Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ο Θαυματουργός

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ο Θαυματουργός

Εορτάζει στις 14 Νοεμβρίου εκάστου έτους.
Φωτός λαμπρόν κήρυκα νυν όντως μέγαν,
Πηγή φάους άδυτον άγει προς φέγγος.
Βιογραφία
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν δεινός θεολόγος και διαπρεπέστατος ρήτορας και φιλόσοφος. Δεν γνωρίζουμε το χρόνο και τον τόπο της γέννησής του. (Ο Σ. Ευστρατιάδης όμως, στο αγιολόγιο του, αναφέρει ότι ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 1296 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, από τον Κωνσταντίνο τον Συγκλητικό και την ευσεβέστατη Καλλονή). 
Ξέρουμε όμως, ότι κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα μ.Χ. ήταν στην αυτοκρατορική αυλή της Κωνσταντινούπολης, απ' οπού και αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος χάρη ησυχότερης ζωής, και αφιερώθηκε στην ηθική του τελειοποίηση και σε διάφορες μελέτες.
Το 1335 μ.Χ. με τους δύο αποδεικτικούς λόγους του «Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος», ήλθε σε σύγκρουση με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, ο οποίος δίδασκε πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό, κι ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να ενωθεί μαζί Του. Κατά τα λεγόμενα του Βαρλαάμ, ο Θεός είναι «κλειστός στον εαυτό του» και δεν μπορεί να ενωθεί με τους ανθρώπους. Επομένως, οι «ησυχαστές», οι μοναχοί δηλαδή εκείνοι που έλεγαν ότι μπορεί ο άνθρωπος, αν έχει καθαρή καρδιά και αν συγκεντρωθεί στην «καρδιακή προσευχή» (το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με»), να ενωθεί με το Θεό και να φωτισθεί και να δει το Άκτιστο φως, ασχέτως της μόρφωσής του, δεν ήταν Ορθόδοξοι αλλά «μεσσαλιανιστές» και «ομφαλόψυχοι». 
Μετά από αυτές τις τοποθετήσεις του Βαρλαάμ, ο Παλαμάς εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη από όπου και άρχισε τον αγώνα «υπέρ των Ιερώς ησυχαζόντων», δηλ. αυτών που ασκούσαν τον ησυχασμό, συγγράφοντας μάλιστα και τους ομώνυμους λόγους του. Το ζητούμενο της πάλης αυτής ήταν κυρίως το μεθεκτικόν ή αμέθεκτον της θείας ουσίας. Ο Γρηγόριος, οπλισμένος με μεγάλη πολυμάθεια και ισχυρή κριτική για θέματα αγίων Γραφών, διέκρινε μεταξύ θείας ουσίας αμεθέκτου και θείας ενεργείας μεθεκτής. Και αυτό το στήριξε σύμφωνα με το πνεύμα των Πατέρων και η Εκκλησία επικύρωσε την ερμηνεία του με τέσσερις Συνόδους. Στην τελευταία, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 1351 μ.Χ., ήταν και ο ίδιος ο Παλαμάς. Αλλά ο Γρηγόριος έγραψε πολλά και διάφορα θεολογικά έργα, περίπου 60.
Αργότερα ο Πατριάρχης Ισίδωρος, τον εξέλεξε αρχικά επίσκοπο Θεσσαλονίκης. Λόγω όμως των τότε ζητημάτων, αποχώρησε πρόσκαιρα στη Λήμνο. Αλλά κατόπιν ανέλαβε τα καθήκοντα του. Πέθανε το 1360 μ.Χ. και τιμήθηκε αμέσως σαν Άγιος. Ο Πατριάρχης Φιλόθεος, έγραψε το 1376 μ.Χ. εγκωμιαστικό λόγο στο Γρηγόριο Παλαμά, μαζί και ακολουθία και όρισε την εκκλησιαστική μνήμη του στη Β' Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής.
Το τίμιο σώμα του, μετά από την εκταφή, υπήρξε άφθαρτο, δηλαδή δέν σάπισε, αλλά ευωδίαζε και θαυματουργούσε. Στούς λατίνους όμως, τους υποτελείς του Πάπα, ήταν χονδρό αγκάθι η ενθύμιση του Αγίου και μάλιστα ολόσωμου. Γι αυτό πολλες φορές τον συκοφαντούσαν λέγοντας, πως για τα αμαρτήματά του έμεινε «άλυωτος», δέν δέχθηκε από απέχθεια η γη να τον διαλύσει «στα εξ ων συνετέθη»! Τον 19ο αιώνα μ.Χ. ο ναός του Αγίου καταστράφηκε από φωτιά και το τίμιο σκήνωμά του κάηκε αφήνοντας μόνον τα οστά ανέπαφα!
Τόσο γινάτι κράτησαν οι καθολικοί που όταν τυπώνονταν οι εκκλησιαστικές μας ακολουθίες στην Βενετία - κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας - ο Δόγης έδινε την άδειά του για την έκδοση, μόνον εφόσον δέν υπήρχε σχετική αναφορά στον Αγιο. Έτσι για αρκετά χρόνια που κυκλοφορούσαν τα έντυπα από την Βενετία, η γιορτή του είχε σχεδόν ξεχαστεί. Περί τα μέσα και τέλη του 20ου αιώνα, επανήλθε η μνήμη των ενδόξων αγώνων του και έλαβε την πρέπουσα θέση στον χώρο των Ορθόδοξων ναών.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸ πολύφωνον στόμα τῆς θείας χάριτος, τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων τὴν ἀληθῆ θησαυρόν, ἀνυμνοῦμέν σε πιστῶς Πάτερ Γρηγόριε· τῆς Ἐκκλησίας γὰρ φωστήρ, ἀνεδείχθης φαεινός, καὶ κλέος Θεσσαλονίκης· ἥτις ἐν σοὶ καυχωμένη, λαμπρῶς γεραίρει τοὺς ἀγῶνάς σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε, τῶν Μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος, Γρηγόριε θαυματουργέ, Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα, κῆρυξ τῆς χάριτος, ἱκέτευε διὰ παντός, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Θεσσαλονίκη ἡ περίβλεπτος πόλις, τὴν σὴν ἁγίαν ἑορτάζουσα μνήμην, πρὸς εὐφροσύνην συγκαλεῖται ἅπαντας· ταύτης ποιμενάρχης γάρ, θεοφόρος ἐδείχθης, καὶ σοφὸς διδάσκαλος, Ἐκκλησίας ἁπάσης· χαριστηρίους ὅθεν σοι ᾠδάς, ᾄδομεν πάντες, Γρηγόριε μέγιστε.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸ τῆς σοφίας ἱερὸν καὶ θεῖον ὄργανον Θεολογίας τὴν λαμπρὰν συμφώνως σάλπιγγα Ἀνυμνοῦμέν σε Γρηγόριε θεορρῆμον. Ἀλλ’ ὡς νοῦς νοΐ τῷ πρώτῳ παριστάμενος, Πρὸς αὐτὸν τὸν νοῦν ἡμῶν Πάτερ ὁδήγησον, Ἵνα κράζωμεν, χαῖρε κῆρυξ τῆς χάριτος.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας λαμπρὸς φωστήρ, καὶ Θεσσαλονίκης, ποιμενάρχης θεοειδής· χαίροις τοῦ ἀκτίστου, φωτὸς ὄργανον θεῖον, καὶ θεολόγων στόμα, Πάτερ Γρηγόριε.
Πηγή: saint.gr

Άλλο γέροντας, άλλο πνευματικός, άλλο εξομολόγος

Άλλο γέροντας, άλλο πνευματικός, άλλο εξομολόγος

π. Παντελεήμονος Κρούσκου
Το επαναλαμβάνω για να γίνει συνείδηση, ότι άλλο Γέροντας, άλλο πνευματικός, άλλο εξομολόγος.
Γιατί εντοπίζουμε και προσωπολατρίες και αντιεκκλησιαστική φατριαστική συμπεριφορά εκ μέρους των χριστιανών μας.
Επίσης, μπερδεύουμε το μοναχικό ήθος με το κοσμικό ήθος, πράγμα πού είναι προσβολή για το όγδοο μυστήριο, κατά αγ. Γρηγόριο Θεολόγο, του μοναχισμού. Την έννοια του υποτακτικού με το πνευματικοπαίδι και της πνευματικής πατρότητας με την ιερά εξομολόγηση.
Γέροντας είναι ο πνευματικός πατέρας των μοναχών. Οι μοναχοί έχουν Γέροντα. Ένας γέροντας σε μοναστήρι μπορεί να είναι πνευματικός και εξομολόγος κοσμικών πού επισκέπτονται γι αυτό τον λόγο το μοναστήρι, αλλά πάντα θα είναι ο πνευματικός ή ο εξομολόγος τους ή και τα δύο, αλλά όχι ο γέροντας τους. Στον Γέροντα κάνουμε υπακοή σαν μοναχοί και δείχνουμε εμπιστοσύνη σαν κοσμικοί.
Υπάρχει διαφορά. Επίσης, οι αδελφότητες στον κόσμο, έχουν Πνευματικό προϊστάμενο και όχι Γέροντα, καν αυτός είναι Γέροντας για τους μοναχούς ή Γέροντας στην Εκκλησία.
Πνευματικός είναι ο άνθρωπος πού έχει χάρη από τον Θεό, να νουθετεί και να μας καθοδηγεί στην εν Χριστώ ζωή, να του εναποθέτουμε τα προβλήματα και τους πνευματικούς μας προβληματισμούς, να μας ποιμαίνει και να μας καθοδηγεί πνευματικά. Πνευματικός μπορεί να είναι ένας απλός μοναχός, ο οποίος δεν είναι εξομολόγος, ακόμα και ένας λαϊκός! Σπάνιο αλλά όχι απίθανο. Το Πνεύμα όπου θέλει πνεί. Πνευματικός ήταν ο γέροντας Παΐσιος, ο οποίος δεν ήταν ούτε ιερέας, ούτε εξομολόγος.
Εξομολόγος είναι ο ιερέας εκείνος, άγαμος ή έγγαμος, πού έχει ειδική άδεια από τον οικείο αρχιερέα, να τελεί το μυστήριο της εξομολόγησης. Στον εξομολόγο πάμε, αφού έχει προηγηθεί μετάνοια και απόφαση, για να του πούμε τις αμαρτίες μας και αυτός μας διαβάζει την συγχωρητική ευχή εις άφεσιν αμαρτιών και ενίοτε, όποτε και αν χρειαστεί μας δίνει νουθεσίες και ίσως κάποιον κανόνα. Η συγχώρηση των αμαρτιών τελείται με την μετάνοια την δική μας και την συγχωρητική ευχή από χειροτονημένο ιερέα εξομολόγο και όχι με τα επιτίμια και τους κανόνες, πού είναι παιδαγωγικά μέσα στην ευχέρεια του πνευματικού εξομολόγου.
Το ιδανικό είναι ο πνευματικός μας να είναι εξομολόγος, και εξομολόγος μας να είναι ο πνευματικός μας, αλλά όχι απαραίτητο. Πνευματικός εξομολόγος ήταν λχ ο γέροντας Πορφύριος. Έχουμε έναν πνευματικό και πολλούς εξομολόγους.
Ο πνευματικός θα μας οδηγήσει στην εξομολόγηση, ο εξομολόγος θα εξομολογήσει, ο πνευματικός εξομολόγος και τα δύο.

