Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Μοναχός Χριστόφορος Παπουλάκος (†1861), του μοναχού Μωυσή Αγιορείτη, Γράφει ο Zoiforos.GR


Μοναχός Χριστόφορος Παπουλάκος (†1861)
του μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Από την εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», 15/07/2011
Σέ πεῖσμα τῶν καιρῶν, ἐμεῖς δεν θά πάψουμε ν᾽ ἀναφερόμαστε σε ἱερές, ὁδηγητικές μορφές τοῦ παρελθόντος, πρός ἐνίσχυση, ἐνδυνάμωση καί ἀναψυχή. Συμπληρώνονται ἐφέτος 150 ἔτη ἀπό την ὁσιακή κοίμηση τοῦ Παπουλάκου. Πολέμησε ὁλόψυχα ξένες ἐπιδράσεις, δυτικές παραδόσεις, ξένες πρός τήν ὀρθόδοξη παράδοση. Καυτηρίασε τόν ἑτερόδοξο μονάρχη, πού ἔκλεισε πολλά μοναστήρια καί γκρέμισε βυζαντινούς ἱ. ναούς. Γιά τά φλογερά κηρύγματά του, διώχθηκε, ταλαιπωρήθηκε, ἐξορίσθηκε καί φυλακίσθηκε. Οἱ τότε ἐκσυγχρονιστές τόν κατηγόρησαν ὡς ἀγύρτη, γιατί τούς ἐνοχλοῦσαντά λόγια του. Ὁ λαός ἀκολουθοῦσε τόν ἄδολο μαχητή, τόν ἀκέραιο ἱεροκήρυκα, τόν ἀκτήμονα μοναχό, τόν ὁμολογητή ρασοφόρο. Ἀπό νωρίς ὁ Παπουλάκος, κατάλαβε καλά ὅτι ἡ δυτική θεολογίαἦταν ἀνορθόδοξη καί ἀντιορθόδοξη. Ἡ δυτική θεολογία ἤθελε να κατεβάσει τόν οὐρανό στή γῆ, να διατηρεῖ τούς χριστιανούς στη σκλαβιά, νά καλλιεργεῖ τόν ἀλλαζονικό οὑμανιστικό ἀνθρωπισμό, πού ἔφερνε τόν ἀθεϊσμό. Ἀποφάσισε ἔτσι νά διδάξει τόν λαό μεγάλες ἀλήθειες μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του. Ἡ Βαυαροκρατία ἦταν σκληρή ἀπέναντι στόν ὀρθόδοξο κλῆρο. Ἤθελαν νά φραγκέψουν τά πάντα. Ἀντιστάθηκαν σθεναρά, ὁ στρατηγός Μακρυγιάννης, ὁ Κοσμᾶς Φλαμιάτος, οἱ Κολλυβάδες, Φιλοκαλικοί, Ἁγιορεῖτες Πατέρες καί ὁ ἄφοβος Παπουλάκος.
Ὁ Χριστoφόρος Παναγιωτόπουλος ἤ Χριστοπανάγος ἤ Παπουλάκος ἤ Παπουλάκης γεννήθηκε στο μικρό χωριό Ἄρμπουνα τῶν Καλαβρύτων περί τό 1780. Ζοῦσε μέτρια καί μετρημένα, μέ τά τρία ἀδέλφια του, ἐμπορευόμενος ζῶα. Νέος ἀγάπησε τή μελέτη, τήν προσευχή καί τόν μοναχισμό. Ἔτσι ἀναχώρησε γιά τή ἱ. μονή τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Κατόπιν ἐπέστρεψε στό χωριό του και ἔξω αὐτοῦ ἔκτισε ἕνα μοναστηράκι, πού τό ἀφιέρωσε στήν Παναγία. Μέ πολλές προσπάθειες κατάφερενά πάρει τήν ἄδεια τοῦ ἱεροκήρυκα. Μέ κόπους καί θυσίες ἄρχισε περιοδεῖες διδάσκοντας κατά τῶν ἄθεων γραμμάτων, σέ ὅλη τήν Πελοπόννησο.
