορθή πίστη της Εκκλησίας ότι «εκ φωτός του Πατρός φως καταλαμβάνοντες τον Υιόν εν φωτί τω Πνεύματι» (§ 3). Καταρρίπτει, στη συνέχεια, τους συλλογισμούς των αιρετικών Πνευματομάχων με θεολογικά επιχειρήματα (§ 4-21) και τέλος, απαντώντας στο επιχείρημα ότι στην αγία Γραφή δεν δηλώνεται ρητά η θεότητα του Πνεύματος, παραθέτει πλήθος χωρίων, όπου υποδεικνύεται η θεότητα του Πνεύματος (§ 29-30). Αλλά και το ίδιο το Πνεύμα τώρα, σύμφωνα με το Γρηγόριο, φανερώνει στούς αξίους βαθύτερα και σαφέστερα οτι είναι Θεός, ένα από τα τρία πρόσωπα της μιας θεότητας (§ 26).

3. Εκείνοι, λοιπόν, oι οποίοι είναι δυσαρεστημένοι και με σφοδρότητα υπερασπίζονται το «γράμμα», επειδή εμείς τάχα εισάγουμε κάποιον ξένο και παρείσακτο Θεό, να ξέρουν καλά ότι φοβούνται εκεί που δεν υπάρχει φόβος. Και ας γνωρίζουν σαφώς, ότι κάλυμμα της ασέβειάς τους είναι η φιλία του «γράμματος», όπως θα φανεί εντός ολίγου, όταν, όσο είναι δυνατόν, θα ανατρέψουμε τα επιχειρήματά τους. Εμείς βέβαια έχουμε τόση πίστη στη θεότητα του Πνεύματος, το οποίο λατρεύουμε, ώστε από Αυτό θ' αρχίσουμε το λόγο για το Θεό, αναφέροντας τις ίδιες εκφράσεις για την Τριάδα, έστω κι αν φανεί σε μερικούς πολύ τολμηρό. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο Πατέρας. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο Υιός. «Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», ο άλλος Παράκλητος· «ήταν» και «ήταν» και «ήταν»· όμως ένα «ήταν» υπάρχει. «Φως» και «φως» και «φώς», αλλά ένα φως, ένας Θεός. Αυτό είναι εκείνο που ο Δαβίδ παλαιότερα κατανόησε, όταν έλεγε· «στο φως σου θα δούμε το φως». Και τώρα εμείς και έχουμε ιδεί και διακηρύσσουμε ότι κατανοούμε τον Υιό ως φως που προέρχεται από φως, τον Πατέρα, μέσα στο φως, του Πνεύματος. Έτσι έχουμε μια σύντομη και απλή θεολογία για την Τριάδα. Όποιος θέλει να περιφρονήσει όσα λέμε, ας τα περιφρονήσει. Κι όποιος θέλει ν' αμαρτάνει, ας αμαρτάνει· εμείς κηρύσσουμε αυτό που έχουμε καταλάβει καλά. Και αν από εδώ κάτω δεν ακουγόμαστε, σε υψηλό βουνό θ' ανεβούμε και θα φωνάξουμε. Θα «υψώσουμε» το Πνεύμα, δεν θα φοβηθούμε. Και αν φοβηθούμε, (αυτό θα γίνει) όχι την ώρα που κηρύσσουμε, αλλά όταν σιωπούμε (ησυχάζουμε). 

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Γιατί η πίστη στα έσχατα χρόνια δεν θα ενεργεί τα ίδια θαύματα όπως παλιά;



Ερώτηση  3:  Γιατί  η  πίστη  στα  έσχατα  χρόνια  δεν  θα  ενεργεί  τα  ίδια θαύματα όπως παλιά;

Απάντηση  3:  Γιατί  συνεχώς  θα  αυξάνει  ο  εγωισμός,  ενώ  η  αγάπη  θα ψύχεται.  Ο  Ίδιος  ο  Κύριος,  προβλέποντας  ότι  θα  εξασθενήσει  η  πίστη  των ανθρώπων,  είπε:  «Ο  Υιός  του  ανθρώπου  ελθών  άρα  ευρήσει  την  πίστιν  επί  της γης;» (Λουκ. 18,8) Ανθρωπίνως μιλώντας θα λέγαμε ότι στα Ευαγγέλια, όπως στα τελευταία  κεφάλαια  του  κατά  Ματθαίον,  διαφαίνεται  μια  απαισιοδοξία  για  το θέμα  αυτό.  Εντούτοις,  αφού  περιγράφονται  όλα  τα  γεγονότα  που  πρόκειται  να συντελεσθούν  στα  έσχατα  χρόνια,  τότε  ο  Κύριος  προσθέτει:  «Επάρατε  τας κεφαλάς υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις υμών» (Λουκ. 21,28). Επομένως οι δύο ακόλουθες  καταστάσεις  συμβαδίζουν:  απελπιζόμαστε  μεν  για  την  παρούσα κατάσταση  μας,  αλλά  ο  νους  μας  και  η  καρδιά  μας  προσβλέπουν  σε  Εκείνον,  ο Οποίος  ήλθε  και  πάλιν  έρχεται.  Κατά  συνέπεια  η  σύγκρουση  με  τον  εχθρό εντείνεται,  για  τον  ίδιο  λόγο  όμως  αυξάνεται  και  η  πρόκληση  να διαπράττουμε το αγαθό.

Πρέπει   να   εγκαταστήσουμε   μέσα   μας   ένα   πνευματικό μετασχηματιστή  που  θα  μετατρέπει  την  ενέργεια  όλων,  όσα  μας προσβάλλουν  στο  ψυχολογικό  επίπεδο,  σε  πνευματική  ενέργεια,  ικανή  να συντηρεί τη συνομιλία μας με τον Θεό και για τον λόγο αυτό να συμβάλλει στη σωτηρία μας. Αν δεν μάθουμε να μεταποιούμε τις ψυχολογικές καταστάσεις μας σε  πνευματικές,  ποτέ  δεν  θα  βρούμε  αληθινή  ανάπαυση.  Θα  πάσχουμε  μόνιμα από  δοκιμασίες  της  ζωής  αυτής.  Αυτό  συμπεραίνεται  και  από  τους  εξής  λόγους: «Κακοπαθεί  τις  εν  υμίν;  προσευχέσθω·  ευθυμεί  τις  ψαλλέτω»  (Ιακ.  5,13).  Αν κάποιος  από  σας  χαίρεται,  ας  ψάλλει.  Αν  είναι  λυπημένος,  ας  μετανοεί.  Η  κατά Θεόν λύπη οδηγεί σε μετάνοια και η κατά Θεόν χαρά γεννά δοξολογία. Στη ζωή αυτή  δοκιμάζουμε  αναπόφευκτα  όλα  τα  είδη  ψυχολογικής  ενέργειας,  αλλά φροντίζουμε  να διατηρούμε  διάλογο  με  τον  Θεό,  ο  οποίος την μετασχηματίζει σε πνευματική ενέργεια.

