Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Μοναχός Χριστόφορος Παπουλάκος (†1861), του μοναχού Μωυσή Αγιορείτη, Γράφει ο Zoiforos.GR


Μοναχός Χριστόφορος Παπουλάκος (†1861)
του μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Από την εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», 15/07/2011
Σέ πεῖσμα τῶν καιρῶν, ἐμεῖς δεν θά πάψουμε ν᾽ ἀναφερόμαστε σε ἱερές, ὁδηγητικές μορφές τοῦ παρελθόντος, πρός ἐνίσχυση, ἐνδυνάμωση καί ἀναψυχή. Συμπληρώνονται ἐφέτος 150 ἔτη ἀπό την ὁσιακή κοίμηση τοῦ Παπουλάκου. Πολέμησε ὁλόψυχα ξένες ἐπιδράσεις, δυτικές παραδόσεις, ξένες πρός τήν ὀρθόδοξη παράδοση. Καυτηρίασε τόν ἑτερόδοξο μονάρχη, πού ἔκλεισε πολλά μοναστήρια καί γκρέμισε βυζαντινούς ἱ. ναούς. Γιά τά φλογερά κηρύγματά του, διώχθηκε, ταλαιπωρήθηκε, ἐξορίσθηκε καί φυλακίσθηκε. Οἱ τότε ἐκσυγχρονιστές τόν κατηγόρησαν ὡς ἀγύρτη, γιατί τούς ἐνοχλοῦσαντά λόγια του. Ὁ λαός ἀκολουθοῦσε τόν ἄδολο μαχητή, τόν ἀκέραιο ἱεροκήρυκα, τόν ἀκτήμονα μοναχό, τόν ὁμολογητή ρασοφόρο. Ἀπό νωρίς ὁ Παπουλάκος, κατάλαβε καλά ὅτι ἡ δυτική θεολογίαἦταν ἀνορθόδοξη καί ἀντιορθόδοξη. Ἡ δυτική θεολογία ἤθελε να κατεβάσει τόν οὐρανό στή γῆ, να διατηρεῖ τούς χριστιανούς στη σκλαβιά, νά καλλιεργεῖ τόν ἀλλαζονικό οὑμανιστικό ἀνθρωπισμό, πού ἔφερνε τόν ἀθεϊσμό. Ἀποφάσισε ἔτσι νά διδάξει τόν λαό μεγάλες ἀλήθειες μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του. Ἡ Βαυαροκρατία ἦταν σκληρή ἀπέναντι στόν ὀρθόδοξο κλῆρο. Ἤθελαν νά φραγκέψουν τά πάντα. Ἀντιστάθηκαν σθεναρά, ὁ στρατηγός Μακρυγιάννης, ὁ Κοσμᾶς Φλαμιάτος, οἱ Κολλυβάδες, Φιλοκαλικοί, Ἁγιορεῖτες Πατέρες καί ὁ ἄφοβος Παπουλάκος.
Ὁ Χριστoφόρος Παναγιωτόπουλος ἤ Χριστοπανάγος ἤ Παπουλάκος ἤ Παπουλάκης γεννήθηκε στο μικρό χωριό Ἄρμπουνα τῶν Καλαβρύτων περί τό 1780. Ζοῦσε μέτρια καί μετρημένα, μέ τά τρία ἀδέλφια του, ἐμπορευόμενος ζῶα. Νέος ἀγάπησε τή μελέτη, τήν προσευχή καί τόν μοναχισμό. Ἔτσι ἀναχώρησε γιά τή ἱ. μονή τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Κατόπιν ἐπέστρεψε στό χωριό του και ἔξω αὐτοῦ ἔκτισε ἕνα μοναστηράκι, πού τό ἀφιέρωσε στήν Παναγία. Μέ πολλές προσπάθειες κατάφερενά πάρει τήν ἄδεια τοῦ ἱεροκήρυκα. Μέ κόπους καί θυσίες ἄρχισε περιοδεῖες διδάσκοντας κατά τῶν ἄθεων γραμμάτων, σέ ὅλη τήν Πελοπόννησο.
Τό 1833 ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶχε ἀποσχισθεῖ ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, με πρωτεργάτη τόν Θεόκλητο Φαρμακίδη, πού πιεζόταν ἀπό τόν Μάουερ. Κυνηγήθηκε ὁ μοναχισμός, οἱ μισσιονάριοι ἐργάζονταν ἀνενόχλητοι καί ὁ Παπουλάκος θέλησε ν᾽ ἀντιδράσει δυναμικά. Συνεχίζει τά κηρύγματά του, παρά τ᾽ ὅτι τοῦ πῆραν τήν ἄδεια, ὡς νέος ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Τον ἐχθρεύονται καί αὐτόν πολλοί, ὁ Κοραῆς, ὁ Καΐρης, ὁ Φαρμακίδης καί ἄλλοι. Γιά τό ἔργο του συλλαμβάνεται τό 1851 στήν Ἀχαΐα για πρώτη φορά. Ὁ κόσμος τόν ἄκουγε μέ προσοχή καί τόν ὑπεραγαποῦσε. Τά κηρύγματά του στρέφει μέ θεοσημεῖες καί προφητεῖες.
Ὁ λαός τόν ἀκολουθοῦσε πιστά και ἀπτόητα. Μέ προδοσία συνελήφθη τό 1852 καί ὁδηγήθηκε στίς φυλακές τοῦ Ρίο. Στή συνέχεια περιορίσθηκε στή ἱ. μονή Προφήτου Ἠλιοῦ Σαντορίνης καί κατόπιν στη ἱ. μονή Παναχράντου Ἄνδρου. Κι ἐκεῖ δέν ἔπαυσε τίς ψυχωφελεῖς διδαχές καί προτροπές. Ὁ Παπουλάκος ἦταν ἕνας ἁπλός, φτωχός, ἀληθινός καί τίμιος μοναχός. Ἀγαποῦσε τήν Ὀρθοδοξία καί τήν Ἑλλάδα, τόν Χριστό και τήν Ἀλήθεια. Ἀκολούθησε τον δρόμο τῆς ὁμολογίας, τοῦ μαρτυρίου, τῆς ἀσκήσεως καί τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ψυχῶν. Γι᾽ αὐτό ὁ πιστός λαός τόν ἀγάπησε καί τόν τίμησε ὡς ἅγιο. Παρέδωσε το πνεῦμα του στίς 18.1.1861, 150 ἔτη πρίν ἡ μνήμη του παραμένει ζωντανή, γιά τήν καθαρότητα, γνησιότητα, ταπεινότητα καί ἀληθινότητα τῆς ζωῆς του.
Μορφές ἀνιδιοτέλειας, θυσίας καί προσφορᾶς χρειάζονται ἀπαραίτητα καί σήμερα.Ἡμέρες ἄτονες, ἰσχνές, ἄφωτες καί ταραγμένες, σάν τίς δικές μας, θέλουν ἡρωϊσμό, γενναιότητα, θάρρος καί τόλμη…
Στίς μετά τή σπατάλη ἰσχνές και δύσκολες ἡμέρες μας ξαναχρειάζεται ἐγερτήριο σάλπισμα προς μετάνοια, ἀνόρθωση, ἀνασυγκρότηση καί ὀρθοστασία. Ἡ ἐκκοσμίκευση κούρασε, ὁ μιμητισμός ταλαιπώρησε, ὁ ἐκδυτικισμός ἀλλοίωσε, ὁ συγκριτισμός ἐξαπάτησε, ὁ οἰκουμενισμός ἀστόχησε. Χρειάζονται ἀπαραίτητα γενναῖες φωνές, ἡρωϊκό φρόνημα, ὁμολογία πίστεως, πίστη θερμή ὡς τοῦ ὁσίου Παπουλάκου.
Πηγή: http://aktines.blogspot.com/2011/08/1861.html



Ο θάνατος του θανάτου Γράφει ο Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης


Ο θάνατος του θανάτου
Ἡ Ὀρθοδοξία πραγματοποιεῖ ὅ,τι τό πιό  φοβερό. Θανατώνει τόν θάνατο. Προσδοκοῦμε ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν κατά τή Δευτέρα Παρουσία.
Τή νίκη τοῦ θανάτου ἑορτάζουμε στήν πιό λαμπρή ἡμέρα τῆς χριστιανοσύνης, τό Πάσχα. Ἡ δύναμη τοῦ θανάτου ἐξοντώθηκε μέ τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ. «Θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». Ἑνωμένοι μαζί Του καί μέ τούς ἀδελφούς μας βιώνουμε  τό μυστήριο τῆς ἀναστάσεως, γινόμαστε φωτόμορφα τέκνα τῆς φωτοδόχου Ἐκκλησίας. Ἔτσι κατανοοῦμε πόσο φοβερή πληγή εἶναι οἱ διαιρέσεις καί οἱ κακίες γιά τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής εἶπε: «ὅποιος μυήθηκε στήν ἄφατη δύναμη τῆς ἀναστάσεως, ἀπόκτησε κιόλας ἐμπειρία τοῦ στόχου πού ἐξ ἀρχῆς εἶχε ὁ Θεός δημιουργώντας τό σύμπαν». Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μᾶς θυμίζει τήν ἀθανασία, γιά τήν ὁποία πλασθήκαμε καί ὄχι τή θνησιμότητα στήν ὁποία παρήκοα ἐκπέσαμε.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Ὁ Χριστός κατέβηκε γιά νά σωθοῦμε, δοκίμασε τόν
πειρασμό γιά νά νικήσουμε, ἀτιμάσθηκε γιά νά δοξάσει, νεκρώθηκε γιά νά σώσει, ἀνέβηκε γιά νά τραβήξει κοντά Του ἐκείνους πού εἶχαν γκρεμισθεῖ καί κοίτονταν χάμω γιά τήν
ἁμαρτία». Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου σέ λόγο του ἀναφέρει: «Ὁ Θεός ἔρχεται πλησίον καί οἱ θύρες τοῦ Ἅδη ἀνοίγουν. Ἐκεῖνοι πού ἀπό αἰῶνες κοιμάσθε, εὐφραίνεσθε. Ἐκεῖνοι πού στό σκοτάδι καί στή σκιά τοῦ θανάτου κάθεστε, δεχθεῖτε τό μεγάλο φῶς. Ὁ Δεσπότης καί Κύριος μαζί μέ τούς ἐργάτες, ὁ Θεός μαζί μέ τούς νεκρούς, ἡ ζωή μέ τούς θνητούς, ὁ ἄπταιστος μέ τούς φταῖχτες».
Στήν ἀνάσταση ζοῦμε τήν ὑπέρβαση, τοῦ θανάτου καί κάθε θλίψεως. Ἡ πίστη στήν ἀνάσταση ἀμβλύνει κάθε πόνο καί προσφέρει ἐλπίδα, αἰσιοδοξία καί χαρά. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μᾶς χαρίζει τήν ἀφοβία τοῦ θανάτου. Ὁ Χριστός μέ τόν θάνατό Του κατατρόπωσε τόν θάνατο κι ἔδωσε ζωή στούς κεκοιμημένους στά μνήματα. Οἱ τάφοι
ὅμως εἶναι ξανά γεμάτοι ἀπό σήψη καί φθορά πρίν τόν βιολογικό θάνατο. Ἔγιναν τάφοι οἱ ἀνθρώπινες καρδιές. Τό κοσμοχαρμόσυνο γεγονός τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως δέν φθάνει σέ καρδιές κλειστές, φοβισμένες καί ἰδιοτελεῖς.
 Ὑπάρχει κι ἕνας πρόωρος θάνατος μέ τίς πολλές ἐκτρώσεις, τίς αὐτοκτονίες καί τίς εὐθανασίες. Παιδιά πεθαίνουν ἀπό πείνα, δίψα, ἔλλειψη βασικῶν φαρμάκων κι ἐμβολίων. Σταυρώνουν ξανά τόν Χριστό ὅσοι κλέβουν τήν παιδική ἀθωότητα. Ὅσοι βαστοῦν ὅπλα,
ὅσοι δέν ξέρουν τί νά κάνουν τό χρῆμα τους, ὅσοι μένουν ἀνάλγητοι στόν πόνο τῶν συνανθρώπων τους. Θάνατοι ἠθικοί καί πνευματικοί, καθημερινοί καί βίαιοι, πού δέν ἐλπίζουν στό ἀναστάσιμο φῶς. Πάθη καί λάθη, πλεονασμοί καί κορεσμοί, ἀπληστίες καί σπατάλες, πού ἀναδίδουν ὀσμή θανάτου. Ὅσοι ἐπιμένουν στήν κακία μένουν ἄφωτοι καί ἄχαροι, ψυχικά νεκροί. Ὅσοι ἔχουν κυριευθεῖ  ἀπό τήν ἀπιστία ὁδηγοῦνται μόνοι τους σ’ ἐπιθανάτιο ρόγχο. Οἱ  πιστοί, μέσα στούς πειρασμούς καί τίς στερήσεις τους, ἔχουν ἄφθονο φῶς ζωῆς, πού τούς ἀναγεννᾶ καί ξανακαινουργιώνει. Ἀσπαζόμενοι ἀλλήλους τήν τροπαιοῦχο νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, ὑπογράφουμε συμβόλαιο αἰώνιας εἰρήνης, καταλλαγῆς, συμφιλιώσεως, συνεννοήσεως καί ἀφοβίας θανάτου.
τοῦ Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου

από το περιοδικό «ΠΡΩΤΑΤΟΝ», Απρίλιος –Ιούνιος 2013, Αριθ. 130

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

Πατερική Θεολογία Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (+) Καθηγητού Πανεπιστημίου 9. Ποια είναι η ουσία της Ορθοδόξου Παραδόσεώς μας


Πατερική Θεολογία
Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (+)
Καθηγητού Πανεπιστημίου