Τό 1833 ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶχε ἀποσχισθεῖ ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, με πρωτεργάτη τόν Θεόκλητο Φαρμακίδη, πού πιεζόταν ἀπό τόν Μάουερ. Κυνηγήθηκε ὁ μοναχισμός, οἱ μισσιονάριοι ἐργάζονταν ἀνενόχλητοι καί ὁ Παπουλάκος θέλησε ν᾽ ἀντιδράσει δυναμικά. Συνεχίζει τά κηρύγματά του, παρά τ᾽ ὅτι τοῦ πῆραν τήν ἄδεια, ὡς νέος ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Τον ἐχθρεύονται καί αὐτόν πολλοί, ὁ Κοραῆς, ὁ Καΐρης, ὁ Φαρμακίδης καί ἄλλοι. Γιά τό ἔργο του συλλαμβάνεται τό 1851 στήν Ἀχαΐα για πρώτη φορά. Ὁ κόσμος τόν ἄκουγε μέ προσοχή καί τόν ὑπεραγαποῦσε. Τά κηρύγματά του στρέφει μέ θεοσημεῖες καί προφητεῖες.
Ὁ λαός τόν ἀκολουθοῦσε πιστά και ἀπτόητα. Μέ προδοσία συνελήφθη τό 1852 καί ὁδηγήθηκε στίς φυλακές τοῦ Ρίο. Στή συνέχεια περιορίσθηκε στή ἱ. μονή Προφήτου Ἠλιοῦ Σαντορίνης καί κατόπιν στη ἱ. μονή Παναχράντου Ἄνδρου. Κι ἐκεῖ δέν ἔπαυσε τίς ψυχωφελεῖς διδαχές καί προτροπές. Ὁ Παπουλάκος ἦταν ἕνας ἁπλός, φτωχός, ἀληθινός καί τίμιος μοναχός. Ἀγαποῦσε τήν Ὀρθοδοξία καί τήν Ἑλλάδα, τόν Χριστό και τήν Ἀλήθεια. Ἀκολούθησε τον δρόμο τῆς ὁμολογίας, τοῦ μαρτυρίου, τῆς ἀσκήσεως καί τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ψυχῶν. Γι᾽ αὐτό ὁ πιστός λαός τόν ἀγάπησε καί τόν τίμησε ὡς ἅγιο. Παρέδωσε το πνεῦμα του στίς 18.1.1861, 150 ἔτη πρίν ἡ μνήμη του παραμένει ζωντανή, γιά τήν καθαρότητα, γνησιότητα, ταπεινότητα καί ἀληθινότητα τῆς ζωῆς του.
Μορφές ἀνιδιοτέλειας, θυσίας καί προσφορᾶς χρειάζονται ἀπαραίτητα καί σήμερα.Ἡμέρες ἄτονες, ἰσχνές, ἄφωτες καί ταραγμένες, σάν τίς δικές μας, θέλουν ἡρωϊσμό, γενναιότητα, θάρρος καί τόλμη…
Στίς μετά τή σπατάλη ἰσχνές και δύσκολες ἡμέρες μας ξαναχρειάζεται ἐγερτήριο σάλπισμα προς μετάνοια, ἀνόρθωση, ἀνασυγκρότηση καί ὀρθοστασία. Ἡ ἐκκοσμίκευση κούρασε, ὁ μιμητισμός ταλαιπώρησε, ὁ ἐκδυτικισμός ἀλλοίωσε, ὁ συγκριτισμός ἐξαπάτησε, ὁ οἰκουμενισμός ἀστόχησε. Χρειάζονται ἀπαραίτητα γενναῖες φωνές, ἡρωϊκό φρόνημα, ὁμολογία πίστεως, πίστη θερμή ὡς τοῦ ὁσίου Παπουλάκου.
Πηγή: http://aktines.blogspot.com/2011/08/1861.html



Ο θάνατος του θανάτου Γράφει ο Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης


Ο θάνατος του θανάτου
Ἡ Ὀρθοδοξία πραγματοποιεῖ ὅ,τι τό πιό  φοβερό. Θανατώνει τόν θάνατο. Προσδοκοῦμε ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν κατά τή Δευτέρα Παρουσία.