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Μήπως είναι δυνατόν η φωτιά να σβηστεί με φωτιά;‏

Μήπως είναι δυνατόν η φωτιά να σβηστεί με φωτιά;‏


 

Όταν πρόκειται να ελέγξουμε, δεν χρειάζεται μόνον θάρρος, αλλά περισσότερο πραότητα παρά θάρρος. Γιατί οι αμαρτωλοί κανέναν άνθρωπο δεν αποστρέφονται και δεν μισούν τόσο, όσον αυτόν που πρόκειται να τους ελέγξει· και επιθυμούν να πιαστούν από κάποια δικαιολογία, ώστε να αποσκιρτήσουν και να ξεφύγουν την επίπληξη. Πρέπει λοιπόν να τους συγκρατούμε με την πραότητα και την υποχωρητικότητα. Γιατί εκείνος που ελέγχει όχι μόνον με τη φωνή του, αλλά και με την παρουσία του γίνεται ενοχλητικός και ανυπόφορος σ’ εκείνους που αμαρτάνουν. «Γιατί», όπως λέγει η Γραφή, «είναι αποκρουστικός και ανυπόφορος και μόνον που τον βλέπουμε». Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να δείχνουμε μεγάλη πραότητα.
«Αδελφοί, αν από αδυναμία παρασυρθεί κανείς σε κάποιο αμάρτημα»…, «σεις πού είστε πνευματικά προοδευμένοι να τον διορθώνετε». Δεν είπε, να τον τιμωρείτε, ούτε να τον καταδικάζετε, αλλά να τον διορθώνετε. Και δεν σταμάτησε εδώ, αλλά δείχνοντας ότι πρέπει να είναι πολύ ήμεροι σ’ εκείνους που υποσκελίζονται από την αμαρτία, πρόσθεσε και τα εξής: «Με πνεύμα πραότητας». Δεν είπε με πραότητα, αλλά «με πνεύμα πραότητας», για να δείξει (φανερώσει) ότι αυτά είναι αρεστά και στο Άγιο Πνεύμα και ότι το να μπορεί κανείς να διορθώνει τους αμαρτωλούς με επιείκεια, είναι καρπός πνευματικού χαρίσματος.
Τί λοιπόν, πες μου, δεν μέμφεσαι και δεν κατηγορείς τον αδελφό σου που θυμώνει και διάκειται εχθρικώς απέναντι σου; Για ποιό λόγο λοιπόν εσύ δεν προσπαθείς να τον αντιμετωπίσεις με τον αντίθετο τρόπο, αλλά θέλεις επί πλέον να θυμώνεις και συ ο ίδιος; Μήπως είναι δυνατόν η φωτιά να σβηστεί με φωτιά; Αυτό είναι αντίθετο με τους φυσικούς νόμους. Έτσι δεν είναι ποτέ δυνατόν να καταπραΰνουμε το θυμό με άλλο θυμό. Ό,τι δηλαδή είναι για τη φωτιά το νερό, το ίδιο είναι για το θυμό η επιείκεια (η υποχωρητικότητα) και η πραότητα.
Η οργή εξουδετερώνεται με την πραότητα. Γι’ αυτό ο Κύριος παραγγέλλει να ζούμε σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους, για να μην λες, έπαθα αυτά κι’ αυτά, και γι’ αυτό εξαγριώθηκα. Κι’ αν ακόμη πάθεις αμέτρητα κακά, λέει ο Κύριος, μένε πρόβατο, κι’ έτσι θα νικήσεις τους λύκους. Λες, ο τάδε είναι κακός και διεφθαρμένος· αλλά συ έχεις τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε και τους κακούς να νικήσεις. Τί υπάρχει πιο ήμερο από το πρόβατο; Τί πιο άγριο από το λύκο; Αλλ’ όμως το πρόβατο θα νικήσει το λύκο. Κι’ αυτό αποδείχτηκε με τους Αποστόλους. Γιατί τίποτε δεν υπάρχει δυνατότερο από την πραότητα, τίποτε ισχυρότερο από τη μακροθυμία. Για τούτο ο Χριστός προστάζει να είμαστε σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους. Έπειτα, αφού είπε αυτά, σαν να μην ήταν αρκετή αυτή η ημερότητα, εννοώ του προβάτου, για εκείνον που θέλει να αναδείξει μαθητή Του, προσθέτει και κάτι άλλο: «Να είστε άκακοι, όπως τα περιστέρια». Έτσι, αφού ανέμιξε την πραότητα των δύο ήμερων και άκακων ζώων, ζήτησε και από μας να δείχνουμε την ίδια μεγάλη καλωσύνη, όταν βρισκόμαστε ανάμεσα σε άγριους. Και μη μου λες, είναι κακός ο συνάνθρωπός μου και δεν μπορώ να τον υποφέρω. Γιατί τότε κυρίως πρέπει να δείχνουμε την πραότητά μας, όταν έχουμε να κάνουμε με άγριους, με ανήμερους. Τότε γίνεται φανερή η δύναμή της, τότε λάμπει το έργο της, το κατόρθωμά της και ο καρπός της.
Δεν λέει τίποτε ο Χριστός (στους Ιουδαίους που Τον προκαλούσαν), για να μας διδάξει να μην ελέγχουμε πάντοτε αυτούς που μας εχθρεύονται, αλλά να υπομένουμε
πολλά με επιείκεια και πραότητα.
Ακόμη κι’ αν είναι αχρειότερος από όλους, κι’ αν δεν το ομολογεί, κι’ αν δεν το διακηρύττει, πάντως σιωπηρά αναγνωρίζει τη φιλοσοφημένη ζωή σου και θα ντραπεί
από την πραότητά σου, γιατί έτσι του υπαγορεύει η συνείδησή του.

π. Ανδρέας Κονάνος-”Άσε τον άνεμο, θα σε πάει αυτός

π. Ανδρέας Κονάνος-”Άσε τον άνεμο, θα σε πάει αυτός”


Αξίζεις. Αξίζεις, επειδή είσαι πλάσμα του Θεού, δημιούργημά Του. Επειδή ο Θεός σ’ αγαπάει και όλος ο ουρανός ασχολείται μαζί σου, σε φροντίζει και σου δίνει σημασία. Ακόμα και αν δε σε πάρει κανένας τηλέφωνο για μια μέρα, ακόμα και αν δε σου μιλήσει κανείς, έχεις μια φοβερή δυναμική μέσα σου. Είσαι ένα πλάσμα που όμοιό του δεν υπάρχει σ’ όλη τη γη. Κανείς δεν είναι σαν κι εσένα, δεν έχει τα γνωρίσματά σου, τα χαρίσματά σου μα και τα προβλήματά σου. Ο Χριστός σ’ αγαπάει και σου δίνει σημασία. Θέλει να σε δυναμώσει.
Πώς θα γίνει αυτό; Με τα σκαμπανεβάσματα. Τη μιά στιγμή νιώθεις πως έχεις τον Χριστό και την άλλη Τον χάνεις. Τη μια έρχεται και την άλλη φεύγει. Όπως ακριβώς ένιωσαν και οι μαθητές Του μετά την Ανάσταση, όταν περπάταγαν περίλυποι και χαμένοι στις σκέψεις τους προς Εμμαούς. Μόλις άρχισαν να νιώθουν την καρδιά τους να φλέγεται κι άρχισαν να καταλαβαίνουν τον Κύριο, Εκείνος έφυγε πάλι μακριά τους. Γιατί; Για να τους κάνει πιο δυνατούς. Τους άφησε μόνο τη γλυκιά γεύση στην ψυχή τους, τη θερμότητα, την πίστη και τη δύναμη. Να πιστεύουν, ν’ αγγίζουν και να νιώθουν παρόντα τον αόρατο. Να νιώθουν ότι κρατούν Αυτόν που όλο τους φεύγει, αφήνοντας όμως πίσω Του την ευωδία Του, τη γλυκύτητά Του, το ζήλο και τον πόθο.
Ο Χριστός θέλει να Τον αγαπάμε, χωρίς όμως να νιώθουμε τη βεβαιότητα ότι Τον κρατούμε. Δε θέλει να μας δώσει σιγουριά, αλλά να μας αφήσει σ’ ένα μετέωρο κενό, στο οποίο μπορούμε να κάνουμε τις ωραιότερες πτήσεις, τα ομορφότερα σχέδια στον ουρανό της αγάπης Του, στο πέλαγος της ζωής, αφημένοι στους κυματισμούς Του. Μπορεί να νομίζεις ότι δεν ξέρεις που πας μέσα στο πέλαγος. Τότε, Εκείνος σου λέει: “Άσε τον άνεμο, θα σε πάει αυτός”, “Μα δεν έχω πυξίδα. Νιώθω ότι δεν ξέρω τίποτα”, “Αφέσου και θα βγει κάτι καλό”.
 Από το βιβλίο « Δυνάμωσε την ψυχή σου» – του π. Ανδρέα Κονάνου

π. Ανδρέας Κονάνος-”Αγαπώ το παιδί μου”

π. Ανδρέας Κονάνος-”Αγαπώ το παιδί μου”


“Αγαπώ το παιδί μου” λέει μια μάνα και το παίρνει συνέχεια τηλέφωνο. Λέει ότι το κάνει από αγάπη. “Να δω τι κάνει, πού είναι”. Η πραγματικότητα δεν είναι αυτή. Το κάνει διότι δεν αντέχει να της φύγει το παιδί μέσα απ’ τα χέρια και ν’ ανοιχτεί στη δική του ζωή. “Και με ποιους είσαι; Και γιατί αργείς; Και ποιός μιλάει δίπλα σου, ποια είναι αυτή;” Πρόκειται για καχυποψία κι αρρωστημένη σχέση. Αυτό δεν είναι αγάπη. Αγάπη θα πει δόσιμο, θα πει “θέλω ν’ ανοίξεις τα φτερά σου. θέλω το καλό σου”.
Αν έχεις την αληθινή αγάπη, θες μόνο το καλό αυτού που αγαπάς. Κι αυτό, ξέρεις τι κάνει τον άνθρωπό σου; Να σ’ αγαπά ακόμα πιο πολύ. Να μη ξεκολλά από πάνω σου. Γιατί δεν ξεκολλά; Γιατί εσύ τον αφήνεις να ξεκολλήσει. Όταν αφήνεις κάποιον να ξεκολλήσει από πάνω σου, δεν ξεκολλά. Όταν τον τραβάς με το ζόρι, γίνεσαι απωθητικός και απωθητική. Και πετυχαίνει το αντίθετο. Η αγάπη πάει μαζί με την ελευθερία. “Σ’ αγαπώ, και σ’ αφήνω ελεύθερη, και σ’ αφήνω ελεύθερο να κάνεις ό,τι θέλεις”. Και λες εσύ τότε: “με τόση αγάπη που μου δείχνεις, με κάνεις και σε θέλω πιο πολύ. Διότι με σέβεσαι”.
Ο Θεός αυτό κάνει. Μας σέβεται κάθε στιγμή της ζωής μας. Και μας αγαπά, σαν το φως του ήλιου και σαν τη βροχή, που πέφτει παντού. Κάθε μέρα ο ήλιος ανατέλλει για όλο τον κόσμο υπενθυμίζοντας διαρκώς την αιώνια θεϊκή αγάπη. Όταν βλέπεις τον ήλιο να λάμπει, είναι σα να σου λέει ο Χριστός: “Και σήμερα πάλι σ’ αγαπώ και ας ήσουν ό,τι ήσουν χθες. Και σήμερα σου δίνω ευκαιρία για νέες επιλογές. Κι όταν πέφτει η βροχή Μου, δεν ξεχωρίζει καλούς και κακούς. Όλους τους δροσίζει. Όλα τα σπίτια τα ποτίζει. Όλα τα χωράφια. Και το δικό σου…”.

Στοιχεία θεάρεστης Προσευχής

Στοιχεία θεάρεστης Προσευχής


               
Γιά νά εἶναι θεάρεστη καί καρποφόρα ἡ προσευχή, εἶναι ἀνάγκη νά ὑπάρχουν μερικές προϋποθέσεις καί ἀναγκαῖα στοιχεῖα, στά ὁποῖα θά ἀναφερθοῦμε στή συνέχεια.
               