Θυμάμαι,  για  παράδειγμα,  τη  γιαγιά  μου  πόσο  ευλαβής  ήταν,  πώς φρόντιζε  να  πηγαίνει  πάντοτε  από  τους  πρώτους  στην  εκκλησία,  γι’  αυτό  και συχνά  ο  σύζυγος  της  της  φερόταν  άσχημα  επειδή  έδινε  προτεραιότητα  στις εκκλησιαστικές  ακολουθίες,  και  αναλογίζομαι:  «Πού  βρίσκεται  τώρα»;  Νιώθω τότε κάποια συντριβή στην καρδιά μου και, ενώ συνέχομαι από τα συναισθήματα αυτά, μεταβάλλω την κατεύθυνση της σκέψεως μου. Την ανυψώνω προς τον Θεό και  προσεύχομαι  για  τη  συγχώρηση  των  αμαρτημάτων  μου  ή  για  οποιοδήποτε άλλο  αίτημα.  Αξιοποιώ  την  ενέργεια  αυτή  για  συνομιλία  με  τον  Θεό, μεταποιώντας την σε πνευματική
ΠΙΣΤΟΙ ΣΤΗ ΔΙΑΘΗΚΗΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ 
Αρχιμανδρίτο ΖΑΧΑΡΙΑ(Ζάχαρου) σελ.36-38 

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

Ο ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ - ΟΘΩΜΑΝΩΝ -Ι. ΒΛΑΧΟΣ



Ὁ θεολογικός διάλογος μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καί τῶν Ὀθωμανῶν

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
(Ἀπό τό βιβλίο «Γέννημα καί θρέμμα Ρωμηοί»).
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ ΠαλαμᾶςΤό χρονικό τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στούς Τούρκους, ὅπως διασώζεται στίς ἐπιστολές του, δέν παρουσιάζει ὅλες τίς δυσκολίες πού συνάντησε ἐκεῖ. Νομίζω ὅτι πρέπει νά δοῦμε μερικά ἐνδιαφέροντα σημεῖα, ὅπως τά διηγεῖται ὁ ἴδιος, γιατί φανερώνουν καί τόν χαρακτήρα τῶν Τούρκων.
Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶχε σαφῆ συνείδηση ὅτι ἀνῆκε στό γένος τῶν Ρωμαίων. Κάνει λόγο γιά τήν ἐγκατάλειψη «τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς γένους» ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Δέν πρόκειται ἁπλῶς γιά τό ἑλληνικό γένος, ἀλλά γιά τό ρωμαϊκό, πού ἔχει ἑλληνικό πολιτισμό καί ὀρθόδοξη πίστη. Πολλές φορές στό κείμενο τῆς ἐπιστολῆς του κάνει λόγο γιά τούς κατοίκους τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καί τούς ἀποκαλεῖ Ρωμαίους. Γίνεται ἀντιδιαστολή μεταξύ τῶν Ρωμαίων καί τῶν βαρβάρων καί μέ αὐτήν τήν λέξη ἐννοοῦνται οἱ Τοῦρκοι.
Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι περιγράφει τήν φρικτή δοκιμασία τῶν Ρωμαίων κατοίκων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀπό τήν αἰχμαλωσία τους στούς Τούρκους. Κάπου λέγει ὅτι εἶδε νά ζοῦν μαζί Χριστιανοί καί Τοῦρκοι: «ἄγοντας, ἀγομένους ὁρῶν». Οἱ Χριστιανοί ἦταν ἀγόμενοι, ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι ἄγοντες. Μέ τήν φράση αὐτή πολλά μπορεῖ κανείς νά ὑπονοήση. Πάντως εἶναι γεγονός ὅτι οἱ Τοῦρκοι χρησιμοποιοῦσαν τούς Χριστιανούς σκληρά. Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς περιγράφεται ἡ προσέλευση τῶν Χριστιανῶν πρός αὐτόν πού τόν ρωτοῦσαν, ἐκτός τῶν ἄλλων, καί γιά τήν αἰτία τῆς ἐγκαταλείψεώς τους ἀπό τόν Θεό. Κατά τήν μεταφορά του «εἰς τάς Πηγάς», συνάντησε ἐκεῖ Ἐκκλησία, γύρω ἀπό τήν ὁποία ζοῦσαν μοναχοί καί κοσμικοί. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁμιλοῦσε στήν Ἐκκλησία καί παρηγοροῦσε, ἀφ᾿ ἑνός μέν τούς αὐτόχθονες, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ «τούς ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας ἐκεῖ συναγομένους Χριστιανούς». Αὐτό σημαίνει ὅτι στόν τόπο ἐκεῖνο ἦταν συγκεντρωμένοι πολλοί αἰχμάλωτοι Χριστιανοί, ἐστερημένοι τῶν πάντων καί ἔχοντες ἀνάγκη παρηγοριᾶς.
Τό τρίτο σημεῖο εἶναι ὅτι τήν κατάληψη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπό τούς Τούρκους θεωρεῖ ὡς οἰκονομία καί παιδεία τοῦ Θεοῦ γιά τά ἁμαρτήματα τῶν Ρωμαίων. «Ἅμα δέ καί πρός μικράν ἔκτισιν τῶν πολλῶν εἰς Θεόν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων». Μάλιστα δέ καί ἄλλα γεγονότα, ὅπως τόν σεισμό, θεωρεῖ ὅτι εἶναι εἴτε παιδευτικές ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἴτε ἐγκαταλείψεις. Δέν τό δέχεται αὐτό μοιρολατρικά, ἀλλά πραγματικά, ἀφοῦ βλέπει τήν ἱστορία μέσα ἀπό τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἀδιαφοροῦσε γιά τήν ἐλευθέρωσή τους ἤ τήν ἐλευθερία τοῦ Γένους τους, ἀλλά ἤξερε νά ἑρμηνεύη τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά ξεπεράση τούς πειρασμούς καί τά προβλήματα.
Τό τέταρτο σημεῖο πού βλέπουμε στίς ἐπιστολές του αὐτές εἶναι ὅτι περιγράφεται ὅλη ἡ ταλαιπωρία του κατά τήν φρικτή δοκιμασία τῆς αἰχμαλωσίας. Εἶχε ξεκινήσει ἀπό τήν Θεσσαλονίκη μέ ἐπισφαλῆ ὑγεία καί ἐξαναγκάστηκε νά περάση ὅλη αὐτή τήν πειρασμική δοκιμασία. Σέ πολλά σημεῖα τῶν ἐπιστολῶν του φαίνεται ἡ ταλαιπωρία πού πέρασε. Θά ἀναφέρω μερικές χαρακτηριστικές φράσεις.

Ὅλοι αὐτοί οἱ χαρακτηρισμοί δείχνουν τήν κατάσταση τῶν Τούρκων καί πῶς αἰσθανόταν ὁ καθαρότατος καί ὁ ἁγιότατος Γρηγόριος, εὑρισκόμενος μέσα στήν σαρκολατρική καί ἐμπαθῆ ἀτμόσφαιρα τῶν Ὀθωμανῶν.