Τή νίκη τοῦ θανάτου ἑορτάζουμε στήν πιό λαμπρή ἡμέρα τῆς χριστιανοσύνης, τό Πάσχα. Ἡ δύναμη τοῦ θανάτου ἐξοντώθηκε μέ τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ. «Θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». Ἑνωμένοι μαζί Του καί μέ τούς ἀδελφούς μας βιώνουμε  τό μυστήριο τῆς ἀναστάσεως, γινόμαστε φωτόμορφα τέκνα τῆς φωτοδόχου Ἐκκλησίας. Ἔτσι κατανοοῦμε πόσο φοβερή πληγή εἶναι οἱ διαιρέσεις καί οἱ κακίες γιά τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής εἶπε: «ὅποιος μυήθηκε στήν ἄφατη δύναμη τῆς ἀναστάσεως, ἀπόκτησε κιόλας ἐμπειρία τοῦ στόχου πού ἐξ ἀρχῆς εἶχε ὁ Θεός δημιουργώντας τό σύμπαν». Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μᾶς θυμίζει τήν ἀθανασία, γιά τήν ὁποία πλασθήκαμε καί ὄχι τή θνησιμότητα στήν ὁποία παρήκοα ἐκπέσαμε.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Ὁ Χριστός κατέβηκε γιά νά σωθοῦμε, δοκίμασε τόν
πειρασμό γιά νά νικήσουμε, ἀτιμάσθηκε γιά νά δοξάσει, νεκρώθηκε γιά νά σώσει, ἀνέβηκε γιά νά τραβήξει κοντά Του ἐκείνους πού εἶχαν γκρεμισθεῖ καί κοίτονταν χάμω γιά τήν
ἁμαρτία». Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου σέ λόγο του ἀναφέρει: «Ὁ Θεός ἔρχεται πλησίον καί οἱ θύρες τοῦ Ἅδη ἀνοίγουν. Ἐκεῖνοι πού ἀπό αἰῶνες κοιμάσθε, εὐφραίνεσθε. Ἐκεῖνοι πού στό σκοτάδι καί στή σκιά τοῦ θανάτου κάθεστε, δεχθεῖτε τό μεγάλο φῶς. Ὁ Δεσπότης καί Κύριος μαζί μέ τούς ἐργάτες, ὁ Θεός μαζί μέ τούς νεκρούς, ἡ ζωή μέ τούς θνητούς, ὁ ἄπταιστος μέ τούς φταῖχτες».
Στήν ἀνάσταση ζοῦμε τήν ὑπέρβαση, τοῦ θανάτου καί κάθε θλίψεως. Ἡ πίστη στήν ἀνάσταση ἀμβλύνει κάθε πόνο καί προσφέρει ἐλπίδα, αἰσιοδοξία καί χαρά. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μᾶς χαρίζει τήν ἀφοβία τοῦ θανάτου. Ὁ Χριστός μέ τόν θάνατό Του κατατρόπωσε τόν θάνατο κι ἔδωσε ζωή στούς κεκοιμημένους στά μνήματα. Οἱ τάφοι
ὅμως εἶναι ξανά γεμάτοι ἀπό σήψη καί φθορά πρίν τόν βιολογικό θάνατο. Ἔγιναν τάφοι οἱ ἀνθρώπινες καρδιές. Τό κοσμοχαρμόσυνο γεγονός τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως δέν φθάνει σέ καρδιές κλειστές, φοβισμένες καί ἰδιοτελεῖς.
 Ὑπάρχει κι ἕνας πρόωρος θάνατος μέ τίς πολλές ἐκτρώσεις, τίς αὐτοκτονίες καί τίς εὐθανασίες. Παιδιά πεθαίνουν ἀπό πείνα, δίψα, ἔλλειψη βασικῶν φαρμάκων κι ἐμβολίων. Σταυρώνουν ξανά τόν Χριστό ὅσοι κλέβουν τήν παιδική ἀθωότητα. Ὅσοι βαστοῦν ὅπλα,
ὅσοι δέν ξέρουν τί νά κάνουν τό χρῆμα τους, ὅσοι μένουν ἀνάλγητοι στόν πόνο τῶν συνανθρώπων τους. Θάνατοι ἠθικοί καί πνευματικοί, καθημερινοί καί βίαιοι, πού δέν ἐλπίζουν στό ἀναστάσιμο φῶς. Πάθη καί λάθη, πλεονασμοί καί κορεσμοί, ἀπληστίες καί σπατάλες, πού ἀναδίδουν ὀσμή θανάτου. Ὅσοι ἐπιμένουν στήν κακία μένουν ἄφωτοι καί ἄχαροι, ψυχικά νεκροί. Ὅσοι ἔχουν κυριευθεῖ  ἀπό τήν ἀπιστία ὁδηγοῦνται μόνοι τους σ’ ἐπιθανάτιο ρόγχο. Οἱ  πιστοί, μέσα στούς πειρασμούς καί τίς στερήσεις τους, ἔχουν ἄφθονο φῶς ζωῆς, πού τούς ἀναγεννᾶ καί ξανακαινουργιώνει. Ἀσπαζόμενοι ἀλλήλους τήν τροπαιοῦχο νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, ὑπογράφουμε συμβόλαιο αἰώνιας εἰρήνης, καταλλαγῆς, συμφιλιώσεως, συνεννοήσεως καί ἀφοβίας θανάτου.
τοῦ Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου

από το περιοδικό «ΠΡΩΤΑΤΟΝ», Απρίλιος –Ιούνιος 2013, Αριθ. 130