Πρώτη καί καλλίτερη προϋπόθεση εἶναι ἡ φλογερή ἐ­πι­θυ­μί­α, ἡ δί­ψα καί ὁ πό­θος τοῦ προ­σευ­χο­μέ­νου νά συ­ναν­τή­σει τό Θε­ό, ὅ­πως τήν πε­ρι­γρά­φει ὁ Δαυ­ΐδ: « Ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς πο­θεῖ τό ἐ­λά­φι τίς πη­γές τῶν ὑ­δά­των, ἔ­τσι καί ἡ ψυ­χή μου σέ  ἐ­δί­ψα­σε Θε­έ μου»(Ψαλμ. 41.23).
Αὐ­τή ἡ δί­ψα πρέ­πει νά δι­α­κα­τέ­χει τήν ψυ­χή κά­θε πι­στοῦ·  ἀλ­λά καί πρίν ἀρ­χί­σει ὁ χρι­στια­νός τήν προ­σευ­χή του θά πρέ­πει νά ἀ­φή­σει κα­τά μέ­ρος ὅ­λες τίς ὑ­λι­κές ὐ­πο­θέ­σεις πού τόν ἀ­πα­σχο­λοῦν, γιά νά μήν τοῦ γί­νουν ἐμ­πό­διο κα­τά τή διά­ρκεια τῆς προ­σευ­χῆς·  καί νά προ­σέλ­θει στήν προ­σευ­χή μέ  θι­ά­θε­ση καί φρό­νη­μα ἱ­κέ­τη, ζη­τιά­νου καί νά  πλη­σιά­ζει τό Θε­ό γιά νά τόν ἱ­κε­τεύ­σει, νά τόν πα­ρα­κα­λέ­σει γι’ αὐ­τά πού τόν ἀ­πα­σχο­λοῦν καί κυ­ρί­ως γιά τή σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς του.
Νά εἶ­ναι ὁ­πλι­σμέ­νος μέ τήν ἀ­κλό­νι­τη πί­στη ὅ­τι ὁ Θε­ός τόν ἀ­κού­ει καί θά τοῦ ἀ­παν­τή­σει στήν προ­σευ­χή του καί θά ἱ­κα­νο­ποι­ή­σει τά δί­και­α αἰ­τή­μα­τά του ἀλ­λά προ­παν­τός ὅ­σα ὠ­φε­λοῦν τήν ψυ­χή του, ἐ­πει­δή Αὐ­τός μᾶς προ­τρέ­πει:«αἰ­τεῖ­τε καί δο­θή­σε­ται ὑ­μῖν» (Ματθ. 5, 9). 
Ὁ  Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κρον­στάν­δης το­νί­ζει τήν βε­βαι­ό­τη­τα στήν προ­σευ­χή, γρά­φον­τας τά ἑ­ξῆς:«Κα­τά τήν προ­σευ­χή, πρέ­πει νά εἴ­μα­στε ἀ­πό­λυ­τα βἐ­βαι­οι ὅ­τι κά­θε τι, πού λέ­με ἤ σκε­πτό­μα­στε θά ἐκ­πλη­ρω­θεῖ. εἶ­ναι τό­σο εὔ­κο­λο στόν Κύ­ριον νά πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τά αἰ­τή­μα­τά μας, νά μει τό κά­θε τι σύμ­φω­να μέ τά λό­για μας. Αὐ­τή ἡ πε­ποί­θη­ση εἶ­ναι κά­τι τό ὁ­μα­λό καί ἀ­βί­α­στο γιά τόν ἀ­λη­θι­νόν πι­στόν, ὅ­πως ἡ ἴ­δια ἡ ἀ­να­πνο­ή του, ἡ ἴ­δια ἡ ὄ­ρα­ση του, ἡ ἴ­δια ἡ ἀ­κο­ή του. Ἔ­χει δι­α­πι­στω­θεῖ ὅ­τι συ­χνά, δέ με­σο­λα­βεῖ χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα ἀ­νά­με­σα στά λό­για τοῦ ψαλ­μι­κοῦ στί­χου:« Φω­νῇ μου πρός Κύ­ριον ἐ­κέ­κρα­ξα καί ἐ­πή­κου­σέ μου»(Ψαλμ.3.5). Δέ­ξου αὐ­τήν τήν βε­βαι­ό­τη­τα μέ τήν εὐ­κο­λί­α πού ἀ­να­πνέ­εις».
Ἀλ­λά καί τό τα­πει­νό φρό­νη­μα, πα­ρά­δειγ­μα ὁ τε­λώ­νης τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, νά συ­νο­δεύ­ει τήν προ­σευ­χή.  Τά λό­για τῆς προ­σευ­χῆς θά πρέ­πει νά βγαί­νουν ἀ­πό τήν καρ­διά τοῦ προ­σευ­χο­μέ­νου μέ θέρ­μη ψυ­χῆς καί τό νό­η­μα τῶν λέ­ξε­ων νά πλη­μυ­ρί­ζει ὅ­λο τό εἶ­ναι του.

Νά μήν ἔ­χει κα­κί­α μέ κα­νέ­να, σύμ­φω­να μέ τίς ὁ­δη­γί­ες τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ πού πα­ραγ­γέλ­λει: «Καί ὅ­ταν στέ­κε­σθε καί προ­σεύ­χε­σθε, νά συγ­χω­ρῆ­τε ἐ­άν ἔ­χε­τε κά­τι ἐ­ναν­τί­ον κά­ποι­ου, γιά νά σᾶς συγ­χω­ρή­σῃ τίς ἁ­μαρ­τί­ες σας καί ὁ πα­τέ­ρας σας ὁ οὐ­ρά­νιος» (Μάρκ. 11.25). Ὅ­ταν σκο­πεύ­ου­με νά προ­σευ­χη­θοῦ­με, σύμ­φω­να μέ τά λό­για τοῦ Χρι­στοῦ μας, θά πρέ­πει νά ἐ­ξε­τά­σου­με τόν ἑ­αυ­τό μας, μή­πως κά­τι πού μᾶς βα­ρύ­νει, ἐ­ναν­τί­ον κά­ποι­ου. Θά πρέ­πει πρῶ­τα νά κα­θα­ρί­σου­με τήν ψυ­χή μας ἀ­πό κά­θε ἴ­χνος μνη­σι­κα­κί­ας ἤ ἀ­δι­κί­ας, για­τί ἄν ἔ­χου­με κά­τι τέ­τοι­ο δέ θά  μᾶς ἀ­κού­σει ὁ Κύ­ριος μας, για­τί ἡ προ­σευ­χή μέ  ἐ­νο­χές εἶ­ναι ἀ­κά­θαρ­τη προ­σευ­χή καί δέν  εἰ­σα­κού­ε­ται ἀ­πό τόν Κύ­ριο.
Νά προ­σέ­χει ὁ προ­σευ­χό­με­νος ὥ­στε ἡ προ­σευ­χή του νά μήν εἶ­ναι μό­νο γιά τό ἄ­το­μό του καί τούς φί­λους του  ἀλ­λά κυ­ρί­ως γιά τούς ἐ­χθρούς του, για­τί αὐ­τή ἡ προ­σευ­χή κα­τά τούς ἔμ­πει­ρους Πα­τέ­ρες, κτυ­πᾶ μέ ὁρ­μή τούς δαί­μο­νες καί τούς ντρο­πιά­ζει ἀ­φάν­τα­στα.  Χρει­ά­ζε­ται ἀ­κό­μα καί με­γά­λη ἐ­πι­μο­νή, για­τί αὐ­τή κα­τά τόν Μα­κά­ριο τόν Αἰ­γύ­πτιο, « Εἶ­ναι ἡ συγ­κε­φα­λαί­ω­ση κά­θε ἀ­γα­θῆς ἐ­πι­μέ­λειας καί ἡ κο­ρυ­φή τῶν κα­τορ­θω­μά­των».
Καί τέ­λος, ἐ­πει­δή ἡ προ­σευ­χή εἶ­ναι τό πλέ­ον ἐ­πί­πο­νον ἔρ­γο τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς, ἐ­πει­δή πο­λε­μᾶ­ται σφό­δρα ἀ­πό τούς δαί­μο­νες, χρει­ά­ζε­ται νά βιά­ζει κα­νείς τόν ἑ­αυ­τό του γιά τήν προ­σευ­χή. Στήν ἀρ­χή σί­γου­ρα θά συ­ναν­τή­σει πολ­λήν δυ­σκο­λί­α, ὕ­στε­ρα ὅ­μως ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο βιά­ζει τόν  ἑ­αυ­τό του, τό­σο πιό εὔ­κο­λα θά προ­σεύ­χε­ται.

Περί προσευχής

Περί προσευχής




Χαραλάμπους Νεοφύτου  Πρεσβυτέρου

Περιεχόμενα

Προλογος

 Ἡ προσευχή εἶναι ἀναγκαῖο ἔργο τοῦ ἀνθρώπου
 Ἡ προσευχή πλουτίζει πνευματικά τόν ἄνθρωπο
 Ἡ  ἀπουσία τῆς προσευχῆς ζημιώνει  τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει δυστυχισμένο.
 Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ προσεύχονταν
 Που, ποτε, πως;
 Πως προσευχομαστε;
 Στοιχεια θεαρεστης  προσευχης.
 Περιεχομενο της προσευχης.
 Προσευχη για τους εχθρους μας
 Η  ομαδικη προσευχη
 Η  προσευχη και οι αλλες αρετες
 Εμποδια στην προσευχη.
 Γιατι δεν παιρνουμε  απαντηση στις προσευχες μας
 Αντι επιλογου