Περιγράφοντας τά γεγονότα τῆς συλλήψεώς του λέγει: «Καί πολέμου συγκροτηθέντος... ἐλεεινῶς ἥλωμεν αἰχμάλωτοι γεγονότες». Ἔγινε μάχη μέσα στό πλοῖο καί συνελήφθησαν ἐλεεινῶς αἰχμάλωτοι. Ἀμέσως μετά τήν αἰχμαλωσία ἀντιμετώπισε ποικίλα προβλήματα. Ὁμιλεῖ γιά γύμνωση, γιά στέρηση τῶν ἀναγκαίων, γιά παντοδαπῆ κάκωση τοῦ σώματος πού προερχόταν ἀπό ἔξω, προφανῶς ἐδῶ ὑπονοεῖ μαστιγώσεις, καθώς ἐπίσης γιά καχεξία τῶν σπλάγχνων, γιά σύντηξη τῆς σαρκός καί παράλυση τμήματος τῶν μελῶν. Ἡ εἰκόνα τοῦ αἰχμαλώτου, ἄν προσαρμοσθῆ στήν περίπτωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου μπορεῖ νά δείξη τήν δοκιμασία του. Ἐπίσης, οἱ πολλοί ἔπαινοι τῶν Ρωμαίων ἐνεργοῦσαν ἀρνητικά, γιατί οἱ Τοῦρκοι, ἀντιλαμβανόμενοι ὅτι αἰχμαλώτισαν ἕνα σημαντικό πρόσωπο τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ζητοῦσαν περισσότερα λύτρα γιά νά τόν ἀπελευθερώσουν.
Τόν περιέφεραν στίς πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μέ μεγάλη ταλαιπωρία, ὥστε ὁ ἴδιος νά γράψη ὅτι, ὅταν ἔφθασαν «εἰς τάς Πηγάς», ἦταν ταλαιπωρημένοι πολύ ἀπό τήν ὁδοιπορία καί ἀπό ὅσα συνέβησαν κατ᾿ αὐτήν, καί μάλιστα τότε τούς ἄφησαν νά διημερεύσουν στό ὕπαιθρο. Ὁπότε, ὅταν ὁ κοινοτάρχης τῆς πόλεως τούς φιλοξένησε, τότε «ὑπό στέγην ἤγαγε καί γυμνούς ὄντας ἐνέδυσε καί πεινῶντας ἔθρεψε καί διψῶντας ἐπότισε». Ὅταν διάβασα γιά πρώτη φορά αὐτό τό κείμενο συγκινήθηκα βαθειά. Ἔβλεπα ἕναν ὁμολογητή τῆς Ὀρθοδοξίας, ἕνα μεγάλο κεφάλαιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἕναν θεούμενο πού ἔπλεε μέσα στό φῶς τοῦ Θεοῦ, νά γυμνώνεται καί νά ἐξευτελίζεται ἀπό τούς βαρβάρους Τούρκους. Καί στήν Προῦσα, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, «περιστοιχοῦντες ἦσαν ἡμᾶς οἱ βάρβαροι».
Κατά τόν πρῶτο θεολογικό διάλογο πού εἶχε μέ τόν Ἰσμαήλ, ἐγγονό τοῦ Ὀρχάν, ἔβρεξε πάρα πολύ, ὥστε ὁ συνομιλητής του νά φύγη δρομαῖος, ἐνῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ τούς ἄλλους αἰχμαλώτους παρέμεινε κάτω ἀπό τήν βροχή. Λέγει «ἐγώ δέ... μετ᾿ ἐκείνων ὕπαιθρος· τόν ὑετόν ὑφιστάμενος».
Πρός τό τέλος τῆς ἐπιστολῆς του πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης ὑπάρχει καί μιά ἄλλη χαρακτηριστική φράση, πού δείχνει τήν τραγική κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Γράφει: «Τάδ᾿ ἐν ταῖς ἑξῆς γράφειν ὁ μέν λογισμός ἐθέλει, ἡ δέ χείρ οὐκ ἰσχύει». Αὐτή ἡ φράση εἶναι σημαντική, γιατί δείχνει ὅτι, παρά τήν ἐπιθυμία του νά γράφη, δέν ἀνταποκρινόταν τό χέρι του ἀπό τίς ταλαιπωρίες. Ἄν συνδέσουμε αὐτόν τόν λόγο μέ τόν ἄλλο πού γράφει γιά τήν πάρεση μικροῦ μέλους τοῦ σώματος, διαπιστώνουμε ὅτι μᾶλλον εἶχε ὑποστῆ μιά μικρή παραλυσία ἀπό τίς κακουχίες.
Ἕνα πέμπτο σημεῖο ἀπό τήν ἐπιστολή πού μελετᾶμε εἶναι ὅτι σέ αὐτήν χαρακτηρίζεται ἡ νοοτροπία καί ὁ χαρακτήρας τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι τόν κρατοῦσαν αἰχμάλωτο, ἀλλά καί τό ἦθος μέ τό ὁποῖο τούς ἐμπότιζε ἡ θρησκεία τους. Πολλές φορές στήν ἐπιστολή τούς ὀνομάζει βαρβάρους, καί μάλιστα «τοῖς πάντων βαρβάρων βαρβαρωτάτοις». Σέ ἀντιπαράθεση μέ τό εὐσεβές γένος τῶν Ρωμαίων αὐτοί ἀποτελοῦν «τό δυσεβές καί θεομισές καί παμμίαρον τοῦτο γένος». Οἱ Τοῦρκοι δέν ἀκολούθησαν τόν Χριστό, ἀλλά «ἀνθρώπῳ ψιλῷ τε καί θνητῷ καί τεθαμμένῳ, Μωάμεθ οὗτος». Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός τούς παρέδωσε σέ ἀδόκιμο νοῦ καί πάθη ἀτιμίας «ὥστε βιοῦν αἰσχρῶς καί ἀπανθρώπως καί θεομισῶς». Καί παρά τούς φόνους καί τίς ἀκολασίες νομίζουν ὅτι ἔχουν τόν Θεό συνευδοκοῦντα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος αἰσθάνεται ὅτι ὁδηγεῖται ἀπό χέρια ἄνομα. Ὅλοι αὐτοί οἱ χαρακτηρισμοί δείχνουν τήν κατάσταση τῶν Τούρκων καί πῶς αἰσθανόταν ὁ καθαρότατος καί ὁ ἁγιότατος Γρηγόριος, εὑρισκόμενος μέσα στήν σαρκολατρική καί ἐμπαθῆ ἀτμόσφαιρα τῶν Ὀθωμανῶν.
Μέ ὅλα αὐτά φαίνονται οἱ δυσκολίες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου κατά τήν ἐνιαύσιο αἰχμαλωσία του στούς Τούρκους. Μετά ἀπό τόσους ἀγῶνες καθάρσεως πού ἔκανε στό Ἅγιον Ὄρος, μετά ἀπό τίς ἐμπειρίες τοῦ ἀκτίστου Φωτός, μετά ἀπό τούς ἀγῶνες γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη, περιέπεσε αἰχμάλωτος στούς Τούρκους. Καί ὅλα αὐτά ἦταν μέσα στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά νά ἁγιασθῆ ἀκόμη περισσότερο ὁ ἴδιος, καί νά δοξασθῆ τό Ὄνομά Του.