Μέρος Πρώτον: Στοιχεία Ορθοδόξου ανθρωπολογίας και Θεολογίας

9. Ποια είναι η ουσία της Ορθοδόξου Παραδόσεώς μας
Το θέμα τώρα είναι ποια είναι η ουσία της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Η Ορθόδοξη παράδοσι προσφέρει μέθοδο θεραπείας του νοός του ανθρώπου, δηλαδή της ψυχής του. Η θεραπεία αυτή έχει δύο φάσεις, όπως είπαμε, τον φωτισμό και την θέωσι. Η θέωσις, δηλαδή η θεοπτία, είναι η εγγύησις της θεραπείας, της πλήρους θεραπείας. Αυτή η θεραπευτική μέθοδος, η θεραπευτική αγωγή, που προσφέρει η Ορθόδοξος παράδοσις, παραδίδεται (εξ ου και παράδοσις) από γενεά σε γενεά με φορείς ανθρώπους, οι οποίοι έφτασαν στον φωτισμό και στην θέωσι και έγιναν θεραπευτές για τους άλλους. Δεν είναι δηλαδή απλή μεταβίβασις γνώσεων από τα βιβλία, αλλά μεταβίβασις και διαδοχή εμπειρίας, της εμπειρίας του φωτισμού και της εμπειρίας της θεώσεως.
Παρατηρείται όμως στην Παλαιά Διαθήκη ότι κατάστασι φωτισμού και θεώσεως είχαν μόνο οι Πατριάρχες και οι Προφήτες των Ισραηλιτών. Αυτό είναι ιστορικό φαινόμενο. Πριν από τους Προφήτες έχομε τους Πατριάρχες. Προ του Μωϋσέως έχομε τον Αβραάμ. Διαβάζομε όμως στην Παλαιά Διαθήκη ότι μέχρι τον Αβραάμ υπάρχει συνείδησις της καταστάσεως του φωτισμού και της θεώσεως. Ο ίδιος ο Αβραάμ ήταν θεόπτης, δηλαδή έφθασε σε θέωσι. Αυτό φαίνεται σαφώς. Για την εποχή προ του Αβραάμ πάλι έχομε στοιχεία από την Εβραϊκή Παράδοσι ότι φωτισμός και θέωσις υπήρχαν και στους προπάτορες του Αβραάμ, παραδείγματος χάριν στον Νώε. Η παράδοσις αυτή, του φωτισμού δηλαδή και της θεώσεως, μεταβιβάζεται. Δεν εμφανίζεται έτσι εκ του μηδενός. Δεν εμφανίζεται ξαφνικά τον 11ο ή 12ο π.Χ. αιώνα.
Υπάρχει Καινή Διαθήκη, υπάρχει και Παλαιά Διαθήκη. Στην Καινή Διαθήκη είναι πιο εύκολος ο έλεγχος, διότι είναι περιωρισμένος ο χρόνος διαρκείας της. Η Παλαιά Διαθήκη όμως περιλαμβάνει 1500 χρόνια ιστορίας. Μέσα τώρα σ’ αυτήν την περίοδο έχομε μία σπονδυλική στήλη. Αυτή η σπονδυλική στήλη, που είναι η παράδοσις του φωτισμού και της θεώσεως που μεταβιβάσθηκε από Προφήτη σε Προφήτη, είναι και η ουσία της Ορθοδόξου παραδόσεως: Η μεταβίβασις της εμπειρίας του φωτισμού και της θεώσεως από γενεά σε γενεά. Αυτή εκτείνεται στην Παλαιά Διαθήκη χρονικά από τον Αβραάμ μέχρι τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Αυτή είναι η Προφητική παράδοσις, η παράδοσις των Πατριαρχών και των Προφητών.
Αλλά και πριν από αυτήν την περίοδο έχομε την πρώτη περίοδο, που εκτείνεται από τον Αδάμ, μέσω του Νώε, μέχρι τον Αβραάμ. Σήμερα έχει διαπιστωθή αρχαιολογικά η αλήθεια των αναφερομένων ιστορικών γεγονότων στην Παλαιά Διαθήκη τουλάχιστον μέχρι την εποχή του Μωϋσέως. Και σήμερα δεν υπάρχει κανείς, που να αμφισβητή την Παλαιά Διαθήκη ως κείμενο μεγάλης ιστορικής αξίας. Αλλά και πριν από τον Μωϋσέα μέχρι την εποχή του Αβραάμ έχουν βρη οι αρχαιολόγοι στοιχεία, που επαληθεύουν τα αναφερόμενα στην Παλαιά Διαθήκη γύρω από το πρόσωπο του Αβραάμ.
Βλέπομε λοιπόν ότι η ουσία της Ορθοδόξου παραδόσεως δεν είναι το βιβλίο της Αγίας Γραφής, αλλά είναι η μεταβίβασις αυτής της εμπειρίας, του φωτισμού και της θεώσεως διαδοχικά από τον Αδάμ μέχρι των ημερών μας.

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Ανάγκη καλών πνευματικών ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΊΣΙΟΥ



 
Οι άνθρωποι σήμερα είναι κουρασμένοι, ζαλισμένοι και σκοτισμένοι από την αμαρτία και τον εγωισμό. Γι’ αυτό υπάρχει ανάγκη, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, από καλούς και έμπειρους πνευματικούς, που θα πλησιάζουν τους ανθρώπους απλά και με πραγματική αγάπη και θα τους καθοδηγούν με διάκριση, για να ειρηνεύουν. Χωρίς καλούς πνευματικούς αδειάζουν οι εκκλησίες και γεμίζουν τα ψυχιατρεία, οι φυλακές και τα νοσοκομεία. Πρέπει να συναισθανθούν οι άνθρωποι ότι ταλαιπωρούνται, γιατί είναι μακριά από τον Θεό, να μετανοήσουν και να εξομολογηθούν ταπεινά τις αμαρτίες τους.
Η εργασία του πνευματικού είναι εσωτερική θεραπεία. Δεν υπάρχει ανώτερος γιατρός από τον έμπειρο πνευματικό, που εμπνέει εμπιστοσύνη με την αγιότητά του, πετάει από τα ευαίσθητα πλάσματα του Θεού τους λογισμούς που φέρνει το ταγκαλάκι και θεραπεύει ψυχές και σώματα δίχως φάρμακα, με την Χάρη του Θεού.

Ο πνευματικός, όταν έχη θείο φωτισμό, πνεύμα Θεού, καταλαβαίνει και διακρίνει καταστάσεις, και μπορεί να δίνη σωστές κατευθύνσεις στις ψυχές. Καλά είναι να μην έχη πολλές απασχολήσεις, για να μπορή να διαθέτη τον απαιτούμενο χρόνο για την κάθε ψυχή και να κάνη σωστά την δουλειά του. Διαφορετικά, παθαίνει ό,τι και ένας καλός χειρουργός που, όταν κάθε μέρα έχη να κάνη πολλές εγχειρήσεις, κουράζεται και είναι φυσικό να μην αποδίδη όσο μπορεί. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να αναμειγνύεται σε όλα τα οικογενειακά θέματα, αλλά να περιορίζεται σε ό,τι σχετίζεται με την συγκεκριμένη κάθε φορά ψυχή, ώστε να έχη τον χρόνο να την βοηθήση αποτελεσματικά. Ούτε όμως ο εξομολογούμενος πρέπει να απασχολή τον πνευματικό με θέματα για τα οποία μπορεί να ρωτήση άλλους πιο αρμόδιους, να τον ρωτάη π.χ. ποιο σπίτι να νοικιάση ή σε ποιο φροντιστήριο να στείλη το παιδί του κ.λπ.

Στην εξομολόγηση κρίνεται και ο εξομολογούμενος και ο πνευματικός. Πολύ βοηθάει για την καθοδήγηση της ψυχής η ελευθερία η πνευματική. Να μην ακολουθή δηλαδή ο πνευματικός κάποια γραμμή που του βάζουν άλλοι, αλλά να βλέπη τι λένε οι Πατέρες και να ενεργή με διάκριση ανάλογα με τον άνθρωπο, με την πτώση, με την μετάνοια. Βλέπω όμως μερικές φορές ότι δεν υπάρχει ειλικρίνεια. Μερικοί που έχουν ευθύνη για τις ψυχές δεν κάθονται να πουν στον άλλον, που είναι λ.χ. μπλεγμένος με μάγους, με πλανεμένους κ.λπ., μια κουβέντα, να τον προβληματίσουν λίγο, να πάρουν μια θέση, για να μην έχουν φασαρίες μαζί τους. Δηλαδή, για να μην τα χαλάσουμε με τον έναν και με τον άλλον και για να λένε καλά λόγια για μας, να αφήσουμε τον άνθρωπο να καταστραφή και να χαίρεται ο διάβολος;

-Απόσπασμα από το βιβλίο: " ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΊΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Γ΄. ".-

https://www.facebook.com/panagiotispispas?fref=photo.

http://anexperimentindepth.blogspot.co.uk/2014/10/blog-post_75.html

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Άγιος Γέρων Παΐσιος ο Αγιορείτης: ”Επιστράτευση προσευχής”. Ιουνίου 4, 2013 — Χαράλαμπος Άγιος Γέρων Παΐσιος ο Αγιορείτης“….Ὅταν ὅμως δεῖτε



Άγιος Γέρων Παΐσιος ο Αγιορείτης“….Ὅταν ὅμως δεῖτε συμφορὲς στὴν Ἑλλάδα, τὸ κράτος νὰ βγάζη παλαβοὺς νόμους καὶ νὰ ὑπάρχη γενικὴ ἀστάθεια, μὴ φοβηθῆτε, θὰ βοηθήση ὁ Θεός.”
-Γέροντα θὰ γίνη πόλεμος;
-Ἐσεῖς κάνετε προσευχή; Ἐγὼ ἔχω ἀπὸ τὴν ἄνοιξη μέχρι τὸ φθινόπωρο ποὺ κάνω ἐπιστράτευση προσευχῆς -ἀθόρυβα-, γιὰ νὰ μᾶς λυπηθῆ ὁ Θεός, νὰ ἀποφύγουμε τὴν ἐπιστράτευση καὶ τὸν πόλεμο. Εἶχα πληροφορία: “Κάνετε πολλὴ προσευχή, γιὰ νὰ ἐμποδιστοῦν οἱ Τοῦρκοι, διότι τὴν Κυριακὴ 16 Ὀκτωβρίου, ἔχουν σκοπὸ νὰ μᾶς χτυπήσουν” (εἰπώθηκε τὸν Νοέμβριο τοῦ 1983. Ἡ πληροφορία δὲν ἦταν ἀνθρώπινη ἀλλὰ θεϊκή). Δόξα τῷ Θεῶ, μέχρι στιγμῆς μᾶς φύλαξε ἡ Παναγία, ἂς εὐχηθοῦμε νὰ μᾶς προστατεύσει καὶ στὴ συνέχεια.
-Γέροντα, τώρα ποῦ πέρασε ἀπὸ ἐδῶ ὁ κίνδυνος, θὰ συνεχίσουμε νὰ προσευχώμαστε γι’ αὐτὸ τὸ θέμα;
- Μήπως ὑπάρχει τόπος χωρὶς πόλεμο; Τί θὰ πῆ “ἐδῶ” καὶ “ἐκεῖ”; Καὶ ἐκεῖ ποὺ τώρα ἔχουν πόλεμο ἀδελφοί μας εἶναι. Ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα δὲν εἴμαστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι; Μοιράστηκε ὅμως ἡ οἰκογένειά μας, ἄλλοι εἶναι ἐδῶ, ἄλλοι ἐκεῖ. Μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους εἴμαστε ἀδελφοὶ καὶ κατὰ σάρκα καὶ κατὰ πνεῦμα, ἐνῶ μὲ τοὺς ἄλλους εἴμαστε ἀδελφοὶ μόνον κατὰ σάρκα. Ἑπομένως, γιὰ ἕναν  λόγο παραπᾶν, πρέπει νὰ προσευχόμαστε μὲ περισσότερο πόνο γι’ αὐτούς, γιατί αὐτοὶ εἶναι πιὸ ταλαίπωροι.
-Γέροντα, αὐτὸ τὸ διάστημα ποὺ τὰ πράγματα εἶναιδύσκολα γιὰ τὴν Ἑλλάδα, κάνω πολὺ κομποσχοίνι, ἀλλὰ σκέφτομαι καὶ ὅτι ἡ σωτηρία τῆς Ἑλλάδας δὲν κρέμεται ἀπὸ τὸ κομποσχοίνι μου.
Άγιος Γέρων Παΐσιος - λόγοι ς-Δὲν εἶναι ὅτι ἡ σωτηρία τῆς Ἑλλάδας κρεμάστηκε ἀπὸ τὸ κομποσχοίνι σου, ἀλλὰ τὸ νὰ σκέφτεσαι συνέχεια τὴν δυσκολία ποὺ περνάει ἡ Ἑλλάδα σημαίνει ὅτι πονᾶς τὴν πατρίδα καὶ ζητᾶς τὴν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος ποὺ…. μπορεῖ νὰ βοηθήσει.
Νὰ προσεύχεσθε νὰ ἀναδείξη ὁ Θεὸς πνευματικοὺς ἀνθρώπους, Μακκαβαίους, γιατί ὑπάρχει μεγάλη ἀνάγκη. Ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ πολεμήση τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό, γιατί τὴν παρανομία τὴν ἔχουν κάνει νόμο καὶ τὴν ἁμαρτία μόδα. Ὅταν ὅμως δεῖτε συμφορὲς στὴν Ἑλλάδα, τὸ κράτος νὰ βγάζη παλαβοὺς νόμους καὶ νὰ ὑπάρχη γενικὴ ἀστάθεια, μὴ φοβηθῆτε, θὰ βοηθήση ὁ Θεός.
-Ἔτσι ὅπως τὰ λέτε, Γέροντα, πρέπει νὰ τὰ ἀφήσουμε ὅλα καὶ νὰ δώσουμε τὶς δυνάμεις μας στὴν προσευχή.
-Μά, χωράει συζήτηση γι’ αὐτὸ τὸ πράγμα; Ὅλος ὁ κόσμος βράζει σὰν σὲ καζάνι. Ἡ Ἐκκλησία, ἡ πολιτεία, ὅλα τὰ ἔθνη εἶναι ἄνω-κάτω! Καὶ τί ἐξέλιξη θὰ ἔχουμε κανεὶς δὲν τὸ ξέρει. Ὁ Θεὸς νὰ βάλει τὸ χέρι του! […]
Ὅσο μπορεῖτε, νὰ εὔχεσθε ταπεινὰ γιὰ τὸν κόσμο ποὺ ἔδωσε πολλὰ δικαιώματα στὸν πονηρὸ καὶ ταλαιπωρεῖται.
Aπό το βιβλίο “Λόγοι Γέροντος Παισίου, τόμος ΣΤ, περί προσευχής” (σ.31-32).

Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου Επιστολή για τον λόγον του Θεού Δεκεμβρίου 27, 2010 — anaxoriti







Όπως το σώμα χωρίς την τροφή είναι αδύνατον να ζήση, έτσι και η ψυχή χωρίς τον θείο λόγο δεν είναι δυνατόν να ζήση, αλλά αποθνήσκει τον αιώνιο θάνατο. το δε να αποθάνη η ψυχή η ζημία είναι ανυπολόγιστος.
Διότι λείπει η πίστις και ο ζήλος, η προθυμία και η αγάπη και οι λοιπές αρετές, γι’ αυτό δεν παρουσιάζουμε σήμερα γλυκείς καρπούς πνευματικούς. Οι καρδιές των περισσοτέρων ανθρώπων είναι σαν την πεπατημένη, πετρώδη και ακανθώδη γη και γ’ αυτό παρατηρείται η ελεεινή και αξιοδάκρυτος σημερινή κατάσταση της κοινωνίας μας.
Βλέπω μετά λύπης μου τί διαβάζουν σήμερα οι Χριστιανοί. Μόλις ξυπνήσουν τρέχουν με ακόρεστη επιθυμία στις εφημερίδες να μάθουν τα νέα. Βλέπω να κρατούν οι περισσότεροι και να διαβάζουν εφημερίδες και κάτι αισχρά, ασεβή και βλάσφημα περιοδικά, από τα οποία επλημμύρισαν οι μεγάλες πόλεις και όλη μας η πατρίδα, και με απληστία διαβάζουν άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι. Δεν είδα κάποιον να κρατή ή να διαβάζη το Ευαγγέλιο ή θρησκευτικό περιοδικό.Τολμώ να πω ότι ο Θεός είναι άγνωστος στην Ελλάδα και ότι βασιλεύει και κυριαρχεί ο Σατανάς. Πώς λοιπόν να μην έλθη η οργή του Θεού; Ω άνθρωποι, «έως πότε βαρυκάρδιοι; ίνα τί αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψεύδος;». Έλθετε σε αίσθηση. Σας παρακαλώ ποια ωφέλεια έχετε από την ανάγνωση των εφημερίδων;… Λυπηρόν πράγμα, αγαπητοί μου, η μεν μέλισσα, ένα ευτελές έντομον, να τρέχη στα άνθη και να εκλέγη το άρωμα και το μέλι και οι λογικοί άνθρωποι να έχουν αφήσει τις καθαρές πηγές των θείων Γραφών και να τρέχουν στις ακάθαρτες και βορβορώδεις πηγές των μυθιστορημάτων, των εφημερίδων και πορνογραφικών περιοδικών;
Εάν οι Χριστιανοί διάβαζαν το Ευαγγέλιον θα είχαν αναμεταξύ τους αγάπη, δεν θα γίνονταν αδελφοκτόνοι, δεν θα ήσαν προσηλωμένοι στα γήινα, δεν θα ήσαν άρπαγες και πλεονέκτες, αλλά θα εθησαύριζαν στους ουρανούς. Θα ήσαν ελεήμονες, συμπαθείς, επιεικείς, πράοι, ανεξίκακοι. Δεν θα εφρόντιζαν μόνον για το ίδιο συμφέρον, αλλά και για το συμφέρον των αδελφών τους. Εάν οι γυναίκες διάβαζαν τον Απόστολο Παύλο, τον Απόστολο Πέτρο, τους θείους Διδασκάλους, οι οποίοι παραγγέλουν, ότι οι γυναίκες πρέπει να ενδύωνται σεμνά και την κεφαλή να έχουν σκεπασμένη, δεν θα ντύνονταν με την άσεμνη, σατανική και σκανδαλωδέστατη ενδυμασία με την οποία σήμερα ντύνονται ξεγυμνωμένες τελείως τα χέρια και τα στήθη, χωρίς να ντρέπωνται τους ανθρώπους, και τον Θεό μη φοβούμενες. Εάν διάβαζαν τις Γραφές οι άνθρωποι δεν θα βλασφημούσαν τον Θεόν, αλλά θα Τον δοξολογούσαν. Οι μικροί θα σέβονταν τους μεγάλους και οι μεγάλοι θα αγαπούσαν τους μικρότερους. Εάν διάβαζαν οι άνθρωποι τις Γραφές οι γονείς θα παιδαγωγούσαν και θα δίδασκαν τα παιδιά τους. τα δε παιδιά τους θα υπάκουαν τους γονείς. Εάν εγώ δεν ανεγίνωσκον, έλεγε ένας φιλόσοφος, θα ήμουν ο κάκιστος των ανθρώπων. Και εμείς οι σημερινοί χριστιανοί, επειδή δεν διαβάζουμε τις θείες Γραφές, γίναμε κακούργοι, αδελφοκτόνοι, παράφρονες. Και πώς δεν είναι παράφρονες οι γυναίκες που περπατούν στους δρόμους και μπαίνουν και μέσα στον ναό του Θεού σχεδόν γυμνές…; Όχι μόνον αυτές είναι παράφρονες, αλλά και οι γονείς και οι συγγενείς που τις επιτρέπουν έτσι να ντύνωνται. Πώς δεν είναι παράφρονες εκείνοι που βλασφημούν το όνομα του Θεού, του Ποιητού και Πλάστου και Χορηγού όλων των αγαθών, Εκείνου ο Οποίος το αίμα Του έχυσε για να μας εξαγό­ραση;

Ομιλία του Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου στον Φρικτό Γολγοθά την Αγία και Μεγάλη Παρασκευή Δεκεμβρίου 27, 2010 — anaxoriti




Σημείωσις του εκδότου: εις την συνέχειαν παρεμβάλλομεν την γενομένην εις τον φρικτόν Γολγοθαν εμπνευσμένην ομιλίαν του Γέροντος ειλημένην εκ του βιβλίου αυτού «Μέγα και θαυμαστόν προσκύ­νημα εις Παλαιστίνην και Σίνα», και η οποία έχει ως ακολούθως:

«Ο δε Θεός, Βασιλεύς ημών προ αιώνων, ειργάσατο σωτηρίαν εν μέσω της γης» (Ψαλμοί 73, 12).
Συ, ω ένδοξος δύναμις, Συ ω άπειρος σοφία του Θεού, Συ, ω Εσταυρωμέ­νε  Ιησού, δος μοι δύναμιν κατά ταύτην την Αγίαν ημέραν και ώραν, δος μοι σύ­νεσιν και σοφίαν λόγου, και τράνωσόν μου την γλώσσαν, δι’ ευχών του Μακαριωτάτου Πατρός ημών όπως εξυμνήσω τα μεγαλεία σου!
***
Μακαριώτατε Πατριάρχα της Αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ˙ Πανιερώτατοι Άγιοι Αρχιερείς˙ Πανοσιώτατοι Πατέρες και αδελφοί· φιλόχριστον σύστημα.
Σκότος βαθύτατον της άπιστίας, της ασεβείας και ειδωλολατρείας εκάλυπτέ ποτε την υφήλιον άπασαν. Ο ουρανός, ο ήλιος, η σελήνη, τα άστρα, έτι δε και πολλά των τετραπόδων θηρίων και ερπετών επροσκυνούντο και ελατρεύοντο ως θεοί, η δε λατρεία του αληθινού Θεού είχεν έκλείψει. Πολλοί εκ των αρχαίων φιλοσόφων, και δη Ελλήνων, δια της φιλοσοφίας των ενόησαν και παρεδέχθησαν ότι δεν είναι θεοί τα κτίσματα, αλλ’ υπάρχει Θεός ο των κτισμάτων ποιητής, τε­χνίτης και Δημιουργός, τον οποίον μη δυνηθέντες να γνωρίσωσιν έστησαν είδωλον, αφιερώσαντες αυτό «τω αγνώστω Θεώ».
Επεχείρησαν πολλοί εκ των ανωτέρω φιλοσόφων δι’ ηθικής διδασκαλίας, δια συγγραμμάτων, δια παραινέσεων να αναχαιτίσουν την τότε ανθρωπότητα, ήτις εφέρετο εις απώλειαν, αλλ εις μάτην, επειδή οι τότε άνθρωποι ου μόνον τα κτί­σματα ελάτρευον ως θεούς, αλλά και αυτά τα πάθη των εθεοποίουν. Τούτο έκαμε τον ύπατον των φιλοσόφων Σωκράτην να είπη, ως εκ θείας χάριτος φωτισθείς, προς τους  Αθηναίους; «Εν σκότει αν διατελητε, άνθρωποι, ει μη τίνα ο Θεός επιπέμψοιε κηδομένος υμών». Τούτο ήτο σαφής προφητεία της μετά πάροδον ετών τινων ελεύσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Εις πάντα μεν τα άλλα έθνη εβασίλευεν η απιστία και ειδωλολατρεία, εις μόνην δε την Ιουδαίαν ελατρεύετο και επροσκυνείτο ο αληθής Θεός. Εις τους Ιουδαίους, οίτινες τότε ήσαν ο εκλεκτός και περιούσιος λαός του Θεού, ο Θεός α­πέστειλε Πατριάρχας, Προφήτας, Κριτάς, Βασιλείς. Έδωκε νόμον, εντολάς και διατάξεις λατρείας·  αλλ’ αυτοί απώσαντο την ευλογίαν του Θεού και αντί ευλογίας έλαβον την κατάραν. Τους Πραφήτας και απεσταλμένους προς αυτούς παρά του Θεού, άλλους μεν έδειραν, άλλους ελιθοβόλησαν, άλλους επριόνισαν, άλλους απέκτειναν.
Πάντες οι Προφήται από του Πατριάρχου Αβραάμ, του Μωυσέως και έως του Βαπτιστού Ιωάννου προεφήτευσαν την ελευσιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· ου μόνον δε την έλευσιν, αλλά και την γέννησιν, την βάπτισιν, το κήρυ­γμα αυτού, την εκλογήν των Αποστόλων, την Μεταμόρφωσαν, την Σταύρωσιν, την Ταφήν και Ανάστασιν, την θείαν Ανάληψιν, την Κάθοδον του Αγίου Πνεύματος.

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται.