Προ­λο­γος

 O ἄν­θρω­πος πλά­στη­κε ἀ­πό τό Θε­ό γι­ά νά ζή­σει αἰ­ώ­νι­α μέ­σα στή χα­ρά τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, τῆς βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν. Πλα­σμέ­νος κα­τ’ ἀρ­χάς πά­νω στή γῆ θά ἐρ­γα­ζό­ταν «τό κα­τ’ εἰ­κό­να» γι­ά νά φθά­σει στό « κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σιν» νά γί­νει δη­λα­δή θε­ός κα­τά χά­ρη καί νά εἶ­ναι αἰ­ώ­νι­α εὐ­τυ­χι­σμέ­νος. Ὅ­μως ἀ­στό­χη­σε μέ τά γνω­στά γε­γο­νό­τα τῆς πα­ρα­κο­ῆς τῶν πρω­το­πλά­στων. Δι­ώ­χτη­κε ἀ­πό τόν Πα­ρά­δει­σο καί ζοῦ­σε μέ τή νο­σταλ­γί­α του, μέ­χρι πού ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, ἐ­ξεῦ­ρε τό μέ­σο γι­ά τήν ἐ­πα­νά­κτη­ση του. Μέ τή σάρ­κω­ση τοῦ Θε­οῦ Λό­γου, τό πά­θος καί τήν Ἀ­νά­στα­σή Του, ἄ­νοι­ξεν ὁ δρό­μος πρός τόν  Πα­ρά­δει­σο. Τώ­ρα ἔ­χει τή δυ­να­τό­τη­τα ὁ ἄν­θρω­πος, ἄν τό θέ­λει φυ­σι­κά, νά  εἰ­σέλ­θει σ’ αὐ­τόν, μέ πά­ντο­τε μέ ὁ­ρι­σμέ­νες προϋ­πο­θέ­σεις. Ἀ­να­γκαί­α προϋ­πό­θε­ση εἶ­ναι νά ἐ­φαρ­μό­ζει το  θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, νά μι­μη­θεῖ δη­λα­δή τή ζω­ή πού φα­νέ­ρω­σε καί ἔ­ζη­σε στή γῆ μας, ὁ Σω­τή­ρας μας Χρι­στός.
                Ἀ­ναμ­φι­σβή­τι­το γε­γο­νός εἶ­ναι ὅ­τι ἡ κα­τά Χρι­στόν ζω­ή πο­λε­μᾶ­ται σφό­δρα ἀ­πό τόν πα­νοῦρ­γο δι­ά­βο­λο, καί τά τέ­κνα του, πού κα­τ’ οἰ­κο­νο­μί­α ἄ­φη­σε ὁ Κύ­ρι­ος νά ὑ­πάρ­χει, γι­ά νά δο­κι­μά­ζο­νται καί νά γί­νο­νται φα­νε­ροί οἱ ἀ­γω­νι­στές καί οἱ ἐ­ρα­στές τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ,γιά νά παίρ­νουν δί­και­α τό βρα­βεῖ­ο τῆς νί­κης.
                Ἔ­τσι λοι­πόν κά­θε ἄν­θρω­πος πού θέ­λει νά εἰ­σέλ­θει στήν βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, θά πρέ­πει νά ἀ­γωνι­στεῖ, νά πο­λε­μᾶ συ­νε­χῶς μέ­ρα καί νύ­κτα μέ τόν ἀ­ό­ρα­το ἐ­χθρό, τό δι­ά­βο­λο. Ἡ πά­λη εἶ­ναι ἄ­νι­ση καί δύ­σκο­λη γι­α­τί ὁ ἐ­χθρός εἶ­ναι ἄ­σαρ­κος, ἀ­ό­ρα­τος, ἄ­γρυ­πνος, καί ὁ ἄν­θρω­πος φορ­τω­μέ­νος τίς ἀ­δυ­να­μί­ες τῆς σάρ­κας μέ τίς λο­γῆς λο­γῆς ἐ­πι­θυ­μί­ες πού τόν κά­νουν ἀ­δύ­να­το. Γι­ά τό λό­γο αὐ­τό ἐ­πι­βάλ­λε­ται νά  κα­τα­φύ­γει στή βο­ή­θει­α τοῦ Κυ­ρί­ου πού  σί­γου­ρα τή δί­νει ἄν τοῦ ζη­τη­θεῖ σω­στά καί μέ θέρ­μη ψυ­χῆς. Ἐ­πι­βάλ­λε­ται λοι­πόν μι­ά σω­στή συ­νά­ντη­ση μέ τόν Θε­ό Πα­τέρ­α μας, νά τοῦ ζη­τή­σου­με τή βο­ή­θει­ά Του γι­ά τή σω­τη­ρί­α μας.
Κι­’ ὅ­μως οἱ ἄν­θρω­ποι σή­με­ρα, ἐ­νῶ ἐ­πι­δι­ώ­κουν συ­να­ντή­σεις μέ ἀ­ξι­ω­μα­τού­χους τοῦ κρά­τους, μέ ὑ­πουρ­γούς, βου­λευ­τές ἤ καί μέ τόν πρό­ε­δρο τοῦ κρά­τους, γι­ά τή λύ­ση προ­σκαί­ρων προ­βλη­μά­των, καί εἶ­ναι δι­α­τε­θει­μέ­νοι νά  δυ­α­νύ­σουν ἀ­πο­στά­σεις καί κό­πους καί ἔ­ξο­δα νά ὑ­πο­στοῦν καί με­σῖ­τες νά βά­λουν χω­ρίς νά εἶ­ναι βέ­βαι­οι γι­ά τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα, δέν ἐ­πι­δι­ώ­κουν κα­μι­ά συ­νά­ντη­ση μέ τό Θε­ό τους πού δέν κο­στί­ζει τί­πο­τε πα­ρά μό­νο θέ­λη­ση καί ἀ­πό­φα­ση.
Πό­σο μα­ται­ό­φρο­νας καί ἀ­φε­λής εἶ­ναι ὁ ἄν­θρωπ­ος ! Ἐ­νῶ γι­ά νά πε­τύ­χει κά­τι τό προ­σω­ρι­νό τό ὁ­ποῖ­ο σέ λί­γο θά ἀ­φή­σει ἀ­κτεί­θε­ται σέ κό­πους δα­πᾶ­νες,  γι­ά τήν αἰ­ώ­νι­α ζω­ή του καί τή σω­τη­ρί­α του ἀ­δι­α­φο­ρεῖ σάν νά εἶ­ναι κά­τι χω­ρίς ἀ­ξί­α καί δέ δί­νει κα­μι­ά ση­μα­σί­α οὔ­τε ἐ­πι­δι­ώ­κει νά συ­ντή­σει τόν Πλά­στη του. Καί τή στι­γμή πού γι­ά νά συ­ντή­σει τό Θε­ό του δέ χρει­ά­ζε­ται νά δι­α­νύ­σει ἀ­πό­στα­ση, οὔ­τε νά κο­ποι­ά­σει. Φθά­νει μό­νο νά τό ἐ­πι­θυ­μή­σει Καί ὁ Κύ­ρι­ος εἶ­ναι δί­πλα του ἕ­τοι­μος νά τόν δε­χθεῖ σέ ἀ­κρό­α­ση καί νά ἱ­κα­νο­ποι­ή­σει τά δί­και­α αἰ­τή­μα­τά του.Ἴ­σως ὅ­μως ρω­τή­σει κά­ποι­ος, πῶς θά συ­να­ντή­σω τό Θε­ό;  Σί­γου­ρα μέ τήν προ­σευ­χή, εἶ­ναι ἡ ἀ­πά­ντη­ση. 
Μέ τή θερ­μή προ­σευ­χή συ­να­ντᾶ κά­ποι­ος τό Θε­ό καί τοῦ φα­νε­ρώ­νει τίς ἀ­δυ­να­μί­ες του καί ζη­τᾶ τή βο­ή­θει­ά Του, ὅ­που­δή­πο­τε κι­’ ἄν βρι­σκε­ται.Δυ­στυ­χῶς, βλέ­που­με τό με­γά­λο αὐ­τό προ­νό­μι­ο τῆς προ­σευ­χῆς πού ἔ­χει μό­νον ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πό τή δη­μι­ουρ­γί­α,  νά λεί­πει σή­με­ρα ἀ­πό τήν πλει­ο­νό­τη­τα τῶν χρι­στι­α­νῶν. Λεί­πει ἡ προ­σευ­χή καί βα­σι­λεύ­ει ἡ κα­κί­α, ἡ ἁ­μαρ­τί­α, ἡ ἀ­νω­μα­λί­α καί ἡ σύγ­χυ­ση στήν κοι­νω­νί­α μας μέ τά γνω­στά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. 
Εἶ­ναι λυ­πη­ρό γι­α­τί ἀ­που­σι­ά­ζει ἡ προ­σευ­χή ἀ­πό τή ζω­ή πολ­λῶν χρι­στι­α­νῶν μέ ἀποτέλεσμα νά φτω­χαί­νει πνευ­μα­τι­κά ἡ κοι­νω­νί­α.  καί πολ­λοί νά χά­νουν τό μέ­τρο τῆς ζω­ῆς τους, νά χά­νουν τό δρό­μο τοῦ Θε­οῦ καί νά ἀ­κο­λου­θοῦν τά σκο­τά­δι­α τῆς ἁ­μαρ­τί­ας αἰ­χμά­λω­τοι ἀ­πό τά πά­θη τῆς ἡ­δο­νῆς καί τῆς σαρ­κο­λα­τρεί­ας πού ὁ­δη­γοῦν στήν ὑ­λο­φρο­σύ­νη καί τήν κα­τα­στρο­φή.
Ἡ προ­σευ­χή ὅ­πως θά δοῦ­με στίς ἑ­πό­με­νες σε­λί­δες εἶ­ναι ἀ­πό τά ἀ­να­γκαι­ό­τε­ρα πρά­γμα­τα στόν ἄν­θρω­πο, γι­α­τί ἀ­πό τό βα­θμό πού προ­σεύ­χε­ται κά­ποι­ος ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἡ πνευ­μα­τι­κή του πρό­ο­δος καί συ­μπε­ρι­φο­ρά.Εἶ­ναι πο­λύ ἀ­πο­γο­η­τευ­τι­κό τό πρᾶ­γμα νά βλέ­πεις τούς μου­σουλ­μά­νους νά προ­σεύ­χο­νται στό Μω­ά­μεθ, καί οἱ χρι­στι­α­νοί βα­πτι­σμέ­νοι στόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό νά μήν προ­σεύ­χο­νται. Μᾶς προ­βλη­μα­τί­ζει ἡ ἔλ­λει­ψη τῆς προ­σευ­χῆς καί ἐκ τῶν πρα­γμά­των ὑ­πο­χρε­ω­νό­μα­στε νά κά­νου­με κά­τι. Νά κα­τα­θέ­σου­με καί ἐ­μεῖς σαν ἱ­ε­ρεῖς τοῦ Ὑ­ψί­στου τό  δί­λε­πτο τῆς χῆ­ρας» γι­ά τό θέ­μα μας.
 Ὅ­μως τό θέ­μα τῆς προ­σευ­χῆς δέν εἶ­ναι ἀ­πό τά θέ­μα­τα πού  εὔ­κο­λα προ­σεγ­γί­ζο­νται· δέν εἶ­ναι θέ­μα γνώ­σε­ως, ἀλ­λά θέ­μα βί­ω­σης καί ἐ­μπει­ρί­ας. Ἄν δέ βι­ώ­νεις τήν προ­σευ­χή δέ μπο­ρεῖς νά μι­λᾶς γι­’ αὐ­τήν οὔ­τε νά τή δι­δά­ξεις. 
Ἐ­μεῖς δυ­στυ­χῶς δἐν ἔ­χου­με αὐ­τή τήν ἱ­κα­νό­τη­τα καί γι­’ αὐ­τό θά κα­τα­φύ­γου­με στήν ἐ­μπει­ρί­α τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας μας καί θά με­τα­φέ­ρου­με στίς σε­λί­δες πού ἀ­κο­λου­θοῦν, τή δι­δα­σκα­λία τους καί τίς συμ­βου­λές τους σέ ἁ­πλῆ ἔκ­φρα­ση, γι­ά νά βο­η­θή­σουν τόν ἀ­να­γνώ­στη τοῦ μι­κροῦ αὐ­τοῦ πο­νή­μα­τος, νά πει­σθεῖ καί νά δο­κι­μά­σει ἐ­φαρ­μό­ζο­ντας στή ζω­ή του κα­θη­με­ρι­νά τήν προ­σευ­χή, γι­ά τό δι­κό του συμ­φέ­ρο. 
                Ὑ­πάρ­χουν σί­γου­ρα ἀ­ξι­ό­λο­γα βι­βλί­α γιά τήν προ­σευ­χή, γραμ­μέ­να ἀ­πό ἔμ­πει­ρους συγ­γρα­φεῖς καί ἴ­σως νά μήν χρει­α­ζό­ταν ἡ μι­κρή καί φτω­χή αὐ­τή ἀ­να­φο­ρά στήν προ­σευ­χή. Ἐ­πει­δή ὅ­μως ὑ­πάρ­χουν καί ἐμ­πε­ρί­στα­τοι καί ὁ­λι­γο­γράμ­μα­τοι ἀ­δελ­φοί μας, γι' αὐ­τούς γί­νε­ται αὐ­τή προ­σπά­θεια γιά νά τούς βο­η­θή­σου­με νά κα­τα­λά­βουν τήν ἀ­νάγ­κη τῆς προ­σευ­χῆς, τῆς συ­νο­μι­λί­ας μέ τό Θε­ό, καί νά βρίσκουν παρηγοριά στίς δύσκολες ὥρες τῆς ζωῆς τους καί νά παίρνουν δύναμη καί θάρρος νά συνεχίζουν τή πορεία τους.
                Τε­λει­ώ­νο­ντας εὐ­χό­μα­στε νά βρεῖ ἀ­ντα­πό­κρι­ση στίς ψυ­χές τῶν ἀ­να­γνω­στῶν μας ἡ μι­κρή αὐ­τή προ­σπά­θει­α  καί νά γί­νει ἔρ­γο συ­νε­χές ἡ προ­σευ­χή, γι­α­τί μό­νον ἄν μά­θου­με νά προ­σευ­χό­μα­στε σω­στά καί κα­θη­με­ρι­νά θά ἀλ­λά­ξου­με τήν κοι­νω­νί­α μας, πά­ντο­τε μέ τή βο­ή­θει­α τοῦ Κυ­ρί­ου μας, στόν Ὁ­ποῖ­ον ἄς εἶ­ναι κά­θε δό­ξα καί τιμή στού αἰῶνες. 

Γιατί προσευχόμαστεστραμμένοι προς ανατολάς

Γιατί προσευχόμαστεστραμμένοι προς ανατολάς
«Επεσκέψατο ημάς ανατολή εξ ύψους»(Λουκ. α΄ 78)
Περιοδ. «Άγιος Κυπριανός», αριθ. 297/Ιούλιος-Αύγουστος 2000, σελ. 321-322.