Οἱ τρεῖς διάλογοι

Κατά τήν διάρκεια τῆς ἐνιαυσίου αἰχμαλωσίας του ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶχε καί τρεῖς θεολογικούς διαλόγους. Θά κάνουμε μιά σύντομη ἀνάλυση τῶν διαλόγων αὐτῶν, παρουσιάζοντας τά κεντρικά τους σημεῖα, γιατί δέν εἶναι εὔκολο νά ἀναλυθοῦν ὅλες οἱ πλευρές τους.
Ὁ πρῶτος διάλογος ἔγινε στήν Προῦσα, ἡ ὁποία τότε ἦταν ἡ Πρωτεύουσα τῶν Ὀθωμανῶν, μέ τόν ἐγγονό τοῦ ἐμίρη Ὀρχάν, Ἰσμαήλ. Κάθησαν στό ἔδαφος καί παρευρίσκονταν μερικοί ἄρχοντες. Παρετέθησαν στόν Ἰσμαήλ κρέατα καί στόν ἅγιο Γρηγόριο φροῦτα, ἐπειδή ἦταν καλοκαίρι. Στήν ἀρχή ἡ συζήτηση περιστράφηκε στό γιατί δέν τρώγει κρέας ὁ ἅγιος. Στήν συνέχεια ὁ λόγος προχώρησε στήν ἐλεημοσύνη, ἐπειδή τήν ὥρα ἐκείνη κάποιος ἔφθασε καί ἀνήγγειλε ὅτι ἐξετέλεσε τήν ἐντολή τοῦ μεγάλου ἀμηρᾶ γιά τήν ἐλεημοσύνη τῆς Παρασκευῆς. Ὁ Ἰσμαήλ ρώτησε τόν ἅγιο ἄν καί οἱ Χριστιανοί ἐξασκοῦν τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπήντησε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι γέννημα καί καρπός τῆς ἀληθινῆς πρός τόν Θεό ἀγάπης, ὁπότε αὐτός πού ἀγαπᾶ πολύ τόν Θεό εἶναι ἐλεήμων.
Ἐπειδή ὁ Χριστός δέν μᾶς εἶπε νά δεχθοῦμε κανένα Μωάμεθ, γι᾿ αὐτό δέν ἀγαπᾶμε τόν Μωάμεθ. Μᾶς εἶπε δέ, ὅπως λέγουν καί οἱ Ἀπόστολοι, νά μή δεχθοῦμε κανέναν ἄλλο, γιατί Αὐτός θά ἔλθη νά κρίνη τόν κόσμο.

Ἴσως τό περιστατικό αὐτό νά ἦταν σκηνοθετημένο γιά νά συζητήσουν περί τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Μωάμεθ. Πράγματι, ὁ Ἰσμαήλ ρώτησε τόν ἅγιο Γρηγόριο ἄν οἱ Χριστιανοί ἀγαποῦν τόν Προφήτη τους Μωάμεθ. Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἁγίου ἦταν ἀρνητική. Ἡ ἑπόμενη ἐρώτηση τοῦ Ἰσμαήλ ἦταν, γιατί ἀγαποῦν ἕναν ἐσταυρωμένο Θεό καί πῶς προσκυνοῦν τό ξύλο καί τόν σταυρό. Ὁ ἅγιος ἀνέλυσε καί τό ἑκούσιο καί τήν δόξα τοῦ πάθους, ἀλλά καί τό ἀπαθές τῆς θεότητος, καί ὅτι ὁ σταυρός εἶναι τό τρόπαιο καί σημεῖο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὁ ἄρχοντας ἔχει διάφορα διακριτικά ἐμβλήματα καί ἀπαιτεῖ τήν τιμή τῶν ἄλλων. Στήν συνέχεια, θέλοντας ὁ Ἰσμαήλ νά εἰρωνευθῆ τήν χριστιανική πίστη, εἶπε ὅτι, ἐπειδή οἱ Χριστιανοί διδάσκουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ, σημαίνει ὅτι ὁ Θεός Πατήρ ἔχει καί γυναίκα, διά τῆς ὁποίας τόν ἐγέννησε. Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἦταν ἀποστομωτική. Χρησιμοποιώντας τήν διδασκαλία τῶν Μουσουλμάνων ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Λόγος τοῦ Θεοῦ καί ὅτι γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, προχώρησε γιά νά πῆ ὅτι ἄν ἡ Μαρία γέννησε τόν Χριστό κατά σάρκα καί δέν εἶχε ἀνάγκη ἀνδρός, πόσο μᾶλλον ὁ Θεός πού εἶναι ἀσώματος γέννησε τόν Λόγο Του ἀσωμάτως καί θεοπρεπῶς καί ἑπομένως δέν εἶχε ἀνάγκη ὑπάρξεως γυναικός.
Ἡ συζήτηση σταμάτησε στό σημεῖο αὐτό, δέν εἶχε δέ ἄλλη ἐξέλιξη, οὔτε διατέθηκε ἄγρια ὁ Ἰσμαήλ πρός τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ. Μάλιστα σέ αὐτήν τήν φάση τῆς συζητήσεως ἔπεσε πολλή βροχή, ὁπότε ἔφυγε δρομαῖος ὁ Ἰσμαήλ ἀπό τόν χῶρο ἐκεῖνο. Ἐν τῷ μεταξύ εἶχε ἤδη βραδυάσει.
Ὁ  δεύτερος διάλογος ἔγινε μέ τούς Χιόνας. Πρίν παρακολουθήσουμε τά κεντρικά σημεῖα τοῦ διαλόγου νομίζω πρέπει νά ποῦμε μερικά πράγματα γιά τό τί ἦταν αὐτοί οἱ Χιόναι, γιατί πολλά ἐλέχθησαν γιά τό πρόσωπό τους καί τήν ἀποστολή τους. Ἡ προέλευση τῶν προσώπων αὐτῶν εἶναι μυστηριώδης. Ὁ M.Jugie ἰσχυρίζεται ὅτι «εἶναι παλαιοί ἰουδαῖοι προσηλυτισθέντες εἰς τό Ἰσλάμ». Ὁ Meyendorff «φρονεῖ ὅτι ἦσαν Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἐδέχθησαν τόν Ἰουδαϊσμό, διά νά πλησιάσουν τούς Τούρκους κατακτητάς καί ἀποφύγουν διώξεις». Ὁ ἅγιος Φιλόθεος ἰσχυρίζεται ὅτι οἱ Χιόναι ἦταν Χριστιανοί καί ἔγιναν Μωαμεθανοί. Οἱ ἀπόψεις αὐτές παρουσιάζουν μιά ὁμάδα ἀνθρώπων «οἱ ὁποῖοι κινοῦνται μεταξύ Χριστιανισμοῦ, Ἰουδαϊσμοῦ καί Μωαμεθανισμοῦ, χωρίς νά διευκρινίσουν ποῦ εὑρίσκονται τώρα». Ὁ Παναγιώτης Χρήστου ἰσχυρίζεται ὅτι οἱ Χιόνες ἦταν Ἕλληνες. Τό ὄνομά τους (Χιόνες) εἶναι οἰκογενειακό καί ὄχι θρησκευτικό. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιά μιά συγκρητιστική ὁμάδα ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι γιά νά ἀποφύγουν τίς διώξεις, λόγῳ τῶν σκληρῶν συνθηκῶν πού ἐπικρατοῦσαν στήν Μικρά Ἀσία ἀπό τήν εἰσβολή τῶν Τούρκων, ἀπέστησαν ἀπό τήν χριστιανική πίστη, μποροῦσαν νά ἐμφανίζωνται καί ὡς Τοῦρκοι καί ὡς Ἰουδαῖοι καί εἶχαν ἥσυχη τήν συνείδησή τους ὅτι διατηροῦσαν μέρος τῆς πίστεως, ὡς κρυπτοχριστιανοί. Ὁ Ὀρχάν χρησιμοποιοῦσε «τά ἐπίλεκτα μέλη τῆς οἰκογενείας αὐτῆς εἰς τό ὑπανάπτυκτον ἐκπαιδευτικόν σύστημά του». Οἱ ἴδιοι οἱ Χιόναι κατά τήν ἀρχή τοῦ διαλόγου ὁμολόγησαν: «Ἡμεῖς ἠκούσαμεν δέκα λόγους, οὕς γεγραμμένους κατήγαγεν ὁ Μωϋσῆς ἐν πλαξί λιθίναις, καί οἴδαμεν ὅτι ἐκείνους κρατοῦσιν οἱ Τοῦρκοι· καί ἀφήκαμεν ἅπερ ἐφρονοῦμεν πρότερον καί ἤλθομεν καί ἐγενόμεθα καί ἡμεῖς Τοῦρκοι». Ὁ ἅγιος, ὅμως, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀπό ὅσα ἄκουσε ἀπό αὐτούς ὁμολογεῖ ὅτι περισσότερο εἶναι Ἑβραῖοι καί ὄχι Τοῦρκοι. Καί ἀπό αὐτόν τόν λόγο φαίνεται ὅτι πρόκειται γιά συγκρητιστική ὁμάδα, ἡ ὁποία ἔδειχνε αὐτήν τήν διαγωγή γιά νά ἐπιζήση ἐκείνη τήν δύσκολη ἐποχή. Ἄλλωστε γι᾿ αὐτό καί ἀποκαλοῦνται «ἄθεοι».