αʹ. Ὅτε τὸν παναρμόνιον τουτονὶ κόσμον ἐξ ἀρχῆς ἔπλαττεν ὁ Θεὸς,
θαύματα ἐπὶ θαύμασιν εἰργάσατο,
οὐ νόμῳ φύσεως δουλεύων,
ἀλλ' ἐξουσίᾳ δυνάμεως πάντα τεκταινόμενος.
Οἷόν τι λέγω·
Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
Εἶδες τάξιν καὶ ἀκολουθίαν;
Πρότερον τὸν ὄροφον, καὶ τότε τὸ ἔδαφος.
Ὅπερ γὰρ εἶπον, οὐ νόμῳ φύσεως ἐδούλευεν,
οὐδὲ τάξει τέχνης,
ἀλλ' ἐξουσίᾳ δυνάμεως.
Εἱστήκει ἡ στέγη, καὶ τὸ ἔδαφος οὐκ ἐφαίνετο·
ἡ γὰρ δύναμις τοῦ ἐργαζομένου πάντα διεκράτει.
Ἐρώτησον τὸν αἱρετικόν·
Εἰπέ μοι, πῶς ἡ στέγη ἐγένετο, καὶ τὸ ἔδαφος οὐχ ὑπέκειτο;
εἰπέ μοι τὸν λογισμὸν, εἰπέ μοι τὸν τρόπον.
Ἀλλὰ σιγᾷς, καὶ πίστει σεαυτῷ παραχωρεῖς.
Ποίας ἄξιος εἶ συγγνώμης, τὰ μὲν κοσμικὰ καὶ ἐπίγεια τῇ πίστει σεαυτῷ παραχωρῶν,
τὰ δὲ θεῖα καὶ ἐπουράνια περιεργαζόμενος καὶ πολυπραγμονῶν;
Ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν·
ἐποίησε τὴν γῆν ἔδαφος, καὶ ὕδατα αὐτῇ ὑπέθηκεν.
Εἶδες θεμέλιον τοῦ οἰκοδομήματος;
Ἄνωθεν γῆ, καὶ κάτωθεν ὕδατα.
Καίτοι γε οἱ οἰκοδόμοι ἑτέρως ἐργάζονται·
ἐξαντλοῦσι τὰ ὕδατα, καὶ τότε τὸν θεμέλιον καταβάλλονται.
Ὁ δὲ Θεὸς ἐπάνω τῶν ὑδάτων ἔθηκε τὸν θεμέλιον,
ἵνα μὴ τὴν δύναμιν τοῦ θεμελίου,
ἀλλὰ τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἐργαζομένου θαυμάσῃς.
Ἀλλ' ὅπερ ἔλεγον, προσέχετε μετὰ ἀκριβείας·
φιλοσόφων γὰρ ἅπτομαι λόγων.
Ὅτε δὲ τὸν παναρμόνιον τουτονὶ κόσμον εἰργάζετο,
τὰ μὲν ἄλλα πάντα ἀπὸ μοναδικῆς ἐποίησεν οὐσίας.
Κἂν ἀσαφὴς ᾖ ὁ λόγος, ποιήσω αὐτὸν σαφέστερον, ἐὰν προσέχητε·
Τὰ μὲν ἄλλα πάντα ἀπὸ μοναδικῆς ἐποίησεν οὐσίας,
τὰ ἄνω καὶ τὰ κάτω
(καὶ γὰρ κόσμος ἐκεῖνος, καὶ κόσμος οὗτος· δύο οὗτοι κόσμοι)·
ἀλλ' ἕκαστος τῶν γενομένων, ἀπὸ μοναδικῆς οὖν οὐσίας.
Οἷόν τι λέγω·
Τὰ ἄνω πάντα ἀσώματα, τὰ κάτω πάντα σώματα, τὰ ἄνω νοερὰ, τὰ κάτω αἰσθητά·
τὰ ἄνω ἀόρατα, τὰ κάτω ὁρατά.
Πάντα σώματα τὰ κάτω, καὶ οὐρανὸς, καὶ ἥλιος, καὶ σελήνη, καὶ γῆ, καὶ θάλαττα, καὶ δένδρα, καὶ φυτὰ, καὶ βόες, καὶ πρόβατα, καὶ ἵπποι·
πάντα ὁρώμενα, πάντα αἰσθητὰ, πάντα σώματα, πάντα ἁφῇ ὑποβαλλόμενα, καὶ ὄψει ὁρώμενα.
Τὰ ἄνω πάντα ἀόρατα, νοερὰ, ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι, θρόνοι, κυριότητες, ἀρχαὶ, ἐξουσίαι, δυνάμεις, τὰ Χερουβὶμ, τὰ Σεραφίμ.
Οὔτε ἐκεῖνα ὁρατὰ, οὔτε ταῦτα ἀόρατα·
οὔτε ἐκεῖνα σώματα, οὔτε ταῦτα ἀσώματα, ἀλλὰ καὶ ταῦτα σώματα, καὶ ἐκεῖνα ἀσώματα·
πάντα ἐκ μοναδικῆς ἐγένετο οὐσίας, καὶ τὰ κάτω, καὶ τὰ ἄνω·
καὶ τὰ μὲν ἀπὸ σωμάτων, τὰ δὲ ἐξ ἀσωμάτων, τὰ μὲν σώματα, τὰ δὲ ἀσώματα.
Μόνος ὁ ἄνθρωπος ἐκ διπλῆς ἐγένετο οὐσίας, τῆς μὲν βελτίονος,
τῆς δὲ χείρονος, ψυχῆς τε καὶ σώματος·
ἡ μὲν γάρ ἐστιν ἀόρατος καὶ νοερὰ, ἡ ψυχή·
τὸ δὲ σῶμα αἰσθητὸν καὶ ὁρατόν.
Τίνος οὖν ἕνεκεν οἱ μὲν δύο κόσμοι οὗτοι ἀπὸ μοναδικῆς ἐγένοντο οὐσίας,
καὶ οὔτε ἄνω σώματα, οὔτε κάτω ἀσώματα·
ἄνθρωπος δὲ μόνος ἀπὸ ἀσωμάτου καὶ σώματος συνέστηκεν;
Ἀκούσατε τὴν αἰτίαν, καὶ μάθετε τοῦ ἐργαζομένου τὴν σοφίαν.
Ἐπειδὴ γὰρ δύο κόσμοι ἦσαν οὗτοι τῇ οὐσίᾳ διεστηκότες, ὁ μὲν ἀσώματος, ὁ δὲ ἐνσώματος·
ὁ μὲν ἀόρατος, ὁ δὲ ὁρατός·
ὁ μὲν νοερὸς ὁ ἄνω, ὁ δὲ αἰσθητὸς ὁ κάτω·
ἵνα μὴ ἡ διαφορὰ τῶν ἔργων διαφόρους δημιουργοὺς εἰσαγάγῃ, καὶ μὴ λέγηται, ὅτι ἄλλος τὰ ἄνω ἐποίησε, καὶ ἄλλος τὰ κάτω, διπλοῦν ζῶον ἐν τῷ κόσμῳ ἔθηκεν ἀνακηρύττειν καὶ τῶν ἄνω καὶ τῶν κάτω τὴν δημιουργίαν.
∆ιπλοῦς κόσμος ἄνθρωπος, καὶ τῶν ἄνω τὸ συγγενὲς ἔχων τὴν ψυχὴν, καὶ τῶν κάτω τὸ σῶμα, σύνδεσμός τις καὶ γέφυρα, ἕνα δημιουργὸν ἔχων, τὸν τὰ ἄνω καὶ τὰ κάτω ἐργασάμενον·
καὶ καθάπερ παρθένος, ἐμπέπλεκται ἡ ψυχὴ ἐν μέσῳ τῷ σώματι.
Ἐπεὶ οὖν διπλῆ γέγονεν ἡ οὐσία, διπλῆ αὐτῆς καὶ ἡ χρεία.
Πρόσεχε μετὰ ἀκριβείας τῷ λόγῳ·
διπλῆ αὐτῆς καὶ ἡ χρεία.
Ἔστι σῶμα, καὶ ἔστι ψυχή.
Ὥρισε τῷ σώματι τροφὴν, καὶ τῇ ψυχῇ λόγον·
τρέφεται τὸ σῶμα ἄρτῳ, τρέφεται καὶ ἡ ψυχὴ τῷ λόγῳ·
ἔχει ἔνδυμα τὸ σῶμα, ἱμάτια·
ἔχει ἔνδυμα καὶ ἡ ψυχὴ, τὴν ἀρετήν.
Παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη·
οὐ περὶ αἰσθητῶν ἱματίων λέγουσα ἡ Γραφὴ, ἀλλὰ περὶ τῶν τῆς ἀρετῆς.
Πᾶσα γὰρ ἡ δόξα τῆς θυγατρὸς τοῦ βασιλέως ἔσωθεν ἐν κροσσωτοῖς χρυσοῖς.
Τί οὖν;
∆ιπλοῦς ὁ ἄνθρωπος, καὶ διπλῆ ἡ οὐσία·
καὶ δεῖται ἡ ψυχὴ λόγου διδάσκοντος, νοοῦντος, ἀπωθουμένου τὰ πάθη, διορθοῦντος τὰ τραύματα.
Μὴ τοίνυν τὴν αἰσθητὴν μόνον προσέχωμεν τράπεζαν, ἀλλὰ καὶ τὴν νοερὰν ὑμῖν παραθῶμεν ἀπὸ τῶν Παύλου ῥημάτων τὴν ἑστίασιν ὑμῖν ἐργαζόμενοι, καὶ τὸν σκηνοποιὸν εἰς μέσον ἄγοντες, τὸν ἰδιώτην, τὸν ἀμαθῆ, τὸν τῆς οἰκουμένης διδάσκαλον, τὸν τοῖς δαίμοσι φοβερὸν, τὸν νοσήματα ἐλαύνοντα, τὸν ἄνω καὶ κάτω περιτρέχοντα, τὸν εἰς παράδεισον ἐλθόντα, τὸν εἰς τρίτον ἀνελθόντα οὐρανὸν, τὸν ἐν τῇ τέχνῃ τοσαύτην ἔχοντα τὴν χάριν, τὸν οὐ παρὰ τῆς τέχνης διακωλυόμενον, ἀλλ' ἐπιτήδευμα μεταχειρίζοντα, καὶ λάμποντα τοῖς κατορθώμασιν.
Ἄγωμεν αὐτὸν εἰς τὸ μέσον·
οὐ γὰρ λαμβάνω αὐτοῦ κόρον τῶν ἐγκωμίων.
Ἐραστὴς αὐτοῦ εἰμι τοῦ κάλλους·
οὐ γάρ ἐστι σωματικὸν, ἵνα σήπηται, ἀλλὰ πνευματικὸν μηδέποτε μαραινόμενον.
Τὸ σῶμα διελύθη, καὶ ἡ μορφὴ λάμπει ὑπὲρ τὸν ἥλιον.
Ὁ ἥλιος ἄνω τρέχει, Παῦλος κάτω ἀντιτρέχει·
ὁ μὲν αἰσθητὸν φαίνων φῶς, ὁ δὲ νοερὸν εἰς τὰς ψυχὰς εἰσάγων·
ὁ μὲν ἐν νυκτὶ παραχωρῶν, ὁ δὲ καὶ ἐν νυκτὶ λάμπων.
Ἔλαβε βασιλέας, καὶ εὐσεβείας ἐνέπλησεν·
ἔλαβε γυναῖκας, καὶ ἀνδρῶν ἀνδρειοτέρας κατέστησεν·
ἔλαβε νέους, καὶ γεγηρακότων συνετωτέρους κατεσκεύασεν·
ἑκατέραν φύσιν, πᾶσαν ἡλικίαν κατώρθωσεν ὁ σμίλην ἔχων, ὁ δέρματα ῥάπτων·
οὐ γὰρ παύσομαι συνεχῶς αὐτοῦ λέγων τὴν τέχνην.
Νύμφη παρεσκευασμένη, βασιλέων σεμνότερος, πλουσίων εὐπορώτερος, στρατιωτῶν δυνατώτερος, τειχῶν ἀσφαλέστερος·
λύρα ἡ γλῶσσα, μέλιτος γλυκύτερος, θαλάσσης βαθύτερος, οὐρανοῦ ὑψηλότερος, πυρὸς θερμότερος, σιδήρου τομώτερος·
Θεοῦ τὴν χάριν ἔχων, ναὸς τοῦ Θεοῦ, στόμα τοῦ Χριστοῦ, λύρα τοῦ Πνεύματος, τῶν κατηχουμένων κήρυξ, τῶν πιστῶν παιδοτρίβης, πανταχοῦ περιερχόμενος, τεῖχος μηδέποτε καταπῖπτον, ἐπιστολαὶ τὴν οἰκουμένην νικῶσαι καὶ τὴν κιβωτόν.
βʹ. Καθάπερ γὰρ Νῶε σανίδας ῥάψας κιβωτὸν εἰργάσατο, οὕτω καὶ Παῦλος ἐπιστολὰς γράψας κατεσκεύασε κιβωτὸν νοεράν·
αὕτη ἐκείνης βελτίων.
Ἡ μὲν γὰρ ἐλάμβανε τὰ ἄλογα, καὶ ἐτήρει τὰ ἄλογα·
αὕτη δὲ λαμβάνει τὰ ἄλογα, καὶ μεταβάλλει.
Οἷόν τι λέγω·
Εἰσῆλθεν εἰς τὴν κιβωτὸν λύκος, καὶ ἐξῆλθε λύκος·
εἰσῆλθεν εἰς τὰς Παύλου ἐπιστολὰς λύκος, καὶ ἐξῆλθε πρόβατον·
εἰσῆλθε μάγος, καὶ διωρθώθη·
εἰσῆλθεν ὕπατος, καὶ βελτίων ἐγένετο.
Καὶ ἐκείνη μὲν ἡ κιβωτὸς τὸν Νῶε διέσωσε μόνον μετὰ δύο ἢ τριῶν ὀνομάτων·
αὕτη δὲ ἡ κιβωτὸς τὴν οἰκουμένην ἐσαγήνευσε.
Πανταχοῦ πλέει καθ' ἑκάστην ἡμέραν, καὶ αἱ σανίδες οὐ διαλύονται·
οὐ γὰρ πίσσῃ, ἀλλὰ Πνεύματί εἰσι κεχρισμέναι.
Ἀπῆλθεν ὁ Νῶε ἐξ αὐτῆς, καὶ αὐτὴ πλέει·
ἀπέθανε Παῦλος, καὶ ἡ κιβωτὸς ζῇ·
καθ' ἑκάστην ἡμέραν σαγηνεύει, καὶ οὐ καταποντίζεται·
ἔχει γὰρ τοῦ κυβερνήτου τῆς οἰκουμένης τὴν χάριν αὐτὴν κατέχουσαν.
Ἐπεὶ οὖν τοιαῦται αἱ ἐπιστολαὶ, τοιαῦται αἱ σανίδες, τοιαύτη ἡ σωτηρία, φέρε δὴ τὴν γλῶτταν ἐνταῦθα ἀφήσωμεν, μίαν λέξιν ὑμῖν ἑρμηνεύοντες, καὶ πᾶσαν τὴν ὁμιλίαν εἰς ταύτην ἀναλίσκοντες.