Α. Επειδή έχουμε διπλή φύσι, προσφέρουμε διπλή προσκύνησι

Ο ΑΓΙΟΣ Ιωάννης ο Δαμασκηνός1 μας διδάσκει, ότι δεν προσκυνούμε προς ανατολάς απλώς και ως έτυχε, αλλά επειδή η φύσις μας είναι σύνθετος, δηλαδή ορατή και αόρατος, νοητή και αισθητή, προσφέρουμε στον Δημιουργό διπλή και την προσκύνησι: η ψυχὴ είναι στραμμένη νοερά προς τον Θεό και ταυτόχρονα το σώμα προσκυνεί προς ανατολάς.

Αυτός ο διπλός τρόπος, νοητός και αισθητός, της αναφοράς μας προς τον Κύριο φαίνεται και σε άλλες περιπτώσεις: ψάλλουμε με τον νου μας, αλλά ταυτόχρονα και με τα σωματικά χείλη μας· βαπτιζόμεθα και στο ύδωρ και στο Άγιο Πνεύμα, δηλαδὴ ενούμεθα με τον Κύριό μας με δύο τρόπους: μετέχοντες στα Ιερά Μυστήρια και στην Χάρι του Αγίου Πνεύματος.

Β. Ο Χριστός μας ονομάζεται «Ανατολή»

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΣ και Θεός μας είναι το νοητό Φώς: «ο Θεός φώς εστιν»2· επίσης είναι ο «ήλιος της δικαιοσύνης» 3· είναι το «φώς τού κόσμου» 4, το «μέγα φώς» 5 και η «Ανατολή» 6, η οποία «επεσκέψατο ημάς εξ ύψους» 6 και με την Χάρι και την Αλήθειά Του εφώτισε τους ανθρώπους, που ήσαν καθήμενοι «εν σκότει» αγνωσίας, «εν χώρᾳ και σκιά θανάτου» 5 της αμαρτίας.

Ακριβώς για τον λόγο αυτόν πρέπει να αφιερώνουμε στον Χριστό μας την ανατολή για την προσκύνησι, διότι το κάθε τι ωραίο πρέπει να το αποδίδουμε στον Θεό, από τον Οποίο προέρχεται κάθε αγαθό.
Και ο θείος Δαβίδ λέγει: «Αι Βασιλείαι της γης, άσατε τω Θεώ, ψάλατε τω Κυρίω τω επιβεβηκότι επί τον ουρανόν τού ουρανού κατά ανατολάς» 7, διότι ο Κύριος άρχισε τα έργα Του από δυσμών ηλίου και τελειώνει αυτά «κατά ανατολάς», στην πηγὴν του φωτός· επίσης η Αγία Γραφὴ λέγει: «εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον εν Εδέμ κατά ανατολάς, ένθα τον άνθρωπον, όν έπλασεν, έθετο» 8 και όταν ο άνθρωπος παρέβη την εντολή, εξωρίσθη «απέναντι τού παραδείσου της τρυφής» 9, δηλαδή στα δυτικά.

Γ. Αναζητούμε την αρχαία Πατρίδα μας προς ανατολάς

ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕ λοιπόν τον Θεό, αναζητώντας την αρχαία Πατρίδα μας και ατενίζοντας προς Αυτήν· αυτό μας υπενθυμίζει και η Σκηνή τού Μαρτυρίου στην Παλαιά Διαθήκη πού είχε στραμμένο το «Καταπέτασμα» 10 και το «Ιλαστήριον» 11 προς την ανατολή. Και η φυλὴ τού Ιούδα, επειδὴ ήταν τιμιωτέρα, ήταν παρατεταγμένη «κατά ανατολάς» 12. Και στον περιώνυμο Ναό του Σολομώντος η πύλη του Κυρίου ευρίσκετο κατά ανατολάς 13.
Αλλ' όμως και ο Κύριός μας, όταν ήταν επί τού Σταυρού, έβλεπε προς τα δυτικά, και έτσι εμείς όταν προσκυνούμε Αυτόν, ατενίζουμε προς Αυτόν, δηλαδή στραμμένοι προς τα ανατολικά. Και όταν κατά την Ανάληψί Του εφέρετο επάνω προς ανατολάς, και έτσι προσεκύνησαν Αυτόν οι Απόστολοι14· και με τον ίδιο τρόπο θα έλθη, όπως είδαν Αυτόν να κατευθύνεται στον Ουρανό 15, όπως είπε ο Ίδιος ο Κύριος: «ώσπερ η αστραπὴ εξέρχεται από ανατολών και φαίνεται έως δυσμών, ούτως έσται και η παρουσία τού Υιού του ανθρώπου» 16.
Προσμένοντες λοιπόν κατά την Δευτέρα Παρουσία τον Σωτήρα μας, «επί ανατολάς προσκυνούμεν».

Δ. Άγραφος Παράδοσις
ΑΥΤΗ η Παράδοσις είναι άγραφος και προέρχεται από τούς Αγίους Αποστόλους, διότι «πολλά αγράφως ημίν παρέδωκαν».
Βάσει άλλωστε αυτής της αγράφου Παραδόσεως, οι Ναοί των Ορθοδόξων έχουν το Ιερό Βήμα προς ανατολάς ούτως, ώστε τόσον ο Ιερεύς όσο και οι πιστοί προσευχόμενοι να είναι στραμμένοι ανατολικά, εικονίζοντες τον νέο Λαό του Θεού, ο οποίος εξερχόμενος από την Αίγυπτο των παθών και το κοσμικό σκότος, πορεύεται προς την κατά ανατολάς Γην της Επαγγελίας, την επουράνια Πατρίδα, ενώ προπορεύεται, ως οδηγός, ο νέος Μωυσής, ο Ιερεύς-Ποιμὴν δεόμενος ενώπιον τού Θυσιαστηρίου, τού νοητού αυτού Θρόνου της Θείας Μεγαλωσύνης.

Για τον ίδιο ακριβώς λόγο επικρατεί η καλὴ και ωραία και συμβολικὴ συνήθεια να τοποθετούμε τούς νεκρούς και κατά τις επικήδειες Ακολουθίες στον Ιερό Ναό, αλλά και στα μνήματα ούτως, ώστε να είναι στραμμένοι προς ανατολάς.

Αλλά και οι ευλαβείς Ορθόδοξοι, τουλάχιστον έτσι έκαμαν οι παλαιότεροι, φροντίζουν, όταν κατακλίνωνται για να κοιμηθούν, να βλέπουν προς ανατολάς: αναπολούντες τον «Παράδεισον εν Εδέμ κατά ανατολάς»8 και προσευχόμενοι, παραδίδονται με εμπιστοσύνη στην Θεία Πρόνοια και την ανάπαυσι τού ύπνου.



1. Ι. Δαμασκηνού, PG τ. 94, σελ. 1133Β-1136Β/Ε.Α.Ο.Π., L. IV, Κεφάλ. ΙΒ΄.
2. Α΄ Ιωάν. α΄ 5.
3. Μαλαχ. δ΄ 2.
4. Ιωάν. η΄ 12.
5. Ησ. θ΄ 2· Ματθ. δ΄ 16.
6. Ιερεμ. κγ΄ 5· Ζαχαρ. γ΄ 8· Λουκ. α΄ 78.
7. Ψαλμ. ξζ΄ 33-34.
8. Πρβλ. Γενέσ. β΄ 8.
9. Γενέσ. γ΄ 24.
10. Εξόδ. λζ΄ 5.
11. Λευϊτ. ιστ΄ 14.
12. Αριθμ. β΄ 3.
13. Ιεζεκ. μδ΄ 1 ε.
14. Λουκ. κδ΄ 52.
15. Πράξ. α΄ 11.
16. Ματθ. κδ΄ 27.



Read more:http://www.egolpion.net/pros-anatolas.el.aspx#ixzz2kVqSWZKD

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Οι άγιες εικόνες

Οι άγιες εικόνες



Οι άγιες εικόνες
π.Αντωνίου Αλεβιζόπουλου

      ΟΘεός είναι αόρατος και απρόσιτος, άγνωστος κατά την ουσία(Έξοδ. λγ' 20. Α' Τιμ. α' 17. στ' 16. Α' Ιω. δ' 12), δεν είναι δυνατό να εικονισθεί(Δευτερ. δ' 12).
 Όμως ο Υιός του Θεού σαρκώθηκε(Ιω. α' 14. Κολ. β' 9), φανέρωσε την εικόνα του Θεού(Ματθ. ια' 27. Λουκ. ι' 22. Ιω. α' 18. ιδ' 9. Β' Κορ. δ' 4. Κολ. α' 15).Άρα μπορούμε να τον εικονίσουμε και να διακηρύξουμε την πίστη μας στη Θεανθρωπότητα του Κυρίου. Από το άλλο μέρος η ενανθρώπηση του Χριστούαποκαλύπτειτην αληθινή φύση του ανθρώπου, πού είναισύμμορφοςπρος την εικόνα του Θεού(Α' Κορ. ιε' 49. Β' Κορ. γ' 18).
 Έτσι οι εικόνες των αγίων αναφέρονται στην «καινή κτίση», στον «καινό άνθρωπο» και αποτελούν μαρτυρία της χριστιανικής ελπίδας για τη νέα εν Χριστώ πραγματικότητα(Ησ. ξε' 14-17. ξστ' 22. Β' Κορ. ε' 17. ΓαΛ. οτ' 15. Έφεσ. β' 15. δ' 24. Β' Πέτρ. γ' 13. Άποκ. κα' 5).
Αλλά η «καινή κτίσις» την οποία προσμένουμε, δεν αναφέρεται μόνο στον άνθρωπο, περιλαμβάνειολόκληρητη δημιουργία(Ρωμ. η' 21). Έτσι η κατασκευή και η τιμή των εικόνων στην Εκκλησία δεν γίνεται μόνο «προς πίστωσιν της αληθινής και ου κατά φαντασίαν του Θεού Λόγου ενανθρωπήσεως...»(όρος Ζ' Οικ. Συνόδου), δεν αποτελεί μόνο προεικόνιση και μαρτυρία του «καινού ανθρώπου», αλλά διακήρυξη και μαρτυρία της πίστης μας στην καθολική μεταμόρφωση και δόξα της κτίσης.

H Ορθόδοξη Εκκλησία κηρύσσει «Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών και τούς Αυτού αγίους... τον μεν ως Θεόν και Δεσπότην, προσκυνούντες και σέβοντες, τούς δε (αγίους), διά τον κοινόν Δεσπότην, ως Αυτού γνησίους θεράποντας τιμώντες και την κατά σχέσιν προσκύνησιν απονέμοντες»(Συνοδικόν της Ορθοδοξίας).
Αυτή η τιμή πραγματοποιείται «εν λόγοις, εν συγγραφαίς,... εν ναοίς, εν εικονίσμασι»(Συνοδικόν της Ορθοδοξίας).
Η διαφορά λοιπόν μεταξύ της τιμής του Δεσπότου Χριστού και των αγίων είναι φανερή, τον ένα τιμούμε «ως Θεόν καί Δεσπότην», του απονέμουμε δηλαδή λατρεία, τούς άλλους τούς τιμούμε σαν πιστούς υπηρέτες του Κυρίου. «Όσω γάρ συνεχως δι' εικονικής ανατυπώσεως ορώνται, τοσούτον και οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται εις την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν, και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησιν απονέμειν, ου μην την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, ή πρέπει μόνη τη θεία φύσει... Η γάρ της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει και o προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν»(Όρος Ζ' Οίκ. Συνόδου).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδει λατρείαμόνοστον Ένα και Τριαδικό Θεό. Απορρίπτει τη λατρεία ψευδών θεών, ειδώλων και κτισμάτων. Δεν υπάρχουν άλλοι θεοί. Οποιαδήποτε λατρεία σε «άλλους θεούς» αποδίδεται στον Διάβολο. Τέτοιες εικόνες είναιείδωλα, απαγορεύεται η κατασκευή τους και η οποιαδήποτε
τιμή (Έξοδ. κ' 4-5. κγ' 24-25. Λευϊτ. ιθ' 4. κστ' 1. Δευτερ. δ' 15-28. λ' 17-18. λβ' 16-21. Ησ. μδ' 9-20. Ίερεμ. κε' 6. Δαν. ε' 23-25. Ψαλμ. 96/97,7. ριγ' 1216/ριε' 4-8. ρλδ/ρλε' 15-18. Ρωμ. α' 23-24. Άποκ. ιθ' 20).
Η προσκύνηση ψεύτικων θεών και των εικόνων τους (ειδώλων) τιμωρείται αυστηρά(Έξοδ. κβ' 20. Δευτερ. ιγ' 6-11. ΙΖ' 2-10. Γ/Α' Βασιλ θ' 6-9. ιδ' 9-10. Ιερεμ. α' 16).Όμως αυτό δεν σημαίνει πώς οι Χριστιανοί απαγορεύεται να αγαπούν και να τιμούν κάθε τι πού έχει σχέση με τη λατρεία τού αληθινού Θεού ή και με τούς ανθρώπους πού αγάπησε και ετίμησε ο ίδιος ο Θεός.