Τό κεντρικό θέμα τῶν συζητήσεων ἦταν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τό πρόσωπο τοῦ Μωάμεθ. Τό θεμέλιο τῆς  ρθοδόξου διδασκαλίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος ὁδηγοῦσε πρός τό σημεῖο αὐτό τήν συνομιλία.

Τήν συζήτηση διοργάνωσε ὁ ἴδιος ὁ Ὀρχάν. Ρώτησε τόν ἰατρό Ταρωνείτη «τίς ποτε καί οἷός ἐστιν ὁ καλόγηρος οὗτος;». Καί ὅταν ὁ ἰατρός τοῦ ἔδωσε τά στοιχεῖα τῆς προσωπικότητός του, ἐκεῖνος ἀπάντησε: «ἔχω σοφούς καί ἐλλογίμους κἀγώ, οἵτινες αὐτῷ διαλέξονται». Μετά ἀπό αὐτό ἔγινε ἡ συζήτηση τῶν Χιόνων μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Ἀφοῦ οἱ Χιόναι στήν ἀρχή ὁμολόγησαν ὅτι ἔγιναν Τοῦρκοι, οἱ παρόντες ἄρχοντες εἶπαν στόν ἅγιο Γρηγόριο νά δώση τήν δική του ἀπολογία. Ὁ ἅγιος ἐκφράζει τόν δισταγμό του νά ἀπολογηθῆ, καί διότι αἰσθάνεται ὅτι εἶναι μηδέν πρός τό ὕψος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καί διότι οἱ ἄρχοντες παρευρίσκονται καί ὡς κριταί καί συμμαχοῦν μέ τούς ἀντιδίκους –ἑπομένως δέν εἶναι καλό νά παρουσιασθοῦν τά δικαιώματα τῆς εὐσεβείας– ἀλλά καί διότι πρέπει νά μιμηθῆ τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος ὅταν παραδόθηκε δέν ἀποκρινόταν. Ὅμως στήν συνέχεια ὁμολογεῖ τήν πίστη καί δέν ἀπολογεῖται πρός τούς Χιόνας. Ἔτσι ἀναλύει τό δόγμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καταλήγοντας ὅτι «ὁ Θεός τρία, καί τά τρία ταῦτα εἷς ἐστί Θεός καί δημιουργός». Σέ αὐτήν τήν θέση συνεφώνησαν καί οἱ παρόντες Τοῦρκοι ἴσως ἀπό λόγους τακτικῆς.
Ἡ συζήτηση ἔπειτα περιστράφηκε στό ἐρώτημα τῶν Χιόνων, γιατί οἱ Χριστιανοί ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός, ἀφοῦ εἶναι ἄνθρωπος καί γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀνέπτυξε τό θέμα τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ καί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ γιά νά σώση τόν ἄνθρωπο. Οἱ Τοῦρκοι ἔκαναν θόρυβο, λέγοντας, πῶς γεννήθηκε ὁ Θεός καί τόν ἐχώρεσε μήτρα γυναικός. Ὁ ἅγιος ἀπάντησε ὅτι ὁ Θεός, ἐπειδή εἶναι ἀσώματος, μπορεῖ νά εἶναι πανταχοῦ καί πάνω ἀπό τό πᾶν καί σ᾿ ἕναν τόπο. Οἱ Χιόναι πάλι τόν διέκοψαν γιά νά ποῦν: «εἶπεν ὁ Θεός καί ἐγένετο καί ὁ Χριστός». Μέ αὐτό ἤθελαν νά δείξουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι κτίσμα καί ὄχι Θεός. Ὁ ἅγιος μεταξύ τῶν ἄλλων χρησιμοποίησε τήν διδασκαλία τοῦ Μωαμεθανισμοῦ, ὅτι ὁ Χριστός χαρακτηρίζεται Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν μπορεῖ ὁ ἕνας Λόγος νά γίνη ἀπό τόν ἄλλο Λόγο καί νά μήν εἶναι συνάναρχος μέ τόν Θεό. Ἄλλο εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ ὑλικοῦ κόσμου καί ἄλλο ἡ γέννηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, πού λέγεται καί Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι Θεός, ἀλλά γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση.

 Ὁ Μωάμεθ, χρησιμοποιώντας τήν βία καί τήν ἡδονή, δέν προσεταιρίσθηκε οὔτε ἕνα μέρος τῆς οἰκουμένης, ἐνῶ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, καίτοι συνιστᾶ σκληρό βίο καί ἄσκηση, ἐν τούτοις κυριαρχεῖ καί στούς πολεμίους της καί σέ ὅλη τήν οἰκουμένη, χωρίς βία.