Τοιαύτη γὰρ ἡ τῶν Γραφῶν περιουσία.
Καθήμενος γὰρ καὶ ἀκούων αὐτοῦ λέγοντος, ὅτι ἡρπάγη εἰς τρίτον οὐρανὸν, καὶ ἤκουσεν ἄῤῥητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ εἰπεῖν·
εἶτα προϊόντος καὶ λέγοντος·
Ἐν τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκὶ, ἄγγελος Σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ·
ἐφοβήθην, μή τις τῶν ἀκουόντων ἀγνοῶν τὸ νόημα, ἁπλουστέρως σκανδαλισθῇ, ἀνάγκην ἐποιησάμην ταύτην εἰς μέσον τὴν ῥῆσιν ἀγαγεῖν, καὶ διαψηλαφῆσαι οὕτως.
Εἴτε γὰρ ἠγνόει τις, σαφὲς ἔσται·
εἴτε μὴ, γνωριμώτερον καὶ εὔληπτον ἔσται·
ὁ μὲν γὰρ εἰδὼς, ἀναμνησθήσεται·
ὁ δὲ μὴ εἰδὼς, μαθήσεται.
Καὶ γὰρ πολλῶν ἤκουσα τὸ νόημα ἀγνοούντων καὶ λεγόντων, ὅτι παρεδόθη τῷ Σατανᾷ ὁ Παῦλος.
Τί λέγεις, εἰπέ μοι;
Παρεδόθη, φησὶ, τῷ Σατανᾷ, ἵνα τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ πλήξῃ·
καὶ κεφαλαλγίαν αὐτῷ ἐνέβαλεν ὁ διάβολος.
Τοῦτο ὅλον;
τὸν διδάσκαλον τῆς οἰκουμένης, τὸν παραδείσου πολίτην, τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, ὅπερ ἔφην, τὴν λύραν τοῦ Πνεύματος, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, τὸν τὴν οἰκουμένην διαδραμόντα, τὸν τὰς ἀκάνθας τῶν ἁμαρτημάτων ἀνασπάσαντα, τὸν τὰ σπέρματα τῆς εὐσεβείας ἐμβαλόντα, τὸν ἐν γῇ τρέχοντα, τὸν ἐν θαλάσσῃ ἀγωνιζόμενον, τὸν νυχθήμερον ἐν τῷ βυθῷ πεποιηκότα, τὸν ἐν δεσμωτηρίοις στεφανούμενον, τὸν ἐν δικαστηρίῳ τρόπαιον στήσαντα, τὸν πᾶσαν ἐπιδραμόντα τὴν οἰκουμένην, τὸν ἄϋπνον ἐκεῖνον, οὗ τὰ ἱμάτια νόσους ἐφυγάδευσεν, οὗ ἡ ζωὴ θάνατον δραπετεύειν παρεσκεύασε, τοῦτον ὑποχείριον ὁ διάβολος εἶχε;
Καὶ μὴν τὸ ἐναντίον ἀκούω ποιοῦντα.
Ἐπόρνευσέ τις παρὰ Κορινθίοις·
ἤκουσεν ὁ Παῦλος, καὶ τί φησι;
Καὶ ὑμεῖς πεφυσιωμένοι ἐστὲ, καὶ οὐχὶ μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ τοῦ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας.
Ἐγὼ μὲν γὰρ ὡς ἀπὼν τῷ σώματι, παρὼν δὲ τῷ πνεύματι, ἤδη κέκρικα ὡς παρὼν τὸν οὕτω τοῦτο κατεργασάμενον, ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου συναχθέντων ὑμῶν ἁπάντων, καὶ τοῦ ἐμοῦ πνεύματος, σὺν τῇ δυνάμει τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ Σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκὸς, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
Ἐννόησον ἐξουσίαν Παύλου·
τὸν πεπορνευκότα παρέδωκε τῷ Σατανᾷ, ἵνα πλήξῃ αὐτὸν ὁ Σατανᾶς,
ἵνα ἡ κόλασις αὐτῷ αὕτη καθάρσιον γένηται τοῦ ἁμαρτήματος.
Ὅτι γὰρ τοῦτο ἐγένετο, ἐν τῇ δευτέρᾳ ἐπιστολῇ λέγει·
Κυρώσατε εἰς αὐτὸν ἀγάπην, ἵνα μὴ πλεονεκτηθῶμεν ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ.
Σὺ παρέδωκας τῷ Σατανᾷ, καὶ σὺ λέγεις.
Ἵνα μὴ πλεονεκτηθῶμεν ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ;
Οὐ γὰρ οἶδε, φησὶ, μέτρον ὁ Σατανᾶς.
Παρέδωκα ὅτε ἔδει, ἀπολαμβάνω ὅτε χρή·
παρέδωκα ὡς δημίῳ τῷ Σατανᾷ, ἵνα μόνον ἀποσμηχθῇ ὁ ἡμέτερος ἄνθρωπος·
λάβωμεν αὐτόν.
Ἐὰν γὰρ ἐπὶ πλεῖον ἀφῶμεν αὐτὸν, πλεονεκτούμεθα ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ·
οὐ γὰρ οἶδε μέτρον ὁ Σατανᾶς.
Παρέδωκα, ἵνα διορθώσηται ἑαυτόν·
ἐὰν δὲ ἀφῶμεν αὐτὸν, ἀποκτενεῖ αὐτὸν ὡς τὸν Ἰούδαν.
∆ιὰ τοῦτο λέγει·
Κυρώσατε εἰς αὐτὸν ἀγάπην, ἵνα μὴ πλεονεκτηθῶμεν ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ.
Τί κάλλιστα εἶπεν;
Οὐκέτι τοῦ Σατανᾶ ἐστιν·
οὐ γὰρ ἐν πορνείᾳ ἐστὶν, ἀλλ' ἐν μετανοίᾳ·
μὴ οὖν τὸ ἐμὸν λάβῃ ἐκεῖνος.
Ὅτε ἦν ἐκείνου, ἔδωκα αὐτῷ, ἵνα ἐμὸν γένηται τὸ ἐκείνου.
Ὢ σοφία Παύλου!
διὰ τοῦ λύκου τὸ πρόβατον ἔσωσε·
διὰ τοῦ πειρατοῦ τὸν ναύτην ναυαγήσαντα ἀνιμήσατο·
διὰ τοῦ πολεμίου τὸν στρατιώτην εἰς τάξιν ἐπανήγαγεν.
Ἀντὶ φαρμάκου πικροῦ κέχρημαι τῇ τοῦ διαβόλου πληγῇ.
Εἰ μόνον παιδεύσει, ἀφίσταμαι αὐτοῦ.
Κολαζέτω ἐκεῖνος, ἵνα αἴσθηται τί εἰργάσατο ὁ πεπορνευκώς.
Ὅταν ἀποσμήξῃ τὸ ἁμάρτημα, ὅταν ἀποσμήξῃ τὴν σηπεδόνα, καὶ ἐκκαθάρῃ τὸ τραῦμα, τότε ἰσχυρὰ δείκνυται ἡ ψυχή.
Οὐκ ἀφίημι τὸ χρυσίον ἐν τῷ πυρί·
ἵνα μὴ φρυγῇ, ἀνιμῶμαι αὐτό.
Τοῦτο γάρ ἐστι τοῦ σοφοῦ, εἰδέναι τὸ μέτρον, πόσον δοῦναι τῷ πυρὶ, καὶ πόσον λαμβάνειν.
Ἵνα μὴ πλεονεκτηθῶμεν ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ.
Οὐ γὰρ αὐτοῦ τὰ νοήματα ἀγνοοῦμεν.
Ὁ τοίνυν τὰ νοήματα αὐτοῦ ἐπιστάμενος, ὁ τοσαύτην ἔχων ἐξουσίαν, ὡς καὶ ὅρους αὐτῷ τιθέναι καὶ χρόνου καὶ μέτρου·
χρόνου μὲν, ἁρπάζων παρ' αὐτοῦ αὐτόν·
μέτρου δὲ, παραδιδοὺς τὸν τοιοῦτον τῷ Σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός.
Ἐπειδὴ γὰρ ἀκόρεστον τὸ θηρίον, καὶ οὐδέποτε λαμβάνει πλησμονὴν ἀπὸ τῶν ἡμετέρων σαρκῶν, ἵνα μὴ καθάπαξ ἀποκτείνῃ αὐτὸν, διὰ τοῦτο λέγει, Εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκὸς, ἵνα μὴ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἅψηται·
ὅπερ ὁ Θεὸς λέγει τῷ Ἰὼβ, Ἄπελθε, πλῆξον αὐτοῦ τὴν σάρκα, τῆς δὲ ψυχῆς αὐτοῦ μὴ ἅψῃ, καὶ ὅρους τίθησι τῷ διαβόλῳ ὁ Θεός.
Οὕτω καὶ ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, τῇ δυνάμει τοῦ Θεοῦ τὸν ∆εσπότην μιμούμενος, ἀπόφασιν αὐτῷ δίδωσιν, ἣν ὑπερβῆναι ὁ διάβολος οὐκ ἐτόλμησεν.
Εἰ γὰρ ὑπερέβη, πρὸς Παῦλον ἴσχυσεν·
ἐπεὶ καὶ τότε, ὅτε ἦν ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ, τοιοῦτόν τι ἐργάσασθαι ἐβουλήθη ὁ διάβολος.
Ἐπειδὴ γὰρ τὸ δεσμωτήριον ἐσαλεύθη, ἐπειδὴ τὰ δεσμὰ ἐλύθη, ἐπειδὴ ὁ δεσμοφύλαξ ἔξυπνος ἐγένετο, ἔλαβε μάχαιραν, ἵνα ἀνέλῃ ἑαυτὸν, τοῦ διαβόλου κατεπείγοντος ἀναιρεθῆναι αὐτόν.
Ἐπειδὴ γὰρ ἔνδον ἦν ὁ ποιμὴν, ἵνα μὴ τὸ πρόβατον σωθῇ, ἦλθεν ὁ λύκος θηριάλωτον ποιῆσαι τὸ πρόβατον.
Ἀλλ' ὁ ποιμὴν, καίτοι δεδεμένος, κατέσχε, λέγων·
Μηδὲν ποιήσῃς σαυτῷ κακόν.
Ὢ φιλανθρωπία ποιμένος!
δέδεται, καὶ τὸν δήσαντα ἐλεεῖ·
ἀφῆκε τὰ ἑαυτοῦ, καὶ τὰ ἐκείνου μεριμνᾷ.
Μηδὲν ποιήσῃς σεαυτῷ κακόν.
Ὁρᾷς τὰς θύρας ἀνεῳγμένας, ἀλλ' ἐγὼ εὐγνώμων οἰκέτης·
ἠνεῳγμέναι αἱ θύραι, ἀλλὰ μένω ἔνδον·
ἕως ἄν σε διασώσω, οὐκ ἐξέρχομαι.
∆ιὰ τοῦτο εἰσῆλθον, ἵνα λύσας σε τῶν σειρῶν, ἀπαλλάξω σε ἁμαρτημάτων.
Σὺ ἔδησας, ἐγὼ λύω, Μηδὲν ποιήσῃς σαυτῷ κακόν·
πάντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε.
Τί οὖν;
Ὁ λύκος εἱστήκει βουλόμενος ἀποκτεῖναι, τὸ ξίφος ὠθῶν κατὰ τοῦ δεσμοφύλακος·
ὁ ποιμὴν ἐβόησεν·
ἤκουσεν ὁ λύκος, ἀφῆκε τὸ πρόβατον.
Ἔλαβεν ὁ ποιμὴν θηριάλωτον μέλλον γενέσθαι.
Καὶ τί ποιήσω, φησὶν, ἵνα σωθῶ;
Βαπτίσθητι εἰς τὸ ὄνομα Χριστοῦ.
Βαβαὶ, πῶς εὔκολος ἡ σωτηρία, ἄφατος ἡ φιλανθρωπία!
Τὸν δεσμοφύλακα ἔσωσεν ὁ δεσμώτης, τὸ δεσμωτήριον ἐκκλησίαν εἰργάσατο.
Πότε, φησὶ, βαπτισθῶ ἵνα σωθῶ;
Ἡ φυλακὴ οὐ κωλύει, ὁ τόπος οὐκ ἐμποδίζει·
χάρις ἐστὶν ἡ οὐ τόπου δεομένη, οὐ καιροῦ χρῄζουσα·
γενέσθω καὶ τὸ δεσμωτήριον ἐκκλησία.
γʹ. Ὢ πῶς οὐδὲ οὗτος οὐδαμοῦ τῆς τέχνης τῆς ἑαυτοῦ ἐπελάθετο!
ἀλλὰ πανταχοῦ ἡλίευε, καὶ ἐν δικαστηρίῳ, καὶ ἐν θαλάσσῃ, καὶ ἐν νήσῳ, καὶ ἐν γῇ, καὶ ἐν ἐρήμῳ, καὶ ἐν οἰκουμένῃ.
Ὁ μὲν γὰρ ἁλιεὺς, ἐὰν μὴ ἴδῃ θάλατταν, οὐχ ἁπλοῖ τὰ δίκτυα.
Ἐπειδὴ δὲ οὗτος οὐκ αἰσθητὸς, ἀλλὰ νοερὸς, καὶ ἐν πλοίῳ ἡλίευε, καὶ ἐν ὄρει, καὶ ἐν πηγαῖς, καὶ ἐν ὁδοῖς, καὶ ἐν λειμῶσι, καὶ ἐν ποταμοῖς, καὶ οὐδεὶς τόπος κώλυμα ἐγένετο τῇ τέχνῃ Ἀλλ' ὅπερ ἔλεγον·
κἂν γὰρ πολλὰς ποιήσωμαι τὰς διεξόδους, τοῦ ζητήματος οὐκ ἀποστήσομαι.
Τί οὖν ἐστιν;
Ὁ τοίνυν τοσαύτην ἔχων ἐξουσίαν, ὡς ἐπιτάττειν τῷ διαβόλῳ, καὶ ὅρους αὐτῷ τιθέναι, καὶ μέτρον τοῦ σκάμματος·
οὗτος τῷ διαβόλῳ παραδίδοται;
Οὐκ ἤκουσας τοῦ Χριστοῦ λέγοντος, ὅτι Πατεῖτε Ἐπάνω ὄφεων, καὶ σκορπίων, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ;
τί οὖν ἐστι τὸ εἰρημένον, Ἐδόθη σκόλοψ τῇ σαρκί μου, ἄγγελος Σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ;
Ὅλη ἡ ἄγνοια ὡς ἐπὶ πολὺ ἐντεῦθεν γίνεται τοῖς πολλοῖς, ἐκ τοῦ μὴ εἰδέναι τὰ ἰδιώματα τῶν λέξεων, μηδὲ τὰς ἑρμηνείας αὐτῶν.
Τὸ, κολαφίζειν, τινὲς ἐπὶ κεφαλῆς ἔλαβον μόνον·
κολαφισμὸς δὲ λέγεται κάκωσις, ταπείνωσις.
Ἐκολάφισεν αὐτὸν ἐχθρὸς αὐτοῦ, Ἐταπείνωσε·
Τόδε τὸ πρᾶγμα, ἐκολάφισεν, ἀντὶ τοῦ, Ἐταπείνωσεν·
οὐ μόνον γὰρ ἐπὶ κεφαλῆς λέγεται.
Καὶ αὐτὸς κέχρηται τῇ λέξει πάλιν.
Ἐπειδὴ γὰρ ἰδιώτης ἦν, τῇ συνήθει λέξει κέχρηται εἰς παράστασιν τῶν νοημάτων.
Μέχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν, καὶ διψῶμεν, καὶ γυμνητεύομεν, καὶ κολαφιζόμεθα, καὶ ἐπηρεαζόμεθα παρὰ τῶν ἐχθρῶν, ἐπιβουλευόμεθα, κωλυόμεθα, ἐμποδιζόμεθα, ἀδικούμεθα, τουτέστι, Κολαφιζόμεθα, κακουχούμεθα, μαστιγούμεθα, δεινὰ πάσχομεν, ἐν δεσμωτηρίῳ ἐμβαλλόμεθα, ἀπαγόμεθα, ἐξοριζόμεθα, λιμῷ παραδιδόμεθα.
Ὅλην οὖν ταύτην τὴν κάκωσιν κολαφισμὸν ἐκάλεσε καὶ ταπείνωσιν.
Πρόσεχε, καὶ μὴ παραδράμῃς αὐτό·
χρείαν ἔχω τῆς ἑρμηνείας ἐν τῷ καιρῷ.
Τί οὖν;
Σαφῶς παρέξωμεν.
Κάτεχε τὴν ἑρμηνείαν ἣν εἶπόν σοι, πρόσεχε τοῖς λεγομένοις.
Ὁ τοίνυν κολαφισμὸς, τουτέστιν, ἡ ταπείνωσις ἡ παρὰ τῶν ἐχθρῶν γινομένη, εἴτε διὰ δεσμωτηρίου, εἴτε δι' ἀπαγωγῆς, εἴτε διὰ δικαστηρίου, εἴτε διὰ λιμοῦ, εἴτε διὰ οἱουδήποτε πράγματος.
Τί οὖν ἐστιν, Ἐν τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη σκόλοψ τῇ σαρκί μου, ἄγγελος Σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ·
ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα, καὶ εἶπέ μοι·
Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου·
ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται;
Πρόσεχε τίς ἐστιν οὗτος ὁ ἄγγελος τοῦ Σατᾶν.
Οὐ γὰρ εἶπεν, Ἐδόθη μοι Σατανᾶς ἄγγελος, ἀλλ', Ἄγγελος Σατᾶν.
Ἔθος τῇ Γραφῇ, ὃ πολλάκις μὲν εἴρηται, λεχθήσεται δὲ καὶ νῦν·
Τὰ γὰρ αὐτὰ λέγειν ἐμοὶ μὲν οὐκ ὀκνηρὸν, ὑμῖν δὲ ἀσφαλές·
διδάσκω γὰρ, οὐκ ἐπίδειξιν παρέχομαι λόγων·
φυτεύω, οὐχ ἁπλῶς παρέρχομαι.
Οὐκ εἰμὶ ὁδοιπόρος, ἀλλὰ σπόρον καταβάλλω.
Ὁ μὲν γὰρ ὁδοιπόρος τρέχει, ἵνα τὴν ὁδὸν ἀνύσῃ·
ὁ δὲ σπόρον καταβάλλων σκάπτει, εἶτα καταβάλλει τὸν κόκκον, εἶτα ἐπάγει τὴν γῆν, καὶ ἐν τῷ βάθει τίθησιν, ἵνα μὴ γυμνὸν προκείμενον τὸ σπέρμα γένηται πρόβολον τοῖς ἄνωθεν ὀρνέοις.
Ὅπερ οὖν ὁ γεωργὸς ἐπὶ τῶν σπερμάτων, τοῦτο ἐγὼ ἐπὶ τῶν νοημάτων.
Ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τῶν σπερμάτων εἰσὶ κόρακες, οὕτως ἐπὶ τῶν νοημάτων εἰσὶ δαίμονες καὶ διάβολοι, καὶ φροντίδες βιωτικαί.
∆ιὰ τοῦτο αὐτὸ περιστέλλω, ἵνα ἐξελθὼν τῇ φροντίδι τῇ βιωτικῇ μὴ λάβῃ τοῦ διαβόλου.
Ἐὰν μὲν γὰρ ἁπλώσω αὐτὸ, ἁρπάζεται·
ἐὰν δὲ ἐν τῷ βάθει θῶ, διαφυλάττεται.
Οὐ γὰρ χρεία καιροῦ, ἀλλὰ γνώμης·
οὐ χρεία ὑετοῦ, ἀλλὰ προθυμίας.
Μετὰ προθυμίας ἄκουσον, μετὰ σπουδῆς περίστειλον·
καὶ οὐδεὶς αὐτὸ ἁρπάσαι δύναται.
Τί οὖν ἔλεγον ἔθος τῇ Γραφῇ;
Τὰ ὀνόματα πολλαχοῦ ἀπὸ τῶν τρόπων τιθέναι, καὶ μὴ ἀπὸ τῆς προσηγορίας ἐκείνης καλεῖν τὸν ἄνθρωπον, ἀφ' ἧς ἔθηκαν οἱ γονεῖς ἀπ' ἀρχῆς·
ἀλλὰ ἀπὸ τῆς προσηγορίας ἐκείνης, ἀφ' ἧς ἡ κακία ἢ ἡ ἀρετὴ δίδωσιν.
Οἷόν τι λέγω·
Ἐὰν ἴδῃ τινὰ ἀναίσχυντον, κύνα αὐτὸν καλεῖ, οὐ τῷ ἰδίῳ ὀνόματι, ἀλλὰ τῷ ὀνόματι τῆς κακίας·
ἐὰν ἴδῃ τινὰ ἅρπαγα, λύκον αὐτὸν καλεῖ, οὐ τῷ ὀνόματι τῶν γονέων, ἀλλὰ τῇ πονηρίᾳ τῆς προσηγορίας·
ἐὰν ἴδῃ ἕτερον πονηροῦ ἀνθρώπου ἔργα πράττοντα, ἀπ' ἐκείνου τοῦ ὀνόματος αὐτὸν καλεῖ.
Ἀλλ' ἵνα μὴ ἁπλῶς αὐτὸ ἀποφαίνωμαι, καὶ ἀπόδειξιν παρέχω τῶν λεγομένων, μάρτυρας ὑμῖν εἰσαγαγεῖν βούλομαι.
Ὅρασις ἣν εἶδεν Ἡσαΐας υἱὸς Ἀμὼς, κατὰ τῆς Ἰουδαίας, καὶ κατὰτῆς Ἱερουσαλήμ.
Ἐνταῦθα προσέχετε, Κατὰ τῆς Ἰουδαίας, καὶ κατὰ τῆς Ἱερουσαλήμ.
Ἄκουε, οὐρανὲ, καὶ ἐνωτίζου, γῆ, ὅτι Κύριος ἐλάλησεν·
Υἱοὺς ἐγέννησα, καὶ ὕψωσα, αὐτοὶ δέ με ἠθέτησαν.
Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον, καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ·
Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω, καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκεν.
Οὐαὶ ἔθνος ἁμαρτωλόν!
Τίσι ταῦτα;
Τοῖς Ἰουδαίοις.
Λαὸς πλήρης ἁμαρτιῶν.
Λέγει αὐτῶν τὰς παρανομίας, τὰς ἁμαρτίας, τὸ ἀδιόρθωτον, τὴν τυραννίδα, τὴν τιμωρίαν.
Ἀρχόμενος εἶπε, Κατὰ τῆς Ἰουδαίας, καὶ κατὰ Ἱερουσαλήμ·
καὶ πάλιν λέγει, Ἀκούσατε λόγον Κυρίου, ἄρχοντες Σοδόμων·
προσέχετε νόμον Θεοῦ, ὁ λαὸς Γομόῤῥας.
Τί μοι πλῆθος τῶν θυσιῶν ὑμῶν;
λέγει Κύριος.
Πλήρης εἰμὶ ὁλοκαυτωμάτων κριῶν, καὶ στέαρ ἀρνῶν καὶ αἷμα ταύρων καὶ τράγων οὐ βούλομαι.
Ἐὰν προσφέρητέ μοι σεμίδαλιν, μάταιον θυμίαμα, βδέλυγμά μοι ἐστί.
Τὰς νουμηνίας ὑμῶν καὶ τὰ σάββατα μισεῖ ἡ ψυχή μου.
Ποῖα σάββατα μεμίσηκε;
ποίας νουμηνίας;
ποῖα θυμιάματα;
ποίους ταύρους;
ποῖα πρόβατα;
Σοδομηνοὶ οὐδὲν τούτων ᾔδεισαν·
οἱ ἐν Σοδόμοις πρὸ Μωϋσέως ἐγένοντο.
Σοδομηνοὶ πρὸ τοῦ Ἀβραὰμ ἦσαν, Σοδομηνοὶ ἀπὸ Λὼτ ἦσαν, Σοδομηνοὶ ἀπώλοντο.
Σοδομηνοῖς διαλέγεται τοῖς καυθεῖσι, τοῖς ἀπολωλόσιν;
Ἐνταῦθα εἶπε, Κατὰ Ἰουδαίας, καὶ κατὰ Ἱερουσαλήμ·
ἦλθεν ἐπὶ Σόδομα·
ἔδωκε δίκην.
Τίνι διαλέγεται;
Ἀνακόλουθα τὰ εἰρημένα, ἐὰν μὴ ἴδῃς τὴν ἑρμηνείαν τῶν λέξεων·
ἐὰν δὲ μάθῃς, εὑρίσκεις τὴν ἀκολουθίαν.
Οὐ γὰρ Σοδομηνοῖς διαλέγεται, ἀλλὰ Ἰουδαίοις, Σοδομηνοὺς αὐτοὺς καλῶν.
Ἐπειδὴ τὸν τρόπον αὐτῶν ἐκληρονόμησαν, καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῖς ἐπιτίθησι.
Σοδομηνοὶ, οἱ τὰ ἐκείνων ἀκούοντες.
Πάλιν ἀλλαχοῦ·
Κύνες ἐνεοὶ οἱ Ἰουδαῖοι, οὐ δυνάμενοι ὑλακτεῖν·
οὐκ ἐπειδὴ εἰς κύνα μετέπεσαν τὴν φύσιν, ἀλλ' ἐπειδὴ εἰς κύνας τὴν προαίρεσιν.
Ἰωάννης ὁ τῆς ἐρήμου πολίτης, τὸ φρόνημα τὸ ὑψηλὸν, ἡ γνώμη ἡ ἀχείρωτος, ὁ κάτω βαδίζων, καὶ τῆς οὐρανίας ἁψῖδος ἁπτόμενος, ὁ τῆς στείρας καρπὸς, ἡ τῆς ἀφωνίας τοῦ πατρὸς λύσις, ἡ φωνὴ τοῦ ἀφώνου, ὁ ἐν τῇ ἐρήμῳ βοῶν, ἐν τῇ μήτρᾳ (ἡ γὰρ μήτρα ἔρημος, στεῖρα γὰρ ἦν), ὁ διπλοῦς κήρυξ, καταφρονῶν παίδων, κατεξανιστάμενος τῶν ὁρωμένων, ἦλθε πρὸς Ἰουδαίους, καὶ λέγει αὐτοῖς·
Ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν·
οὐκ ἐπειδὴ ὄφεις ἦσαν τὴν φύσιν, ἀλλ' ἐπειδὴ δολεροὶ τὴν προαίρεσιν.
Ἄλλος πάλιν προφήτης·
Ἵπποι θηλυμανεῖς ἐγένοντο·
ἕκαστος πρὸς τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον αὐτοῦ ἐχρεμέτιζεν.
Ἵπποις οὖν διαλέγεται;
Οὐχὶ, ἀλλὰ τοῖς ἀσελγέσι, τοῖς ἀκολάστοις ἀνθρώποις.
Αὐτὸς ὁ Χριστὸς τοῖς Ἰουδαίοις·
Ὑμεῖς υἱοὶ τοῦ διαβόλου ἐστέ.
Τέκνα οὖν τοῦ διαβόλου, καὶ τὴν φύσιν εἶχον τοῦ διαβόλου;
Οὐχὶ, ἀλλὰ τὴν προαίρεσιν ἐμιμήσαντο, καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἔλαβον.
Καὶ λέγει ἑρμηνεύων αὐτό·
Ὑμεῖς υἱοὶ τοῦ διαβόλου ἐστὲ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν·
ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἐστὶν ἀπ' ἀρχῆς Κατέχετε τὸν κανόνα, ὅτι κύνες οἱ ἀναίσχυντοι, ὅτι λύκοι οἱ ἅρπαγες, ὅτι ὄφεις οἱ δολεροὶ, ὅτι ἀσπίδες οἱ ὕπουλοι, ὄνοι οἱ ἀνόητοι, ἵπποι θηλυμανεῖς οἱ ἀσελγεῖς καὶ ἀκόλαστοι, κορῶναι οἱ ἀκάθαρτοι, Σοδομηνοὶ οἱ τὰ ἐκείνων ζηλοῦντες, οἱ τὰς πράξεις ἐκείνων μιμούμενοι.
Ἡ τοίνυν φύσις οὐκ ἔστι πονηρὰ, ἀλλ' ἡ γνώμη ἐστὶν ἡ διεφθαρμένη.
Κατέχετε μετὰ ἀκριβείας·
προσέχετε, ὅτι τὰ ὀνόματα ἀπὸ τῶν τρόπων τίθενται, καὶ αἱ προσηγορίαι ἀπὸ τῆς γνώμης.
Καὶ τοῦτο οὐκ ἐν τῇ Γραφῇ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ συνηθείᾳ τῇ κοινῇ.
Ἐὰν ἴδωμεν σήμερον ἄνθρωπον ἥμερον, λέγομεν·
Πρόβατον ὁ ἄνθρωπος·
ἐὰν ἴδωμέν τινα ἀναισχυντοῦντα, λέγομεν, Μὴ γὰρ ἄνθρωπος;
κύων ἐστίν·
ἐὰν ἴδωμεν δολερὸν, Ὄφις ὁ ἄνθρωπος.
Ὁρᾷς ὅτι καὶ ἡ κοινὴ συνήθεια τοῦτον οἶδε τὸν νόμον;
Ἐὰν ἴδωμεν πολλαῖς πονηρίαις γέμοντα ἄνθρωπον, λέγομεν·
Σατανᾶς·
οὐκ ἐπειδὴ Σατανᾶς, οὐδὲ κατὰ τὴν φύσιν κοινωνὸς αὐτοῦ ἐστιν, ἀλλὰ τῇ γνώμῃ, ἐπειδὴ ζηλοῖ κατὰ ἀνθρωπίνην δύναμιν τὰ ἐκείνου.
Οὐκοῦν τὰ ὀνόματα ἀπὸ τῶν τρόπων.
Ὅταν οὖν ἀκούσῃς καὶ Παύλου λέγοντος, Ἐδόθη σκόλοψ τῇ σαρκί μου, ἄγγελος Σατᾶν, μὴ τὸν διάβολον νόμιζε, ἀλλὰ τοὺς τὰ διαβόλου ἐργαζομένους, τοὺς Ἕλληνας, τοὺς Ἰουδαίους, τοὺς δαίμονας·
οἷος τότε δαίμων ἄγγελος Σατᾶν, Ἀλέξανδρος ὁ χαλκεὺς πολλά μοι κακὰ ἐνεδείξατο.
Ἄγγελος Σατᾶν·
τὰ γὰρ τοῦ Σατανᾶ ἔπραττεν.
Οἷοι ἦσαν οἱ ἐμβαλόντες αὐτὸν εἰς τὸ δεσμωτήριον, οἷοι ἦσαν οἱ μαστίζοντες αὐτόν.
Ἀνθρώπους οὖν ἀγγέλους τοῦ Σατανᾶ, τοὺς τὰ τοῦ Σατανᾶ ἐργαζομένους, τοὺς ἐκκόπτοντας τὸ Εὐαγγέλιον, τοὺς ἐμποδίζοντας τὸ κήρυγμα, τοὺς μαστίζοντας αὐτὸν, τοὺς ἐλαύνοντας.
Πρόσεχε·
ὅλον ἐλύθη τὸ νόημα.
δʹ. Προσέχετε μετὰ ἀκριβείας, ἵνα εἰδῆτε καὶ τὸν λέγοντα κάμνοντα, καὶ Παῦλον ἀνθρώπινα πάσχοντα.
Ἐπειδὴ γὰρ ὁ Χριστὸς ἀνέβη, καὶ τὸ κήρυγμα αὐτοῖς ἐνεχείρισε καὶ τὴν πρεσβείαν τὴν καλήν.
Ὁ γὰρ Χριστὸς πρεσβευτὴς ἦλθε πρὸς ἡμᾶς παρὰ τοῦ Πατρὸς ἀποσταλεὶς πρεσβεῦσαι εἰρήνην.
Πόλεμος γὰρ ἦν ἀνθρώποις πρὸς τὸν Θεόν·
καὶ ἔπεμψε πρεσβευτὴν, οὐ δοῦλον, ἀλλὰ Υἱόν.
Ὢ κηδεμονία τοῦ ἀποσταλέντος!
ὢ φιλανθρωπία τοῦ ἀποστείλαντος!
Ἀποστείλαντος καὶ ἀποσταλέντος ὅταν ἀκούσῃς, μὴ τόπου νόμιζε μετάβασιν, ἀλλ' οἰκονομίας συγκατάβασιν.
Εἰ γὰρ καὶ μεθ' ἡμῶν ἦν, ἀλλὰ καὶ παρὰ τῷ Πατρὶ ἦν.
Καὶ Παῦλος λέγει·
Ὑπὲρ Χριστοῦ πρεσβεύομεν, ὡς τοῦ Θεοῦ παρακαλοῦντος δι' ἡμῶν·
καταλλάγητε τῷ Θεῷ.
Ὑπὲρ Χριστοῦ πρεσβεύεις;
Πάνυ.
Καὶ ποῦ ὁ πρεσβευτής;
Ἀπῆλθε.
Ποῦ ἀπῆλθε;
Πρὸς τὸν Πατέρα.
∆ιὰ τί;
Βλέπε πράγματα καινότερα.
Ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων ὅταν ἔθνος πρὸς ἔθνος πρεσβεύῃ, ὁ πρεσβευτὴς ἀδείας ἀπολαύει τῷ νόμῳ τῆς πρεσβείας·
ἐὰν δὲ πάθοι τι ὁ πρεσβευτὴς, πόλεμος κινεῖται μέγας μεταξὺ τῶν ἐθνῶν.
Ἐπὶ τοῦ Θεοῦ τὸ ἐναντίον ἐγένετο.
Ἦλθε παρὰ τοῦ Πατρὸς πρὸς ἀνθρώπους, ἐσφάγη ὁ πρεσβευτὴς, καὶ τότε γέγονεν εἰρήνη.
Ἀλλ' οἱ πρέσβεις ἐρχόμενοι δῶρα φέρουσι, καὶ δῶρα λαμβάνουσι.
Τί οὖν;
ποῖον ἦλθε φέρων δῶρον ἐμοὶ, καὶ τὸ δῶρον παράδοξον;
Ὡς καὶ ὁ πρεσβευτὴς παράδοξος, καὶ τὸ δῶρον παράδοξον.
Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἦλθε φέρων δῶρον, τὸ σῶμα αὐτοῦ ἦλθε φέρων δῶρον.
Καὶ τί παρ' ἐμοῦ ἔλαβε δῶρον;
Πίστιν.
Καὶ τίς ταύτης μοι ἔδωκε χάριν;
Ἐπίστευσα ἐγὼ, ἐχαρίσατο ἐκεῖνος, ἐλύθη ἡ ἔχθρα.
Εἶδες πραγμάτων εὐκολίαν;
εἶδες καταλλαγῆς τάχος;
Ὁ πρεσβευτὴς ἐπειδὰν ἔλθῃ πρὸς ἔθνος, οὐ καταξιοῖ ἀγοραίῳ ἤ τινι τῶν πενήτων διαλεχθῆναι, ἀλλ' εὐθὺς ὄρθριος πρὸς βασιλέα εἰσέρχεται.
Οὗτος ὁ πρεσβευτὴς ἦλθε, καὶ εὐθέως πόρνῃ διελέχθη, λῃστῇ, καὶ μάγῳ, καὶ τελώνῃ.
Εἶδες πρεσβευτοῦ φιλανθρωπίαν;
Οὐ γὰρ πρὸς ἕνα καὶ δεύτερον ἦλθεν, ἀλλὰ πρὸς τὴν κοινὴν φύσιν·
καὶ ἦλθε τὸ ἱμάτιον τὸ ἐμὸν περιβεβλημένος, ἵνα μὴ γυμνῇ τῇ θεότητι παραγενόμενος σοβήσῃ τὴν θήραν·
ἀλλ' ἦλθε πρὸς ἄνθρωπον ὡς ἄνθρωπος.
Ἐπειδὴ τοίνυν ἦλθεν, ἀνήγαγεν ἡμῶν τὴν ἀπαρχὴν, καὶ καλέσας τοὺς ἀποστόλους, τὴν πρεσβείαν αὐτοῖς ἐνεχείρισε·
Λάβετε τὴν πρεσβείαν.
Ἡμεῖς πῶς δυνάμεθα, δέομαί σου;
Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον.
Σὺ ἐσφάγης, καὶ ἡμεῖς τί ἔχομεν παθεῖν;
Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον, καὶ, Ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμι, Μεθ' ὑμῶν, ὅτι πρεσβεύω·
οὐ γὰρ ἐγκατέλιπον ὑμᾶς.
Ἐπειδὴ τοίνυν ἀνέβη, καὶ τὴν πρεσβείαν αὐτοῖς ἐνεχείρισε.
Καὶ τί θαυμάζεις, εἰ καὶ αὐτὸς ὁ βασιλεὺς ὁ Πατὴρ πρεσβεύει;
Ὑπὲρ Χριστοῦ πρεσβεύομεν, ὡς τοῦ Θεοῦ παρακαλοῦντος δι' ἡμῶν.
Ὁ ὑβρισθεὶς παρακαλεῖ.
Ἵνα τί;
Καταλλάγητε τῷ Θεῷ.
Ὢ φιλανθρωπία!
ὢ ἀγαθότης ἄφατος!
Ἐπειδὴ τοίνυν ἀνέβη, καὶ τὴν πρεσβείαν τοῖς ἀποστόλοις ἐνεχείρισε·
τὰ δὲ πράγματα ἦν ἀδιόρθωτα, καὶ ἡ οἰκουμένη ἀκανθῶν ἔγεμε, καὶ ἀσέβεια ἐτυράννει, καὶ ἡ κακία ἐκράτει, καὶ βωμοὶ ἀνήπτοντο, καὶ κνίσσα ἐμόλυνε, καὶ αἵματα ἐξεχεῖτο, καὶ φύσις ἐπατεῖτο, καὶ ὠδῖνες κατεφρονοῦντο, καὶ νόμοι καὶ θεσμοὶ καινοὶ παρελύοντο, καὶ θυγατέρας αὐτῶν καὶ υἱοὺς αὐτῶν τοῖς δαιμονίοις ἔθυον·
καὶ τὰ ἄλλα πάντα ἦσαν πανηγύρεις, καὶ ῥητόρων χοροὶ, καὶ φιλοσόφων σύλλογοι, καὶ δαιμόνων βακχεῖαι, καὶ διαβόλου δύναμις, καὶ ξίφη ἠκονημένα, καὶ πανταχοῦ κρημνοὶ, καὶ πανταχοῦ σκόπελοι, καὶ συνήθεια ἡ κρατοῦσα, καὶ ὠδῖνες πατέρων, καὶ ἡ προγόνων ἀσέβεια, ὁδὸν ἡδονῆς ἔχουσα, καὶ νόμοι βασιλέων διεφθαρμένοι, καὶ δοῦλοι καὶ δεσπόται, καὶ ἄρχοντες καὶ ἰδιῶται, καὶ πλούσιοι καὶ πένητες, πάντες ἀσεβείᾳ συμπεπλεγμένοι, καὶ πολλὰ ἔχοντες τὰ μηχανήματα·
οἱ δὲ ἀπόστολοι πάντες ἦσαν δώδεκα, μᾶλλον δὲ ἕνδεκα·
ὁ γὰρ εἷς θηριάλωτος γέγονεν·
ἦσαν οὖν ἕνδεκα.
Ὁ τοίνυν Παῦλος οὐ λόγων δύναμιν κεκτημένος, οὐ χρημάτων περιουσίαν ἔχων, οὐ γλῶτταν ἠκονημένην, οὐ πατρίδος μέγεθος, οὐ γένους περιφάνειαν, οὐ σώματος ἰσχὺν, γυμνὸς, μεμονωμένος, ἰχθύων ἀφωνότερος, ἄσημος ἐξ ἀσήμων, ἰδιώτης, ἀμαθὴς, καὶ περιήρχετο σπείρων κατὰ τὴν οἰκουμένην τὰ σπέρματα τῆς εὐσεβείας, καὶ πάντες ἀντέπιπτον·
καὶ ὁ μὲν ἐνέβαλ[λ]ε, καὶ ἐμαστίγου·
ὁ δὲ ἐλάμβανε, καὶ εἰς δεσμωτήριον εἷλκεν·
ὁ δὲ ἐλάμβανε, καὶ εἰς τήγανα ἐνέβαλλεν, ὁ δὲ ἐσκανδάλιζε·
καὶ μυρίοι πόλεμοι.
Ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι.
∆ιάκονοι Χριστοῦ εἰσι;
Παραφρονῶν λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ·
ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως, ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, ἐν θανάτοις πολλάκις·
τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον, τρὶς ἐῤῥαβδίσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθήμερον ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα, ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις, ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι, χωρὶς τῶν παρεκτὸς, ἐπισύστασίς μου ἡ καθ' ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν.
Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ;
τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;
Ὁ ἀδελφὸς ἔπιπτεν, οὗτος ἤλγει·
ἐχθρὸς ἐπεβούλευ[σ]εν, οὗτος ἔπασχεν.
Οἶδας τοῦτο, ὅτι ἀπεστράφησάν με πάντες οἱ ἐν τῇ Ἀσίᾳ.
Πάλιν·
Τεκνία μου, οὓς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν.
Ποῦ ἤμελλεν ἀρκεῖν τοῖς ἔξω, τοῖς ἔσω, ταῖς μάστιξι, ταῖς λύπαις, τῇ θαλάσσῃ, τοῖς κινδύνοις, τοῖς δεσμωτηρίοις, ταῖς ἀπαγωγαῖς, τηγάνοις, ἐπιβουλαῖς, δήμοις, βασιλεῦσιν, οἰκείοις, ἀλλοτρίοις, ψευδαδέλφοις ἐπιβουλεύουσιν, ἀδελφοῖς ἀσθενοῦσιν, ἀλλοτρίοις ἀπερχομένοις, τοῖς οἰκείοις, τοῖς σκελιζομένοις;
ποῦ ἤρκει τὸ σῶμα;
ποῦ ἤρκει ἡ ψυχή;
Ἅλυσιν περιέκειτο, δεσμωτήριον ᾤκει, ἐπιστολὰς ἔγραφεν·
ἔνθεν ἐξεβάλλετο, ἐκεῖθεν ἐπεβουλεύετο·
ἔνθεν ἄγγελοι Σατᾶν, ἐκεῖθεν ἄγγελος Σατᾶν, πολλοὶ ἄγγελοι τοῦ Σατᾶν, οἱ μὲν εἰς δεσμωτήριον, οἱ δὲ εἰς δικαστήρια.
Οὐκ ἤρκει, ἀπώλλυτο, ἡ ψυχὴ διεκόπτετο.
Τοὺς κύνας οὐχ ἑώρα, καὶ ἐδάκνετο, ἐπεβουλεύετο πανταχόθεν.
Προσέρχεται τῷ Θεῷ, καὶ λέγει αὐτῷ·
∆έομαί σου, ἀναπνεύσω μικρόν.
Ποῦ ἀρκέσω;
Ὁ ἄγγελος τοῦ Σατᾶν βάλλει με, οἱ ἐχθροὶ, οἱ ἐπίβουλοι, οἱ Ἕλληνες, οἱ Ἰουδαῖοι, ψευδάδελφοι, ἀσθενεῖς ἀδελφοί·
ὠδίνω, καὶ γίνεται ἔκτρωμα·
οὐ γεννῶ;
καὶ ἄλλοι ἐπιβουλεύουσι·
σήμερον εἰς δεσμωτήριον, εἰς θάλασσαν αὔριον, μετ' αὐτὰ εἰς πέλαγος, εἶτα εἰς λιμὸν, εἰς δῖψαν, εἰς γυμνότητα, εἰς τήγανα, εἰς καμίνους, εἰς ὁδούς.
Ποῦ ἀρκέσω;
Μία ψυχὴ, ἓν σῶμα.
∆έομαί σου, ἄνες μοι, ἵνα μὴ κολαφίζωμαι.
Οὐδὲν αὐτῷ ὁ Θεὸς ἀπεκρίνατο.
Προσῆλθεν αὐτῷ δεύτερον·
Ἄνες μοι, δέομαί σου, ἀναπνεύσω μικρόν·
ἄνθρωπός εἰμι εἷς, καὶ τὴν οἰκουμένην μοι ἐνεχείρισας·
ἄνθρωπός εἰμι εἷς, καὶ πάντες πανταχόθεν βάλλουσι βέλη.
Προσῆλθεν αὐτῷ ἅπαξ, καὶ λέγει αὐτῷ·
∆έομαί σου, ἄνες μοι, ἵνα μὴ κολαφίζωμαι.
Οὐδὲν αὐτῷ ἀπεκρίνατο ὁ Θεός.
Προσῆλθεν αὐτῷ δεύτερον ναυτιῶν·
καθάπερ γὰρ παγκρατιαστὴς μυρίους ἔχων δάκνοντας καὶ βάλλοντας τὴν κεφαλήν.
Οὐκ ἀπεκρίνατο αὐτῷ τὸ δεύτερον.
Προσῆλθεν αὐτῷ τὸ τρίτον·
τότε αὐτῷ ἀπεκρίνατο.
∆ιὰ τί ἡ ἀναβολή;
Ἵνα σὺ παιδευθῇς ἐκ πρώτης μὴ ἀναχωρεῖν·
ἵνα σὺ παιδευθῇς, κἂν αἰτήσῃς τι τῶν ἀσυμφόρων, καὶ τὸ ἐναντίον λάβῃς, μὴ λυπηθῆναι.
Αἰτεῖς πολλάκις, ὃ νομίζεις συμφέρειν, οὐ συμφέρει δέ.
Ὁ Θεὸς οὐ τοῖς δάκρυσί σου προσέχει, ἀλλὰ τῇ δυστυχίᾳ.
Ἐπεὶ καὶ παιδίον πολλάκις αἰτεῖ παρὰ τῆς μητρὸς ἄρτον·
ἀλλ' εἴ τι βλαβερὸν, ὃ οὐ δεῖ αἰτῆσαι, οὐ δίδωσιν ἡ μήτηρ, οὔτε τῇ ὀδύνῃ προσέχει, ἀλλὰ τῇ ὠφελείᾳ.
Καὶ ἰατρῷ παρενοχλεῖ συνεχῶς ὁ πυρέττων προσδοθῆναι αὐτῷ ψυχρὸν, καὶ οὐ δίδωσιν ὁ ἰατρός·
οὐ γὰρ τῇ πρὸς τὸ παρὸν βλαπτούσῃ ἐπιθυμίᾳ προσέχει, ἀλλὰ τῇ πρὸς τὸ μέλλον λυσιτελούσῃ ὑγείᾳ.
Οὕτω καὶ ὁ Παῦλος συμφέρον οὐκ ᾔδει αἰτῆσαι.
Ποίαν ἡμεῖς συγγνώμην ἔχομεν·
εἰ μὲν ἀπονοηθεὶς προσῆλθεν αὐτῷ, λέγει αὐτῷ·
Ἀναπνεύσω μικρὸν, ἀνεθῶ τῶν κινδύνων, δός μοι ἄδειαν μικράν·
μόνος εἰμὶ, καὶ τὴν οἰκουμένην μοι ἐνεχείρισας.
Ἅπαξ προσῆλθεν αὐτῷ, καὶ οὐδὲν εἶπε·
δεύτερον προσῆλθε, τρίτον προσῆλθεν·
Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα.
Ἵνα τί;
Ἵνα ἀποστῇ ἀπ' ἐμοῦ ὁ ἄγγελος τοῦ Σατᾶν, οἱ ἀντικείμενοι.
Τί ἐστιν;
Ἵνα ἀπραγμόνως τὸ κήρυγμα κηρύξω, ἵνα μὴ ἔχω ἐπίβουλον, ἵνα μὴ ἔχω ἐχθρὸν, ἵνα μὴ μάστιγες, ἵνα μὴ κίνδυνοι, ἵνα μὴ δεσμωτήρια, ἵνα μὴ ἀπαγωγαὶ, ἵνα μὴ γυμνότης.
Τούτῳ προσέρχομαι, τοῦτο παρακαλῶ.
Ἔκαμ[ν]ον, ἐπόνησα, ἐταλαιπωρήθην, πανταχόθεν ἐβλήθην.
Τί οὖν αὐτῷ λέγει ὁ Θεὸς, εἰπέ μοι;
Ὁ Θεὸς οὐκ ἐπένευσε τῇ αἰτήσει αὐτοῦ, οὐκ ἔδωκεν ὅπερ ᾔτει·
ἀλλ' εἶπεν·
Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου·
ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται.
Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου.
Ταῦτα βλέπεις, ἃ πάσχεις·
ἃ ποιεῖς, οὐ βλέπεις·
ἃ ποιοῦσιν εἰς σὲ οἱ ἐχθροὶ, βλέπεις·
ἃ ποιῶ ἐγὼ εἰς σὲ, οὐ βλέπεις.
Μαστίζουσί σε ἐκεῖνοι, ἐγὼ χάριν δίδωμι.
Εἰσῆλθες εἰς τὸ δεσμωτήριον, ἢ οὐκ εἰσῆλθες;
Εἰσῆλθον·
δέομαί σου.
Εἶδες ἐκεῖ ἄγγελον Σατᾶν, ἢ οὐκ εἶδες;
Εἶδον τὸν ἐμβάλλοντά με.
Ἔδησέ σε, ἢ οὐκ ἔδησε;
τί ἐποίησα ἐγώ;
οὐκ ἔσεισα τοὺς τοίχους;
οὐκ ἤνοιξα τὰς θύρας;
οὐκ ἔλυσα τὰ δεσμά;
οὐκ ἤγαγόν σοι αἰχμάλωτον τὸν δεσμοφύλακα;
μή τί σε ἔβλαψεν ἄγγελος τοῦ Σατᾶν;
οὐκ ὠφέλησέ σε ἡ παρ' ἐμοῦ χάρις;
οὐ λαμπρότερον τὸ σημεῖον ἐποίησεν;
Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου.
Καὶ ταῦτα καὶ ἐκεῖνα ζητεῖς;
Οὐ θέλεις μάστιγας·
πῶς ζητεῖς σημεῖα;
οὐ θέλεις κινδύνους·
πῶς ζητεῖς θαύματα;
Ὅτε μαστίζῃ, βλέπεις·
ὅτε νεκρὸν ἐγείρεις, οὐ βλέπεις;
ὅτε ἐῤῥάγη σου τὰ ἱμάτια, εἶδες·
ὅτε τὰ ῥήματά σου νοσήματα δραπετεῦσαι ἐποίησεν, οὐκ εἶδες;
ὅτε ἦλθες εἰς τὸ δικαστήριον δεδεμένος, εἶδες·
ὅτε εἶπέ σοι ὁ Φῆστος, Ἐν ὀλίγῳ με πείθεις Χριστιανὸν γενέσθαι, οὐκ εἶδες;
Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου.
Μέγα ὅπλον ἔλαβες, Πνεύματος δύναμιν νικῶσαν τὰς ἐπιβουλὰς, λαμπρότερόν σε ἐργαζομένην.
Τί θέλεις;
μηδὲν πάσχειν;
Καὶ πῶς ἐδείκνυτό μου ἡ δύναμις;
Ἐδείκνυτο μὲν, οὐχ οὕτω δὲ ὡς νῦν.
Πῶς;
Ἐπειδὴ γὰρ ὁ Παῦλος καὶ διὰ τοῦτο ἤλγει·
Οὐαί μοι!
βασιλείας κήρυξ εἰμὶ, τοῦ Χριστοῦ μαθητής εἰμι, ἀθάνατα ἐπαγγέλλομαι πράγματα·
καὶ μαστίζομαι, ὑβρίζομαι, ἄγομαι·
μὴ ἀθύμει διὰ τοῦτο·
ταῦτά σε λαμπρότερον ποιεῖ·
εἰ μὴ ἔπασχες ταῦτα, οὐκ ἦς οὕτω περιφανής.
Εἰσῆλθες, εἰς τὴν φυλακήν.
Εἰ μὴ ἐδέθης, ἀλλ' εἰσῆλθες ἁπλῶς, κατεῖχέ σε καὶ ἐξήγαγε·
νῦν δὲ ἦς δεδεμένος, καὶ ἔλυσέ σε δεθέντα.
Οἱ πόδες ἐν τῷ ξύλῳ, καὶ ἡ χάρις τοὺς τοίχους ἐσάλευσε.
Ταῦτα λέγω, ἵνα μηδεὶς μηδὲ ταῖς περὶ ἡμᾶς ἐπιβουλαῖς ξενίζηται.
Ταῦτα λέγομεν, οὐ Παύλῳ ἑαυτοὺς παρισοῦντες (οὐχ οὕτω μαινόμεθα),
ἀλλ' ἵνα δείξωμεν, ὅτι καὶ εἰς ταπεινοὺς ὁ Θεὸς τὸ αὐτὸ ἐμβάλλει.
Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου.
Οὐκ ἐξεβλήθημεν.
Ποῦ ἡ χάρις;
Πλείων ὁ ἔπαινος γέγονεν, οὐ μύριοι ἐχθροὶ ἐπεβούλευσαν.
Ποῦ ἡ χάρις;
Πλείονες ἐρασταὶ κατέστησαν, οὐχ ὑμῶν με ἐζήτουν χωρῆσαι.
Ποῦ ἡ χάρις;
Καὶ Ἰουδαίους μοι προσέθηκαν.
Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου·
ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται.
Μηδέποτε ξενίζου θλίψιν·
συγκεκλήρωται τῷ Εὐαγγελίῳ θλίψις.
Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου·
ἡ γὰρ δύναμις μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται.
Πῶς μαστίζῃ, καὶ ἀπαλλάττεις τοὺς μαστίζοντας;
ἐπιβουλεύῃ, καὶ περιγίνῃ τῶν ἐπιβουλευόντων;
Ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται.
Ὃ οὖν ὁ Παῦλος ἤκουσε, τοῦτο θέλεις;
τοῦτο ἀρκεῖ σοι;
Ἵνα μαστίζωμαι, ἀτιμάζωμαι, ὑβρίζωμαι, τοῦτο θέλω.
∆ιὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν διωγμῷ.
Ὢ εὐγνωμοσύνη οἰκέτου!
Προσῆλθεν αὐτῷ ἀξιῶν ἀπαλλαγῆναι τῶν θλίψεων·
ἐπειδὴ δὲ ἤκουσεν, ὅτι ὁ ∆εσπότης αὐτοῦ οὐ θέλει μόνον, ἀλλὰ καὶ βούλεται τὸ ἐναντίον,
Τοῦτό σοι δοκεῖ, ἵνα θλίβωμαι, καὶ ἐγὼ τοῦτο βούλομαι, καὶ ὑπὲρ τούτου χάριν ἔχω.
Οὐκ εἶπε, Θέλω, μόνον, ἀλλ', Ἀρέσκομαι, βούλομαι, ἐπιθυμῶ μαστίζεσθαι, ἐλαύνεσθαι, στενοχωρεῖσθαι.
∆ιὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν διωγμοῖς, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις.
∆ιὰ τί· Ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ' ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ,
ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.