Ήδη στην Παλαιά Διαθήκη, παράλληλα με την απαγόρευση των ειδώλων, κατασκευάζονται με εντολή τού Θεού διάφορα αντικείμενα για τη θεία λατρεία, η σκηνή, η κιβωτός, η τράπεζα, το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων, το θυσιαστήριο τού θυμιάματος,χερουβείμ,λέοντες,βόεςκαι πολλά άλλα(Έξοδ. κε'-λα΄ Γ/Α' Βασιλ στ'-ζ. Έβρ. θ' 1-5).
 Κανείς δεν διανοήθηκε να αποδώσει σε αυτά τα αντικείμενα λατρευτική προσκύνηση, γιατί αυτόματα θα μεταβάλλονταν σε είδωλα και η λατρεία τού αληθινού Θεού σε ειδωλολατρία. Αυτό φαίνεται καθαρά στο «χωνευτό μόσχο» πού κατασκεύασε ο Ααρών σε στιγμή αποστασίας τού λαού, η οποία ολοκληρώθηκε με τη φράση: «Oύτοι οι θεοί σου, Ισραήλ»!(Έξοδ. λβ' 4).
Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της ειδωλολατρίας το να λατρεύεις για θεό κάποιο κτίσμα, ή κάποιο ανθρώπινο κατασκεύασμα!
Κανείς ποτέ Ορθόδοξος χριστιανός δεν στάθηκε μπροστά σε εικόνα με τη σκέψη: «ούτοι οι θεοί μου»! Κανείς ποτέ δεν απέδωσε τιμή σε εικόνα με τη σκέψη πώς η εικόνα είναι θεός! Όσοι κατηγορούν τούς Ορθόδοξους πώς λατρεύουν τους αγίους ή τις εικόνες, δεν κατανόησαν ποτέ, ούτε τι είναι Ορθοδοξία, ούτε και τι στην πραγματικότητα σημαίνει λατρεία.

H ευλάβεια και η τιμή πού αποδίδουμε στα ιερά αντικείμενα, τα οποία υπάρχουν στο λατρευτικό χώρο, στηρίζεται στην αγία Γραφή.O ίδιος ο Θεός τιμά τα αντικείμενα αυτά, θυμιάζονται και ραντίζονται με αίμα(Έξοδ. λ' 6-7. μ' 5. Λευιτ. ιστ' 12-13. Α' Παραλ στ' 34/Α' Χρον. στ' 49. Β' Παραλ./Χρον. ιγ' 11. Έβρ. θ' 21)και ο Θεός επιδοκιμάζει τα γενόμενα(πρβλ Γ/Α' Βασιλ θ' 3).

Όλα τα «εγγύς» τού Θεού είναι άγια, άξια σεβασμού και τιμής, ο τόπος πλησίον τηςβάτου(Έξοδ. γ' 5), ηKιβωτός(Α' Βασιλ./Α' Σαμ. στ' 3),οναός(Ψαλμ. ε' 817), τοόροςτού Θεού(Ψαλμ. 98/99,5.9. Πρβλ ρλα/ρλβ' 7), ηράβδοςτού Ιωσήφ(Γέν. μζ' 31. Έβρ. ια' 21), ακόμη και η «γη» στην οποία εμφανίσθηκαν άγγελοι τού Θεού(Ιησ. Ναυη ε' 15). Όλα είναι άγια και άξια τιμητικής προσκύνησης!

O ίδιος ο Θεός τιμά τα ιερά αντικείμενα και τούς χαρίζει τη θαυματουργική Του ενέργεια. Τούτο βλέπουμε στηράβδο τού Μωϋσή(Έξοδ. δ' 2-3. ζ' 19-21. θ' 23-26. ιδ' 16.21. ιε' 25. Ιζ' 5-7), στοχάλκινο φίδι, πού προεικόνιζε τον τίμιο σταυρό(Αριθ. κα' 8-9. Ίω. γ' 14), στηνκιβωτό(Ιησ. Ναυη γ' 15-17), στημηλωτή τού Ηλία(Δ' Βασιλ β' 8-14)ή ακόμη και σταρούχα τού Χριστού(Ματθ. θ' 20-22), στολάδινερό(Ιω. ε' 2-4), σταμανδήλιακαιπεριζώματα(Πράξ. ιθ' 11-12). Hσκιάτού αποστόλου Πέτρου γίνεται με τη χάρη του Θεού θαυματουργική εικόνα(Πράξ. ε' 12-16). Κάθε βεβήλωση των ιερών αντικειμένων τιμωρείται αυστηρά από τον Θεό
(Άριθ. δ' 15.20. Α' Βασιλ./Α' Σαμ. ε' 2-4. στ' 2-5. Β' Βασιλ./Β' Σαμ. στ' 6-7. Α' Παραλ./Α' Χρον. ιγ' 9-10).

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΙΡΕΣΕΩΝ & ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
π ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ    www.egolpion.com

  