Στό σημεῖο αὐτό παρενεβλήθη ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Ὀρχάν Παλαπᾶνος, πού προήδρευε καί ρώτησε τόν Παλαμᾶ, γιατί δέν δέχονται τόν δικό τους Προφήτη, τόν Μωάμεθ, ἐνῶ οἱ Μουσουλμάνοι δέχονται τόν Χριστό ὡς Λόγο τοῦ Θεοῦ καί τήν μητέρα του πλησίον τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπήντησε ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά ἀγαπᾶ τόν διδάσκαλο, ἄν δέν πιστεύση στά λόγια του. Ἐπειδή ὁ Χριστός δέν μᾶς εἶπε νά δεχθοῦμε κανένα Μωάμεθ, γι᾿ αὐτό δέν ἀγαπᾶμε τόν Μωάμεθ. Μᾶς εἶπε δέ, ὅπως λέγουν καί οἱ Ἀπόστολοι, νά μή δεχθοῦμε κανέναν ἄλλο, γιατί Αὐτός θά ἔλθη νά κρίνη τόν κόσμο.
Στήν συνέχεια οἱ Χιόναι μαζί μέ τούς ἄλλους Τούρκους τόν ρώτησαν γιατί δέν περιτέμνονται οἱ Χριστιανοί, ἀφοῦ καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Χριστός περιτμήθηκε. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπήντησε ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη ὁρίζονταν πολλά, ὅπως τό ἑβραϊκό Πάσχα, ὁ σαββατισμός, οἱ θυσίες, τό θυσιαστήριο μέσα στόν Ναό καί τό καταπέτασμα, τά ὁποῖα καί αὐτοί οἱ Τοῦρκοι δέν τά ἀκολουθοῦν. Ἤθελε ὅμως νά συνεχίση καί νά ἀναφέρη τούς Προφήτας οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦσαν γιά τήν μετάθεση τοῦ νόμου, πού θά γινόταν ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά τόν διέκοψαν οἱ Χιόναι γιά νά τόν ρωτήσουν γιά τίς εἰκόνες, τίς ὁποῖες ἀπαγορεύει ἡ Παλαιά Διαθήκη. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπάντησε ὅτι ἀπαγορεύθηκε ἡ προσκύνηση τῶν ὁμοιωμάτων στήν Παλαιά Διαθήκη γιά νά μήν λατρεύωνται ὡς Θεοί. Ἐπαινοῦμε καί ἐμεῖς τά κτίσματα, «ἀλλ᾿ ἀναγόμεθα δι᾿ αὐτῶν εἰς τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ». Δέν θεοποιοῦμε τά κτίσματα τοῦ Θεοῦ.
Κάπου στό σημεῖο αὐτό περατώθηκε ὁ διάλογος μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ καί τῶν Χιόνων – Τούρκων. Ἀλλά μέ τό τέλος τοῦ διαλόγου συνέβησαν δύο πράγματα. Τό ἕνα ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἄρχοντες σηκώθηκαν «καί ἀπεχαιρέτησαν μετ᾿ εὐλαβείας τόν Θεσσαλονίκης καί ἀπήρχοντο». Φαίνεται θαύμασαν τήν σοφία, διακριτικότητα, ἀλλά καί τά χαρίσματα πού εἶχε. Τό ἄλλο εἶναι ὅτι ἕνας ἀπό τούς Χιόνας παρέμεινε λίγο καί «ὕβρισε τόν μέγαν τοῦ Θεοῦ ἀρχιερέα αἰσχρῶς καί ὁρμήσας ἐπάνω αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτῷ πληγάς κατά κόρρης», δηλαδή τόν ὕβρισε καί τοῦ ἔδωσε γροθιές στό πρόσωπο. Ὅμως ἄλλοι Τοῦρκοι τόν ἐκράτησαν, τόν κατηγόρησαν καί τόν ὁδήγησαν πρός τόν Ὀρχάν.
Καί ὁ σεβασμός τῶν Τούρκων, ἀλλά καί ἡ ἀντίδραση τοῦ ἑνός συζητητοῦ δείχνουν τήν μεγάλη νίκη πού κατήγαγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος καί τά ἀτράνταχτα ἐπιχειρήματα πού χρησιμοποίησε. Ὅπως φαίνεται ἀπό τούς εἰσαγωγικούς του λόγους ὁμίλησε μέ ἔμπνευση ἀπό τόν Θεό, φωτιζόμενος ἀπό τήν ἄκτιστη Χάρη Του, ἀλλά ὅμως καί μέ θαυμαστή διάκριση καί σοφία.


Ἀρχίζει ἀπό τίς μαρτυρίες τοῦ Κορανίου γιά τόν Χριστό καί προχωρεῖ στήν ἀνάπτυξη τῆς σκέψεώς του. Δέν εἶναι ἀπό τήν ἀρχή ἐπιθετικός, οὔτε ἀλλοιώνει τήν πίστη. Χρησιμοποιεῖ δικές τους μαρτυρίες, χωρίς νά ἀλλοιώνη τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια, ἔχοντας μεγάλο θάρρος, καίτοι εἶναι αἰχμάλωτος.

Ὁ τρίτος θεολογικός διάλογος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου μέ τούς Μωαμεθανούς ἔγινε ὅταν βρισκόταν στά μέρη τῆς Νίκαιας. Ξεκίνησε ἀπό ἕνα περιστατικό πού εἶδε. Κάποια ἡμέρα βγῆκε ἔξω ἀπό τήν πόλη. Λίγο ἔξω ἀπό τήν ἀνατολική πύλη εἶδε ἕναν κύβο κατασκευασμένο ἀπό μάρμαρο καί εὐπρεπισμένο γιά κάποια χρήση. Ρώτησε σέ τί χρησίμευε ὁ κύβος αὐτός. Τήν ὥρα πού κάποιος τοῦ ἐξηγοῦσε, ἄκουσε φωνές καί κραυγές πού προέρχονταν ἀπό τήν ἔξοδο τῆς πόλεως. Διαπίστωσαν ὅτι ἔρχονταν Τοῦρκοι ἔχοντας νεκρό γιά νά τόν ἐνταφιάσουν. Τότε ἀπομακρύνθηκαν λίγο, ὥστε νά εἶναι δυνατόν νά δοῦν καί νά ἀκούσουν ὅσα θά λεχθοῦν καί θά γίνουν. Οἱ Τοῦρκοι τοποθέτησαν τόν νεκρό στόν κύβο καί ἔχοντας στό μέσον τόν τασιμάνη, τόν ὑπεύθυνο, δηλαδή, γιά τήν μουσουλμανική λατρεία, προσευχήθηκαν. Σήκωνε ὁ τασιμάνης τά χέρια του προσευχόμενος καί τό ἴδιο ἔκαναν καί οἱ παρόντες. Αὐτό ἔγινε τρεῖς φορές. Μετά τόν ἐνταφιασμό συνάντησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος τόν τασιμάνη καί εἶχε μαζί του μιά συζήτηση μέ τήν βοήθεια διερμηνέως.
Κατ᾿ ἀρχάς ὁ ἅγιος Γρηγόριος τόν ρώτησε νά μάθη τί ἔλεγαν κατά τήν προσευχή τους στόν Θεό. Ὅταν τοῦ ἐξήγησαν ὅτι τόν παρακαλοῦσαν νά συγχωρήση τά σφάλματα τῆς ψυχῆς τοῦ νεκροῦ, ὁ ἅγιος ἀποκρίθηκε ὅτι, ἐπειδή καί αὐτοί πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι κριτής τῶν ἀνθρώπων καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, σημαίνει ὅτι προσεύχονταν στόν Χριστό. Ἐπειδή ὁ τασιμάνης εἶπε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἅγιος ἀπάντησε ὅτι δέν μπορεῖ νά εἶναι δοῦλος αὐτός πού εἶναι Λόγος τοῦ Θεοῦ καί θά κρίνη τούς ἀνθρώπους, ὅπως τό ὁμολογοῦν ὅλοι οἱ Προφῆτες.
Ὁ τασιμάνης βρέθηκε σέ δυσκολία. Πολλοί Χριστιανοί καί Τοῦρκοι πλησίασαν γιά νά ἀκούσουν τόν διάλογο. Τότε ὁ Τοῦρκος ρώτησε τόν ἅγιο Γρηγόριο γιατί οἱ Χριστιανοί δέν δέχονται τόν Προφήτη Μωάμεθ καί τό εὐαγγέλιό του, πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι δέχονται καί τούς Προφήτας καί τόν Χριστό καί τά τέσσερα εὐαγγέλια, ἕνα ἀπό τά ὁποῖα εἶναι καί τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπάντησε ὅτι δέν παραδεχόμαστε τίποτε οὔτε τό θεωροῦμε ὡς ἀλήθεια, ἄν δέν ὑπάρχουν μαρτυρίες. Ἀπό ὅλους τούς Προφήτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔχουμε μαρτυρίες γιά τόν Χριστό, γι᾿ αὐτό καί πιστεύουμε σέ αὐτόν καί τό εὐαγγέλιό Του. Ὅμως δέν πιστεύουμε στόν «Μεχούμετ», γιατί οὔτε μαρτυρεῖται ἀπό τούς Προφήτας, ἀλλά οὔτε καί ἔπραξε κάτι παράδοξο.
Τότε ὁ τασιμάνης κατηγόρησε τούς Χριστιανούς ὅτι ἀπέκοψαν τό ὄνομα τοῦ Μωάμεθ ἀπό τό εὐαγγέλιο, ὅπου ἦταν γραμμένο. Ἐπίσης εἶπε ὅτι καί ὁ Μωάμεθ ἔκανε μεγάλα πράγματα, ἀφοῦ μέ τήν δύναμη αὐτοῦ τοῦ Προφήτη κυριάρχησαν οἱ Τοῦρκοι ἀπό τήν ἀνατολή ἕως τήν δύση.
Ἀπαντώντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος στό πρῶτο ἐπιχείρημα εἶπε ὅτι κανείς Χριστιανός δέν ἀπέκοψε τό ὄνομα τοῦ Μωάμεθ ἀπό τό εὐαγγέλιο, γιατί τιμωρεῖται ἐκεῖνος πού θά ἀφαιρέση κάτι ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Ἄλλωστε, ὅπου μεταφράστηκε τό εὐαγγέλιο πουθενά δέν ἀναφέρεται τό ὄνομα τοῦ Μωάμεθ. Ἀκόμη καί οἱ αἱρετικοί, πού χρησιμοποιοῦν τήν ἴδια Ἁγία Γραφή, δέν ἔχουν αὐτό τό ὄνομα. Ὅλοι ἀπέθαναν, ἀλλά μόνον ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἀναλήφθηκε καί θά κρίνη τήν οἰκουμένη. Ὅσον ἀφορᾶ τό ἐπιχείρημα ὅτι μέ τήν δύναμη τοῦ Μωάμεθ κυρίευσαν ὅλο τόν κόσμο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ θάρρος εἶπε, ὅτι αὐτό ἔγινε μέ τήν δύναμη τοῦ διαβόλου, μέ πόλεμο καί μαχαίρι, μέ λεηλασίες, καί ἀνδραποδισμούς καί φόνους. Καί ὁ Ἀλέξανδρος ἀπό τήν δύση πορεύθηκε πρός τήν ἀνατολή καί τήν κυρίευσε, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἀπόδειξη θεότητος, οὔτε σέ αὐτόν ἐμπιστεύθηκαν οἱ ἄνθρωποι τίς ψυχές τους. Ὁ Μωάμεθ, χρησιμοποιώντας τήν βία καί τήν ἡδονή, δέν προσεταιρίσθηκε οὔτε ἕνα μέρος τῆς οἰκουμένης, ἐνῶ ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, καίτοι συνιστᾶ σκληρό βίο καί ἄσκηση, ἐν τούτοις κυριαρχεῖ καί στούς πολεμίους της καί σέ ὅλη τήν οἰκουμένη, χωρίς βία.
Στό σημεῖο αὐτό οἱ παρευρισκόμενοι Τοῦρκοι κινήθηκαν μέ ὀργή. Βλέποντας οἱ Χριστιανοί τίς διαθέσεις τους, ἔκαναν νεῦμα στόν ἅγιο Γρηγόριο νά περατώση τόν λόγο. Τότε ὁ ἅγιος μέ ἱλαρότητα καί ὑπομειδίαμα τούς εἶπε: «εἴ γε κατά τούς λόγους συνεφωνοῦμεν ἑνός ἄν καί ἦμεν καί δόγματος». Ἦταν μιά ἔξυπνη ἀπάντηση γιά νά τούς καθησυχάση. Εἶπε, δηλαδή, ὅτι δικαιολογεῖται κάποια διαφορά, διότι ἀλλιῶς δέν θά ἀνῆκαν σέ διαφορετικά δόγματα.
Τότε κάποιος ἀπό τούς Τούρκους εἶπε: «ἔσται ποτε ὅτε συμφωνήσομεν ἀλλήλοις». Καί γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «καί ἐγώ συνεθέμην καί ἐπευξάμην τάχιον ἤκειν τόν καιρόν ἐκεῖνον», δηλαδή συμφώνησε καί εὐχήθηκε νά ἔλθη γρήγορα ὁ καιρός πού θά συμφωνήσουν μεταξύ τους. Ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, τό εἶπε αὐτό ἐνθυμηθείς τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψει καί πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός». Φυσικά αὐτό, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος, θά συμβῆ στήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ τρίτος αὐτός διάλογος ἔγινε τόν Ἰούλιο τοῦ 1354, λίγους μῆνες μετά τήν ἀρχή τῆς αἰχμαλωσίας του. Δεδομένου ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος παρέμεινε ἕνα χρόνο αἰχμάλωτος στούς Τούρκους, ὁπωσδήποτε θά εἶχε καί ἄλλες συνομιλίες μαζί τους. Ὅμως ἐδῶ τελειώνει ἡ ἐπιστολή καί δέν ἔχουμε ἄλλες μαρτυρίες. Τό γεγονός εἶναι ὅτι δόθηκε ἡ εὐκαιρία ἀπό τόν Θεό καί στούς Τούρκους νά μετανοήσουν τήν κρίσιμη ἐκείνη ἐποχή, πρίν καταλύσουν τό Ρωμαϊκό Κράτος.
Σχολιάζοντας καί τούς τρεῖς αὐτούς διαλόγους μποροῦμε νά καταλήξουμε σέ μερικά συμπεράσματα. Τό ἕνα ὅτι τό κεντρικό θέμα τῶν συζητήσεων ἦταν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τό πρόσωπο τοῦ Μωάμεθ. Τό θεμέλιο τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος ὁδηγοῦσε πρός τό σημεῖο αὐτό τήν συνομιλία. Τό ἄλλο ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος διακρίνεται γιά τήν μεθοδικότητα τῆς συζητήσεως. Ξέρει πῶς νά χειρισθῆ τό θέμα. Ἀρχίζει ἀπό τίς μαρτυρίες τοῦ Κορανίου γιά τόν Χριστό καί προχωρεῖ στήν ἀνάπτυξη τῆς σκέψεώς του. Δέν εἶναι ἀπό τήν ἀρχή ἐπιθετικός, οὔτε ἀλλοιώνει τήν πίστη. Χρησιμοποιεῖ δικές τους μαρτυρίες, χωρίς νά ἀλλοιώνη τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια, ἔχοντας μεγάλο θάρρος, καίτοι εἶναι αἰχμάλωτος. Τό τρίτο εἶναι ὅτι διακρίνεται γιά τήν σύνεσή του. Ξέρει πῶς νά ἀρχίση καί ποῦ νά σταματήση. Ὅταν αἰσθάνεται ὅτι δέν ὠφελεῖ τούς συνομιλητάς του, τότε σταματᾶ μέ τρόπο, σοφία καί ἐξυπνάδα. Μερικές φορές χρησιμοποιεῖ καί διφορούμενες ἐκφράσεις, σέ μή οὐσιώδη θέματα, γιά νά περατώση ἤρεμα καί ἥσυχα τήν συζήτηση. Ἔτσι συζητᾶ ἕνας θεούμενος, ἕνας ἅγιος.