Read more:http://www.egolpion.net/agies_eikones.el.aspx#ixzz2kRMsj9ae

Ερμηνεία αποσπάσματος του Συνοδικού


Ερμηνεία αποσπάσματος του Συνοδικού


 
Ερμηνεία αποσπάσματος του Συνοδικού

Επτά αναθέματα κατά των ΕΛΛΗΝΩΝ από το Τριώδιον τα οποία περιέχονται στο «Συνοδικό της Αγίας Ζ' Οικουμενικής Συνόδου υπέρ της Ορθοδοξίας» και τα οποία αναγιγνώσκονται και σήμερα την Κυριακή της Ορθοδοξίας, παρατίθενται και εξηγούνται στη συνέχεια:
Κείμενο
Εξήγηση
Επί τοίς φρονούσι και λέγουσι κτιστήν είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενάργειαν της τρισυποστάτου θεότητος, ως κτιστήν εκ τούτου πάντως και αυτήν την θείαν ουσίαν αναγκαζομένοις δοξάζειν. Κτιστή γάρ κατά τους Αγίους ενέργεια, κτιστήν δηλώσει και φύσιν άκτιστον δε, άκτιστον χαρακτηρίζει ουσίαν. Καντεύθεν ήδη κινδυνεύουσι εις θείαν παντελή περιπίπτειν, και την ελληνικήν μυθολογίαν και την των κτισμάτων λατρείαν, τη καθαρά και αμώμω των χριστιανών πίστει προστριβομένοις. Μή ομολογούσι δε κατά τας αγίας θεοπνεύστους θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα, άκτιστον είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενέργειαν της τρισυποστάτου θεότητος ανάθεμα τρίς.
Το κείμενο αυτό ξεκάθαρα αναφέρεται σε όσους πιστεύουν πώς οι ενέργειες και η δύναμη του Θεού καθώς και η ουσία του είναι κτιστά και ουσιαστικά μέρος του κόσμου και όχι η δημιουργική και τελική αιτία του η οποία βρίσκεται έξω απ' τον κόσμο. Εναντίον αυτών καταφέρεται το παραπάνω απόσπασμα. Και αντιπαραβάλλει την ειδωλολατρική και γενικά τη μη Χριστιανική μυθολογία και θεολογία για να καταστήσει την διαφορά ακόμη ευκρινέστερη.
Τοίς τα ελληνικά διεξιούσι μαθήματα, και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταίς δόξαις αυτών ταίς ματαίαις επομένοις, και, και ως αληθέσι πιστεύουσι και ούτως αυταίς ως το βέβαιον εχούσαις εγκειμένοις, ώστε ετέρους ποτέ μεν λάθρα, ποτέ δε φανερώς ενάγειν αυταίς και διδάσκειν ανενδοιάστως ανάθεμα τρίς.Αυτό πάλι είναι υπέρ των Χριστιανών. Γιατί φανερώνει ότι η Εκκλησία δεν αντιτίθεται στην μελέτη των αρχαίων σοφών αλλά στο να πιστεύουμε ότι όλα όσα είπαν είναι αληθή και αλάνθαστα. Και καλώς κάνει την διευκρίνιση αυτή και το ίδιο πίστευαν και οι αρχαίοι.
Τοίς μετά των άλλων μυθικών πλασμάτων, εφ' εαυτών και την καθ' ημάς κλίσιν μεταπλάττουσι, και τας πλατωνικάς ιδέας ως αληθείς δεχομένοις και ως αυθυπόστατον την ύλην παρά των ιδίων μορφούσθαι λέγουσι, και προφανώς διαβάλλουσι το αυτεξούσιον του Δημιουργού, του από του μη όντος εις το είναι παραγαγόντος τα πάντα, και ως ποιητού πάσιν αρχήν και τέλος επιτιθέντος εξουσιαστικώς και δεσποτικώς ανάθεμα τρίς.Μερικές παθολογικές Πλατωνικές ιδέες αναφέραμε ήδη. Εδώ παρουσιάζονται μερικές ακόμη. Όπως βλέπεις το κείμενο κάνει σαφή διάκριση και δεν κατηγορεί τον Πλάτωνα ούτε το σύνολο του έργου του αλλά διευκρινίζει ότι διαφωνεί με κάποιες από τις ιδέες του που είναι εσφαλμένες, όπως π.χ. «το αυθυπόστατό της ύλης».
Τοίς δεχομένοις και παραδίδουσι τα μάταια και ελληνικά ρήματα, ότι τε προΰπαρξίς εστι των ψυχών, και ουκ εκ του μη όντος τα πάντα εγένετο, και παρήχθησαν, ότι τέλος εστί της κολάσεως η αποκατάστασις αύθις της κτίσεως, και των ανθρωπίνων πραγμάτων, και δια των τοιούτων λόγων την βασιλείαν των ουρανών λυομένην πάντως, και παράγουσαν εισάγουσιν, ήν αιωνίαν και ακατάλυτον αυτός τε ο Χριστός και Θεός ημών εδίδαξε, και παρέδοτο και δια πάσης της Παλαιάς και Νέας Γραφής ημείς παρελάβομεν ότι και η κόλασις ατελεύτητος και η βασιλεία αΐδιος, δια δε των τοιούτων λόγων εαυτούς τε απολλύουσι, και ετέροις αιωνίας καταδίκης προξένους γενομένοις ανάθεμα τρίς.Εδώ πάλι φαίνεται για άλλη μία φορά ότι η Εκκλησία με τα κείμενα αυτά δεν επιτίθεται εναντίων κανενός αλλά απλά οριοθετεί την πίστη της. Λέει λοιπόν ότι η Ελληνική διδασκαλία περί προΰπαρξης των ψυχών είναι εσφαλμένη, συνεχίζει όμως λέγοντας εξ ίσου εσφαλμένη είναι και η διδασκαλία περί καταργήσεως της κόλασης.
Ας προσέξουμε ότι η τελευταία αυτή διδασκαλία δεν είναι Αρχαιοελληνική, αφού οι Έλληνες δεν πίστευαν σε κόλαση. Άρα Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΕΔΩ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΛΛΑ ΕΝΑΝΤΙΩΝ ΜΕΡΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ τα οποία έχουν παρεξηγήσει και παραποιήσει την διδασκαλία της.
Επομένως καταλαβαίνουμε ότι δεν μεροληπτεί έναντι καμίας φυλής και παραδόσεως. Μένει όμως άγρυπνη και οποιαδήποτε πλαστογράφηση και διαστροφή του πιστεύω της την καταγγέλλει χωρίς να έχει πρόβλημα, από ποιόν χώρο προέρχεται η πλαστογράφηση αυτή.
Τοίς ευσεβείν μεν επαγγελλομένοις τα των Ελλήνων δε δυσσεβή δόγματα τη ορθοδόξω και καθολική εκκλησία περί τε ψυχών ανθρωπίνων, και ουρανού και γης, και των άλλων κτισμάτων αναιδώς ή μάλλον ασεβώς επεισάγουσιν ανάθεμα τρίς.Τά των Ελλήνων δυσσεβή δόγματα.. Νομίζω ότι καταλαβαίνουμε όλοι το νόημα της φράσεως αυτής. Δηλώνει ότι η Εκκλησία με την Άγια αντίληψη που έχει για τον Θεό δεν μπορεί να συμβιβαστεί με χαμηλές περί θείου δοξασίες με τις οποίες είναι γεμάτες οι πολυθεϊστικές μυθολογίες μεταξύ των οποίων και η Ελληνική. Το ενδιαφέρον είναι ότι δεν είναι η Εκκλησία η πρώτη οπού εκφράζει τέτοιες θέσεις. Πολύ πριν απ' την ίδρυσή της ο ΠΛΑΤΩΝ έλεγξε κάθε πάτρια ιδέα περί θεού και έδειξε το άτοπο αυτής. Μάλιστα φυγάδευσε κυριολεκτικά τον Όμηρο από την «Πολιτεία» του, διότι θεώρησε ότι οι ανήθικοι μύθοι για τους θεούς αποτελούν επιζήμια πρότυπα για τους νέους. Τόνισε εμφατικά ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος έπλασαν ψευδείς και ανάξιους μύθους για τους θεούς (Πολιτ. 368Α-383C). Αρνήθηκε ουσιαστικά την πατρώα ειδωλολατρική θρησκεία και προσηλώθηκε στην δική του ιδεατή θεότητα, το «Όντως Όν».
Ο Πλάτωνας όμως δεν ήταν ο μόνος. Ο ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ Ο ΚΟΛΟΦΩΝΙΟΣ τόλμησε να αρνηθεί την κρατούσα ειδωλολατρική θρησκεία της εποχής του και να διακηρύξει επίσημα: «Είς Θεός, εν τέ θεοίσι και ανθρώποισι μέγιστος ούτε δέμας θνητοίσι όμοιος ουδέ νόημα». Όμως «πάντα θεοίσ' ανέθηκαν Όμηρος θ' Ησίοδος τε... όσσα παρ' ανθρώποισιν ονείδεα και ψόγος εστίν, κλέπτειν, μοιχεύειν τέ και αλλήλους απατεύειν» (Ξενοφ. Άπ.,11)! Τούς θεούς θεωρούσε εξ ολοκλήρου ΑΠΟΚΥΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ, ΑΝΑΡΜΟΣΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΦΥΣΗ. Υποστήριζε μάλιστα πώς όσοι πιστεύουν ότι οι θεοί γεννήθηκαν, ασεβούν το ίδιοι με όσους λένε πώς οι θεοί πεθαίνουν!
Τέλος ο ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ Υποστήριζε πώς ο Όμηρος και ο Ησίοδος, αποδίδοντας στους θεούς κακίες και ανηθικότητες είχαν ολέθρια επίδραση στα ήθη των ανθρώπων. Ακόμη στηλίτευσε τον ανόητο ανθρωπομορφισμό, τόνισε την απόλυτη διαφορά ανθρώπου και Θεού (Αποσπ. 88) και απειλούσε όσους έκαναν ανίερες τελετές (Βακχισμός, ιερά όργια, ιερή πορνεία κ.λπ.).
Δεν συνεχίζω. Τα παραπάνω δείχνουν την ορθότητα της Εκκλησίας όταν μιλά για δυσσεβή δόγματα.
Τοίς την μωράν των έξωθεν (στο σημείο αύτό οι Νεοειδωλολάτρες προσθέτουν: «= Ελλήνων») φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμούσι, και τοίς καθηγηταίς αυτών επομένοις, και τας τε μετεμψυχώσεις των ανθρωπίνων ψυχών, ή και ομοίως τοίς αλόγοις ζώοις ταύτας απόλλυσθαι, και εις το μηδέν χωρείν δεχομένοις και δια τούτο ανάστασιν, και κρίσιν, και την τελευταίαν των βεβιωμένων ανταπόδοσιν αθετούσιν ανάθεμα τρίς.Εδώ πάλι δεν αναφέρεται πουθενά ο όρος Έλληνας αλλά προστίθεται εκ των υστέρων! Ας είμαστε σοβαροί. Στο κάτω κάτω το κείμενο αναφέρεται στην μετεμψύχωση και σε όσους αρνούνται την ανάσταση. Αν τώρα αυτοί είναι Έλληνες, Ινδοί, Χριστιανοί, Πολυθεϊστές και δεν ξέρω ‘γώ τι άλλο, δεν έχει σημασία.
Τοίς λέγουσιν ότι οι των Ελλήνων σοφοί και πρώτοι των αιρεσιαρχών, οι παρά των επτά αγίων και καθολικών συνόδων, και παρά πάντων των εν Ορθοδοξία λαμψάντων πατέρων αναθέματι καθυποβληθέντας, ως αλλότριοι της καθολικής εκκλησίας δια την εν λόγοις αυτών κίβδηλον και ρυπαράν περιουσίαν κρείττονες εισι κατά πολύ, και ενταύθα και εν τη μελλούση κρίσει, και των ευσεβών μεν και ορθοδόξων ανδρών, άλλως δε κατά πάθος ανθρώπινον ή αγνόημα πλημμελησάντων ανάθεμα τρίς.ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ. Εφόσον το ανάθεμα σημαίνει αποκοπή και αποβολή από το σώμα της Εκκλησίας, η επιβολή του σαν ποινή έχει νόημα μόνο εφ' όσον εφαρμόζεται σε μέλη της Εκκλησίας. Δεν έχει νόημα να αναθεματιστεί κάποιος Μουσουλμάνος, Εβραίος ή Δωδεκαθεϊστής αφού δεν είναι μέλη της Εκκλησίας, από τι θα αποκοπούνε από κάτι από το οποίο δεν ήταν ποτέ συνδεδεμένοι; Όχι φυσικά.
Επομένως με τα παραπάνω δείξαμε ότι το ανάθεμα αναφέρεται σε όσους είναι ήδη Χριστιανοί και νοθεύουν την πίστη τους με δοξασίες ξένες προς την πίστη τους όπως ειδωλολατρικές ή οι αιρετικές. ΤΑ ΑΝΑΘΕΜΑΤΑ ΑΠΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ.
Ένα τροπάριο
Ναούς ειδώλων (στο σημείο αυτό οι Νεοειδωλολάτρες προσθέτουν: «= ελληνικούς») καθείλετε αθλούντες, και εαυτούς της Τριάδος θείους ναούς εδομήσασθε, αθλοφόροι κυρίου αγγέλων συνόμιλοι.
Για άλλη μία φορά ο όρος «Ελληνικός» προστίθεται από έξω. Όπως είναι εμφανές όμως, στόχος του υμνογράφου δεν είναι να δείξει την αντίθεση με τον Ελληνισμό (αν υπήρχε αυτή) αλλά με τα είδωλα. Μπορούσε κάλλιστα να πει «Ναούς Ελλήνων..» Και οι δυό λέξεις έχουν ίδιο αριθμό συλλαβών και τονίζονται στην παραλήγουσα. Έτσι δεν θα χαλούσε το μέτρο ούτε το μουσικό μέλος. Γιατί λοιπόν λέει ειδώλων και όχι Ελλήνων, αν αυτό υπονοούσε;
Ένας μακαρισμός
Οι καλάμω του Σταυρού, εκ του βυθού της αγνωσίας τους λαούς αναγαγόντες Απόστολοι, την των Ελλήνων πλάνην απεμειώσατε από της γης, απλανείς σωτήρες γενόμενοι των πιστών, αληθώς όθεν μακαρίζεσθε.
Ποιά είναι αυτή η πλάνη των Ελλήνων; Μπορεί να είναι η διάθεσή τους και η δίψα τους για την αλήθεια; Όχι, γιατί και οι Πατέρες μελέτησαν και έγιναν κοινωνοί αυτής της αναζήτησης. Μήπως είναι οι επιστήμες τους; Μάλλον όχι γιατί όπως είπα και πριν οι Βυζαντινοί, θεματοφύλακες της επιστήμης αυτής ήταν. Άλλωστε σε αυτούς χρωστάμε την διάσωση των αρχαίων χειρογράφων και με τον τρόπο αυτό την ιστορική μας συνείδηση. Αν δεν υπήρχαν οι Βυζαντινοί αντιγραφείς, σήμερα το όνομα του Πλάτωνα και του Σωκράτη, του Περικλή και του Θουκυδίδη αν δεν είχε εξαφανιστεί θα σωζόταν μέσα σε μυθολογική ομίχλη. Επομένως το απόσπασμα αναφέρεται στην περί θεού αντίληψη των αρχαίων η οποία ήταν όντως πλανεμένη.


Αναθέματα

(όπως παρατίθενται σε άρθρο εθνικών [δωδεκαθεϊστών])
  1. Επί τοίς φρονούσι και λέγουσι κτιστήν είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενάργειαν της τρισυποστάτου θεότητος, ως κτιστήν εκ τούτου πάντως και αυτήν την θείαν ουσίαν αναγκαζομένοις δοξάζειν. Κτιστή γάρ κατά τους Αγίους ενέργεια, κτιστήν δηλώσει και φύσιν άκτιστον δε, άκτιστον χαρακτηρίζει ουσίαν. Καντεύθεν ήδη κινδυνεύουσι εις θείαν παντελή περιπίπτειν, και την ελληνικήν μυθολογίαν και την των κτισμάτων λατρείαν, τη καθαρά και αμώμω των χριστιανών πίστει προστριβομένοις. Μή ομολογούσι δε κατά τας αγίας θεοπνεύστους θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα, άκτιστον είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενέργειαν της τρισυποστάτου θεότητος ανάθεμα τρίς.
  2. Τοίς τα ελληνικά διεξιούσι μαθήματα, και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταίς δόξαις αυτών ταίς ματαίαις επομένοις, και, και ως αληθέσι πιστεύουσι και ούτως αυταίς ως το βέβαιον εχούσαις εγκειμένοις, ώστε ετέρους ποτέ μεν λάθρα, ποτέ δε φανερώς ενάγειν αυταίς και διδάσκειν ανενδοιάστως ανάθεμα τρίς.
  3. Τοίς μετά των άλλων μυθικών πλασμάτων, εφ' εαυτών και την καθ' ημάς κλίσιν μεταπλάττουσι, και τας πλατωνικάς ιδέας ως αληθείς δεχομένοις και ως αυθυπόστατον την ύλην παρά των ιδίων μορφούσθαι λέγουσι, και προφανώς διαβάλλουσι το αυτεξούσιον του Δημιουργού, του από του μη όντος εις το είναι παραγαγόντος τα πάντα, και ως ποιητού πάσιν αρχήν και τέλος επιτιθέντος εξουσιαστικώς και δεσποτικώς ανάθεμα τρίς.
  4. Τοίς δεχομένοις και παραδίδουσι τα μάταια και ελληνικά ρήματα, ότι τε προΰπαρξίς εστι των ψυχών, και ουκ εκ του μη όντος τα πάντα εγένετο, και παρήχθησαν, ότι τέλος εστί της κολάσεως η αποκατάστασις αύθις της κτίσεως, και των ανθρωπίνων πραγμάτων, και δια των τοιούτων λόγων την βασιλείαν των ουρανών λυομένην πάντως, και παράγουσαν εισάγουσιν, ήν αιωνίαν και ακατάλυτον αυτός τε ο Χριστός και Θεός ημών εδίδαξε, και παρέδοτο και δια πάσης της Παλαιάς και Νέας Γραφής ημείς παρελάβομεν ότι και η κόλασις ατελεύτητος και η βασιλεία αΐδιος, δια δε των τοιούτων λόγων εαυτούς τε απολλύουσι, και ετέροις αιωνίας καταδίκης προξένους γενομένοις ανάθεμα τρίς.
  5. Τοίς ευσεβείν μεν επαγγελλομένοις τα των Ελλήνων δε δυσσεβή δόγματα τη ορθοδόξω και καθολική εκκλησία περί τε ψυχών ανθρωπίνων, και ουρανού και γης, και των άλλων κτισμάτων αναιδώς ή μάλλον ασεβώς επεισάγουσιν ανάθεμα τρίς.
  6. Τοίς την μωράν των έξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμούσι, και τοίς καθηγηταίς αυτών επομένοις, και τας τε μετεμψυχώσεις των ανθρωπίνων ψυχών, ή και ομοίως τοίς αλόγοις ζώοις ταύτας απόλλυσθαι, και εις το μηδέν χωρείν δεχομένοις και δια τούτο ανάστασιν, και κρίσιν, και την τελευταίαν των βεβιωμένων ανταπόδοσιν αθετούσιν ανάθεμα τρίς.
  7. Τοίς λέγουσιν ότι οι των Ελλήνων σοφοί και πρώτοι των αιρεσιαρχών, οι παρά των επτά αγίων και καθολικών συνόδων, και παρά πάντων των εν Ορθοδοξία λαμψάντων πατέρων αναθέματι καθυποβληθέντας, ως αλλότριοι της καθολικής εκκλησίας δια την εν λόγοις αυτών κίβδηλον και ρυπαράν περιουσίαν κρείττονες εισι κατά πολύ, και ενταύθα και εν τη μελλούση κρίσει, και των ευσεβών μεν και ορθοδόξων ανδρών, άλλως δε κατά πάθος ανθρώπινον ή αγνόημα πλημμελησάντων ανάθεμα τρίς.
Τα ως άνω αναθέματα καταγράφονται στο «Τριώδιον», προέρχονται ωστόσον από το «Συνοδικόν της Αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου υπέρ της Ορθοδοξίας». Δηλαδή, ανάθεμα τρεις φορές εις τους Ορφέα, Θαλή, Αναξίμανδρο, Αναξιμένη, Πυθαγόρα, Ξενοφάνη, Παρμενίδη, Ζήνωνα, Εμπεδοκλή, Ηράκλειτο, Αναξαγόρα, Δημόκριτο, Σωκράτη, Πλάτωνα κ.ά.
Από την «Παρακλητικήν» λαμβάνονται επίσης: α) ένα τροπάριο και β) ένας μακαρισμός.
α) Ναούς ειδώλων (= ελληνικούς) καθείλετε αθλούντες, και εαυτούς της Τριάδος θείους ναούς εδομήσασθε, αθλοφόροι κυρίου αγγέλων συνόμιλοι.
β) Οι καλάμω του Σταυρού, εκ του βυθού της αγνωσίας τους λαούς αναγαγόντες Απόστολοι, την των Ελλήνων πλάνην απεμειώσατε από της γης, απλανείς σωτήρες γενόμενοι των πιστών, αληθώς όθεν μακαρίζεσθε.


http://www.forums.gr/archive/index.php/t-4802.html
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ    www.egolpion.com

  

Read more:http://www.egolpion.net/anathemata_sunodikou.el.aspx#ixzz2kRMSkOyC

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Μας βασανίζει ο Θεός;

Μας βασανίζει ο Θεός;

Όταν ο Χριστός επισκέφθηκε το νησί των Γαδαρηνών, τον συνάντησε ένας δαιμονισμένος άνθρωπος, ο οποίος δεν φορούσε ρούχα, ούτε είχε ζούσε σε σπίτι, αλλά κατοικία του ήταν τα μνήματα. 
Παράλληλα, οι άλλοι άνθρωποι τον έδεναν με αλυσίδες όταν βρισκόταν σε κρίση, για να μην τους κάνει κακό. Εκείνος όμως λάμβανε τόση δύναμη από τον διάβολο, ώστε να σπάζει τις αλυσίδες και να καταφεύγει στις ερημιές. Ο διάβολος έκανε τον άνθρωπο, παρότι του έδινε σωματική δύναμη, να έχει απωλέσει την κοινωνική του αξιοπρέπεια (η γυμνότητα), αλλά και να είναι εντελώς ακοινώνητος (η ανεστιότητα). Ο άνθρωπος έτσι επέλεξε τα μνήματα για να κατοικεί. Ήταν ζωντανός-νεκρός. Όταν συνάντησε το Χριστό, ο Κύριος διέταξε το δαιμονικό πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο. Και τότε ο δαιμονισμένος παρακαλεί το Χριστό να μην τον βασανίσει.
Το αίτημα του δαιμονισμένου ηχεί παράξενα. Βασανίζει ο Θεός τον άνθρωπο; Εμείς γνωρίζουμε το Θεό ως το Θεό της αγάπης. Είναι δυνατόν Αυτός που είναι η όντως αγάπη να θέλει ο άνθρωπος να υποφέρει;
Ο ευαγγελικός λόγος βεβαίως αναφέρει ότι δεν ήταν ο δαιμονισμένος που μιλούσε, αλλά το δαιμόνιο. Ο άνθρωπος μάλιστα που είχε κυριευθεί από τον διάβολο είναι ανώνυμος, ενώ το δαιμόνιο έχει όνομα. Ονομάζεται «λεγεών», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο ερώτημα του Χριστού. Ο διάβολος καταλαμβάνει τον άνθρωπο, τον καθιστά ανώνυμο και μιλά ο ίδιος εξ ονόματός του, τον καθιστά αναξιοπρεπή, επικίνδυνο για τους άλλους και ανέστιο. Οικειοποιείται και την προσωπικότητα, την ιδιοκτησία του, τα τάλαντά του τόσο τα υλικά όσο και τα πνευματικά, την δυνατότητά του να προσφέρει εν αγάπη στο σύνολο και να ζήσει αρμονικά μαζί του και τον νεκρώνει.
Βλέπουμε λοιπόν στο Ευαγγέλιο όχι ο Θεός, αλλά ο διάβολος να βασανίζει τον άνθρωπο. Κι όμως, ο άνθρωπος βρίσκεται σε τέτοια σύγχυση, που δεν γνωρίζει ποιος τον ελέγχει, ποιος τον ταλαιπωρεί, αλλά έχει γίνει ένα με τον βασανιστή του. Γι’ αυτό και ο Χριστός εκβάλλει τα δαιμόνια έξω από τον άνθρωπο, αποστέλλοντάς τα στην αγέλη των χοίρων, η οποία βυθίζεται στην θάλασσα. Και τότε βλέπουμε τον άνθρωπο να αλλάζει. Φορά ρούχα. Φέρεται λογικά. Ξαναβρίσκει την ταυτότητά του. Παύει να είναι επικίνδυνος. Δεν θέλει να αποχωριστεί τον Χριστό. Και αναλαμβάνει μέσα του μία άλλη αποστολή. Δεν θα είναι ανέστιος και επικίνδυνος για τον κόσμο, αλλά εστία του θα είναι η σχέση του με το Χριστό και ζωή του το να διακηρύττει την αγάπη του Κυρίου και την θεραπεία του από Εκείνον.
Πόσες φορές στη ζωή μας αναρωτιόμαστε γιατί ο Θεός να μας βασανίζει. Γιατί ο Θεός να επιτρέπει να χάνουμε την αξιοπρέπειά μας, καθώς οι άνθρωποι μάς περιφρονούν και μας λοιδορούν για τις επιλογές μας ή για τον χαρακτήρα μας, καθώς θεωρούμαστε ανέστιοι σε έναν κόσμο, ο οποίος μας θέλει ταυτισμένους με το πνεύμα και το ήθος του, καθώς ζούμε μοναχικοί επειδή πιστεύουμε στον Κύριο και δεν συσχηματιζόμαστε με το κοσμικό φρόνημα; Γιατί ο Θεός μας βασανίζει αφήνοντάς μας να περνάμε διάφορες δοκιμασίες; Γιατί το να είσαι χριστιανός σήμερα θεωρείται οπισθοδρόμηση και ξεπερασμένη επιλογή, ενώ προστίθεται στη ζωή μας το επιπλέον βάρος να μην έχουμε ούτε την χαρά να περνάμε καλά τόσο εμείς όσο και οι οικείοι μας;
Και δεν βλέπουμε οι άνθρωποι ότι αυτός που μας βασανίζει δεν είναι ο Θεός, αλλά ο διάβολος και το πειρασμικό πνεύμα. Δεν μας παρηγορεί το γεγονός ότι για το Θεό έχουμε όνομα και ότι δεν είμαστε απρόσωποι. Δεν μας παρηγορεί το γεγονός ότι έχουμε σπίτι, που είναι η Εκκλησία. Ότι έχουμε την αξιοπρέπειά μας, που μας δίδεται από την μετάνοια, καθότι αυτή λειτουργεί ως το κάλυμμα των αμαρτιών μας. Ότι μας δίδεται η ευκαιρία να αγαπήσουμε τον πλησίον μας, να προσφέρουμε σ’ αυτόν τα χαρίσματά μας, το περίσσευμα ή το υστέρημα των δωρεών του Θεού, υλικών και πνευματικών, ότι μπορούμε να καθόμαστε δίπλα στον Κύριο Ιησού τόσο στην θεία λειτουργία, όσο και σε κάθε πτυχή της ζωής της Εκκλησίας, να τρεφόμαστε από Εκείνον ως τον Άρτο της ζωής και να έχει η ζωή μας νόημα.
Βασανιζόμαστε από τον διάβολο οι άνθρωποι σήμερα. Με θέα τον κόσμο, μετρώντας τα πάντα με βάση την λεγεώνα της αμαρτίας, δεν χαιρόμαστε την χαρά της παρουσίας του Χριστού στη ζωή μας και στην ουσία ζηλεύουμε το να ζούμε εν τοις μνήμασι, όπως κάνουν όσοι είναι μακριά από το Θεό. Δεν βασανιζόμαστε από το Θεό. Γιατί ακόμη και τα όσα παραχωρεί ο Θεός να συμβαίνουν στη ζωή μας, είναι προς δόξαν Του, αλλά και για τη σωτηρία μας. Και αναπληρώνει τον κατά άνθρωπο πόνο με την ευλογία της δικής Του παρουσίας, δίδοντάς μας νόημα και χαρά. Διαλεγόμενος μαζί μας μέσα από κάθε περίσταση της ζωής. Γιατί πίσω από κάθε μικρό ή μεγάλο περιστατικό, πίσω από κάθε συνάντηση, κρύβεται η δική Του παρουσία, η οποία μας χαρίζει την προσωπικότητα, την εστία, την χαρά της αγάπης. Εκεί βρίσκεται τελικά και η ίαση από κάθε δαιμόνιο.
Ο δαιμονισμένος σώθηκε επειδή συνάντησε το Χριστό. Δεν γνωρίζουμε τι τον είχε οδηγήσει στο να δεχθεί στην ύπαρξή του τον διάβολο. Δεν γνωρίζουμε καν αν θα αποδεχόταν το Χριστό, στην περίπτωση που Τον συναντούσε όντας ελεύθερος από την λεγεώνα. Εμείς πιστεύουμε ότι ο Θεός που προνοεί, δεν θα τον άφηνε. Φαίνεται πάντως, από την προαίρεσή του μετά το θαύμα της ιάσεώς του, ότι πιθανόν και εκείνος να αποδεχόταν το Χριστό, ακόμη κι αν δεν είχε περάσει την μεγάλη δοκιμασία του. Το ερώτημα λοιπόν έρχεται σε μας: γνωρίζουμε ποιος μας βασανίζει πραγματικά ή έχουμε αυτοπαραδοθεί στο κακό και κάθε αντίσταση φαντάζει μάταιη; Η παρουσία του Χριστού στον οίκο της Εκκλησίας είναι η ευκαιρία για την συνάντηση που θα μας δώσει την ελευθερία από τις ποικίλες λεγεώνες. Η προαίρεσή μας καλείται να αποδεχθεί αυτήν την συνάντηση και να λάβει όνομα, εστία, αγάπη. Και να διακηρύξει στον κόσμο όσα ο Ιησούς εποίησεν ημίν.