Παροτρύνσεις περί τῆς πίστεως

Νομίζω ὅτι τό θέμα δέν θά εἶναι ὁλοκληρωμένο ἄν δέν δοῦμε καί πῶς καταλήγει αὐτή ἡ ἐπιστολή του, πού ἀπέστειλε στήν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης. Δέν ἐκθέτει μόνον τίς ταλαιπωρίες του ἀπό τήν ἐξορία, οὔτε τούς διαλόγους του πού εἶχε μέ τούς Τούρκους, ἀλλά προχωρεῖ καί στόν τονισμό τῶν ὑποχρεώσεων πού ἔχουν οἱ Χριστιανοί. Εἶναι μιά καταπληκτική ποιμαντική ἐπιστολή, καί ὄχι ἕνα χρονογράφημα, γιατί ὁ ἅγιος αἰσθανόταν Ποιμήν. Ὅπως ὅταν βρισκόταν στήν Θεσσαλονίκη δίδασκε μέ θυσία καί παρρησία τήν ὁδό τῆς σωτηρίας, ἔτσι κάνει καί τώρα πού βρίσκεται σέ μεγάλο πειρασμό.
Οἱ Χριστιανοί τοῦ ποιμνίου του δέν πρέπει νά ξεχνοῦν ποτέ ὅτι ἔχουν ζωντανό καί ἀληθινό Θεό, πού μαρτυρεῖται ἀπό τόν Πατέρα, τούς Προφῆτες καί ἀπό τά ἔργα τους. Αὐτός εἶναι ὁ Χριστός. Ἀλλά καί ὁ Χριστός ἀπαιτεῖ ζωντανή καί ἀληθινή πίστη πού νά μαρτυρῆται ἀπό τόν Θεό, τούς διδασκάλους τοῦ Θεοῦ καί τά ἔργα. Οὐσιαστικά πρόκειται γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Χρειάζεται ζωντανή πίστη. Ἄν δέν ὑπάρχουν τά ἔργα, ἡ πίστη εἶναι νεκρά. Αὐτός πού ἔχει νεκρά πίστη, «διά τῆς τῶν ἀγαθῶν ἀπραξίας», εἶναι νεκρός, ἀφοῦ δέν ζῆ ἐν τῷ Θεῷ. Ἡ πίστη πού δέν μαρτυρεῖται ἀπό τά ἔργα τῆς σωτηρίας δέν εἶναι πίστη καί ὁμολογία, ἀλλά ἀπιστία καί ἄρνηση.
Οἱ Χριστιανοί δέν πρέπει νά πάθουν κάτι παρόμοιο μέ τούς Μουσουλμάνους, στό θέμα τῆς πολιτείας καί ὄχι τῆς θεοσεβείας. Γιατί οἱ Μουσουλμάνοι, ἐνῶ πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Λόγος καί πνοή τοῦ Θεοῦ καί ὅτι γεννήθηκε ἀπό Παρθένο, ἐν τούτοις «ὡς μή Θεόν ὄντα τοῦτον φεύγουσι φρενοβλαβῶς καί ἀθετοῦσιν». Τό ἴδιο μποροῦν νά πάθουν καί οἱ Χριστιανοί, ὅταν ὁμολογοῦν ὅτι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ εἶναι δίκαιες καί ἀγαθές, ἀλλά στήν συνέχεια τίς ἀθετοῦν διά τῶν ἔργων.
Εἶναι ἀδύνατον κάποιος ἄπιστος νά ἐμπιστευθῆ τόν Χριστιανό, ὅταν πιστεύη μέν στόν Χριστό πού γεννήθηκε ἀπό παρθένο Πατέρα ἀχρόνως καί ἀπό παρθένο Μητέρα ἐν χρόνῳ, ὅμως δέν ἀσκεῖ τήν παρθενία καί τήν σωφροσύνη, ἀλλά ζῆ τήν ἀκολασία. Εἶναι ἀδύνατον νά γίνη κανείς υἱός κατά Χάριν τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὁ μέν Χριστός νήστευε, νομοθέτησε τήν ἐγκράτεια, διέταξε νά κρίνουμε δίκαια, ταλάνιζε τούς πλουσίους, ἔδειχνε συμπάθεια πρός τούς πταίοντας, ἀλλά καί μακροθυμία, πραότητα, ἀνεξικακία καί ταπείνωση, ὁ δέ Χριστιανός κάνει ἐντελῶς τά ἀντίθετα.
Στό τέλος τούς προτρέπει νά κάνουν αὐτοί τήν ἀρχή καί τότε θά βοηθήση ὁ Θεός. «Δός σύ τήν ἀρχήν ταύτης, ὁ δέ Θεός παράσχηται τήν τελείωσιν». Οἱ Χριστιανοί πρέπει νά ζητοῦν ὄχι μόνο τήν ἀνθρώπινη ἀρετή, ἀλλά καί τήν θεϊκή. Αὐτό σημαίνει ὅτι πρέπει νά ἐπιτύχουν τήν θέωση. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τήν κακία, ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς, ἡ ἀνάληψη τῶν ἔργων τῆς μετανοίας καί ἡ ἀναμονή τοῦ Θεοῦ, ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν πρόσκτηση τῶν θεϊκῶν ἀρετῶν «διά τῆς τοῦ θείου πνεύματος ἐνοικήσεως». Ἐδῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος συνιστᾶ τήν μέθοδο τῆς θεώσεως. Δέν ἀρκεῖται στόν τονισμό μόνον τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν κακία, ἀλλά τονίζει καί τήν πορεία πρός τήν θέωση, τήν ἔλευση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά. Ἔτσι ἑρμηνεύεται ἡ ἐνοίκηση τοῦ θείου πνεύματος ἐντός μας. Μέ αὐτόν τό τρόπο «θεοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος».
Οἱ Χριστιανοί πρέπει νά δείξουν τήν ἀληθινή πίστη ἀπό τά ἔργα τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς. Καί καταλήγει αὐτήν τήν θαυμάσια ἐπιστολή ὁ θεῖος Γρηγόριος: «Οὕτω γάρ θεοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος. Ὁ γάρ κολλώμενος διά τῶν ἔργων τῆς ἀρετῆς τῷ Θεῷ ἕν πνεῦμα μετά τοῦ Θεοῦ γίνεται διά τῆς τοῦ θείου πνεύματος χάριτος, ἥτις μετά πάντων ὑμῶν εἴη πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Ἡ ἐπιστολή αὐτή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου εἶναι ὑπόδειγμα ποιμαντικοῦ λόγου. Δέν ἐξαντλεῖται σέ μιά ἀπολογία καί μιά γνωσιολογική ἐνημέρωση, ἀλλά προχωρεῖ καί στήν ποιμαντική καθοδήγηση τῶν Χριστιανῶν πρός τήν θέωση, πού εἶναι ὁ τελικός σκοπός τοῦ ἀνθρώπου. Δείχνει πῶς καί ἐμεῖς πρέπει νά ἀντιμετωπίζουμε τίς αἱρέσεις. Πρέπει νά διαφωτίζουμε τούς Χριστιανούς, ἀλλά καί νά τούς κατηχοῦμε, καί κυρίως νά τούς ποιμαίνουμε πρός τήν κοινωνία τους μέ τόν Θεό.


2013 Ἱ© ερά Μητρόπολις Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου.