Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Χριστούγεννα... περιπλανιέμαι ανάμεσα στο πλήθος...

Χριστούγεννα... περιπλανιέμαι ανάμεσα στο πλήθος...

Χριστούγεννα... περιπλανιέμαι ανάμεσα στο πλήθος...

Κόσμος βιαστικός, σκυθρωπός, αδέκαστος και φειδωλός στα φιλάνθρωπα βλέμματα... Με τρομάζει το πλήθος που βιάζεται...

Χριστούγεννα Χριστού

Χριστούγεννα! Προετοιμασία, συνεστιάσεις και ξέφρενες διασκεδάσεις! Γέμισε ο κόσμος φώτα, πλημμύρισε το σκοτάδι. Το άκουσες; Ναι, πράγματι! Τόσο φως και όμως τόσο σκοτάδι. «Φως, περισσότερο φως…..» ψέλλισε ο Γκαίτε πριν ξεψυχήσει, ένα βροχερό πρωϊνό του 1832, σ’ ένα αρχοντικό της Βαϊμάρης.

Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Φέτος αποφάσισα ν’ αφήσω τις φυλλάδες μου, ν’ ανασκουμπωθώ, να βγω στους δρόμους, να ψάξω, ν’ αναζητήσω τα Χριστούγεννα γύρω μου. Κόσμος βιαστικός, σκυθρωπός, αδέκαστος και φειδωλός στα φιλάνθρωπα βλέμματα. «Περί φθοράς ανθρώπων», έγραφε ο περιπατητικός φιλόσοφος Δικαίαρχος τον Δ΄ αιώνα π.Χ., όμοια και αυτός μ’ εμένα, αναζητούσε Χριστούγεννα.

Το άκουσες; Είναι ελεημοσύνη η αγαθή προαίρεση. Η αγαθή προδιάθεση, το ζεστό αγκάλιασμα πονεμένων οφθαλμών. Χριστούγεννα άλλωστε! Φέτος αποφάσισα ν’ ανασκουμπωθώ, να περιπλανηθώ στους δρόμους, να ρωτήσω και να αναρωτηθώ…

Με τρομάζει το πλήθος που βιάζεται. Δεν αναζητώ Χριστούγεννα χωρίς Χριστό. Με αναπαύει η παρουσία της εικόνας Του. Είναι ουτοπική η σκέψη του Γοργία του Λεοντίνου, του μεγάλου σοφιστή και ρήτορα της αρχαιότητας, που δίδασκε ότι δεν υπάρχει αλήθεια ή ότι αν υπάρχει δεν μπορεί ο άνθρωπος να τη μεταδώσει.

Χριστούγεννα διαρκείας σημαίνει σταθερός προσανατολισμός, αναζήτηση της ελπίδας και της αλήθειας στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ο οποίος ως «Ήλιος της Δικαιοσύνης ανέτειλε τω κόσμω.»

Περιπλανιέμαι ανάμεσα στο πλήθος. Με συνεπαίρνει ο άτακτος και αφιλόξενος βηματισμός. Τόσα πρόσωπα! Τόσοι ουρανοπολίτες! Εδώ δε χρειάζεται θέμιστες και τυπολογικές- κανονιστικές διατάξεις. Δεν στο είπα; Είναι ελεημοσύνη η αγαθή προδιάθεση, ένα γλυκό μειδίαμα, απόρροια της πονεμένης συνοδοιπορίας μας...

Φέτος αποφάσισα ν’ ανασκουμπωθώ. Να εορτάσω αληθινά Χριστούγεννα, μεστά θείας θαλπωρής και συγκατάβασης. Και αν δεν κατάλαβες αληθινά Χριστούγεννα τι σημαίνουν, συντόνισε το δικό σου «*παντοπόρο άπορο» βηματισμό μέσα στο άτακτο και βιαστικό πλήθος….

Δημήτριος Π. Λυκούδης
θεολόγος - φιλόλογος
•●.۩۞۩.●•٠·

*Σημείωση του ιστολογίου μας: *Ποντοπόρο: Ως Ποντοπόρο χαρακτηρίζεται ένα πλοίο που διαπλέει τους Ωκεανούς, δηλαδή εκτελεί πλόες σε όλο τον κόσμο, σε αντιδιαστολή με τα ακτοπλοϊκά και τα πλοία που διαπλέουν κλειστές ή περιορισμένες θάλασσες. Το ποντοπόρο επιβατηγό γραμμής συνηθίζεται στην ελληνική να λέγεται Υπερωκεάνειο (Ocean liner).

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Ευλογία Κυρίου και Έλεος

Ευλογία Κυρίου και Έλεος

Του Μόσχου Εμμανουήλ Λαγκουβάρδου 

Καμιά άλλη λέξη, πλην της ευλογίας, δεν μπορεί να αποδώσει αυτό που νιώθουμε στην Εκκλησία. Η ευλογία της Εκκλησίας είναι αυτή που μας προσελκύει στους ιερούς ναούς, στα μοναστήρια, στις ιερές ακολουθίες ή και στην απλή συντυχία με τους μοναχούς.


Με τίποτε δεν μπορείς να περιγράψεις αυτό που νιώθεις όταν λαμβάνεις από το χέρι του Ιερέως το αντίδωρο με την ευχή "Ευλογία Κυρίου και έλεος έλθοι επί σε". Δεν είναι μόνο ησυχία, δεν είναι μόνο αγιότητα, δεν είναι μόνο δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν πνεύματι αγίω, είναι όλα αυτά μαζί και άλλα πολύ περισσότερα, ανάλογα με τη μετοχή καθενός από εμάς και με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. 

Με την ευλογία του Ιερέως αρχίζουν οι ιερές ακολουθίες και με την ευλογία τελειώνουν ή και δεν τελειώνουν, αλλά συνεχίζονται στην ατομική προσευχή του πιστού, αφού μέσα στην ψυχή το Άγιο Πνεύμα προσεύχεται για μας "στεναγμοίς αλαλήτοις". 

Πόσο βαραίνει στη ζωή μας η Εντολή του Κυρίου "Ευλογείτε και μη καταράσθε";Συνδέεται άραγε η ευλογία με την κατάρα έτσι που όταν λείπει η ευλογία, παίρνει τη θέση της η κατάρα; Αν δεν υπάρχει ευλογία υπάρχει κατάρα και το αντίθετο;

Πώς θα μπορούσαμε να αποδώσουμε αυτό που νιώθουμε σαν ευλογία σε σχέση με κάτι ή με κάποιον και πως θα μπορούσαμε να αποδώσουμε με σύγχρονους όρους αυτό που νιώθουμε ως κατάρα σε κάτι ή σε κάποιον; Είναι απλώς οι λέξεις ή είναι και τα αντίστοιχα αισθήματα που νιώθουμε όταν ευλογούμε ή όταν καταριούμαστε; Οπωσδήποτε δεν είναι μόνο οι λέξεις, αλλά είναι και ό,τι νιώθουμε με την ευλογία ή με την κατάρα.

Ένας συγγραφέας και διάσημος γιατρός στην εποχή του, στο βιβλίο του με τον τίτλο "Το βιβλίο του Εκείνο", για το οποίο έχουμε μιλήσει και άλλες φορές, γράφει πως ο σίγουρος τρόπος για να αρρωστήσει κανείς είναι να κατακρίνει και να απωθεί. Όταν ευλογούμε όχι μόνο δεν κατακρίνουμε και δεν απωθούμε αλλά επί πλέον νιώθουμε κάθε φιλική διάθεση για το πράγμα ή για τον άνθρωπο υπέρ του οποίου η ψυχή μας νιώθει ευλογία Κυρίου και έλεος. Ενώ η κατάρα περιέχει και την κατάκριση και την απώθηση.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς γιατρός για να ξέρει ότι η ευλογία μας έχει θεραπευτική δύναμη τουλάχιστον για μας τους ίδιους, αν όχι και για το πράγμα υπέρ του οποίου γίνεται, και ότι η κατάρα μας αρρωσταίνει ή επιδεινώνει την αρρώστια μας , αν είμαστε ήδη άρρωστοι. 

Ο κόσμος ανταποκρίνεται με τα δικά μας αισθήματα. Όπου δεν υπάρχει λοιπόν ευλογία, βάλε ευλογία και θα βρεις ευλογία.

Παραθέτω εδώ την ευλογία του Αποστόλου Παύλου προς τους Εν Εφέσω πιστούς, με την οποία αρχίζει την επιστολή του προς αυτούς, σας ένα διαμάντι ευλογίας: Με λίγη προσοχή και με αγάπη για την υπέροχη γλώσσα της ευλογίας ο ευγενικός αναγνώστης θα τη χαρεί, έστω και αν δεν κατέχει πλήρως την γραμματική ερμηνείας της. Το πνεύμα δίνει ζωή, λέει ο Απόστολος Παύλος, το γράμμα σκοτώνει. Αυτό ας έχουν υπόψη τους οι ζηλωτές των μεταφράσεων και ας τους ευλογεί ο Θεός:

" Παύλος, απόστολος Ιησού Χριστού δια θελήματος Θεού, τοις αγίοις τοις ούσιν εν Εφέσω και πιστοίς εν Χριστώ Ιησού. χάρις υμίν και ειρήνη από Θεού πατρός ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού. 

Ευλογητός ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο ευλογήσας ημάς εν πάση ευλογία πνευματική εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ, καθώς εξελέξατο ημάς εν αυτώ προ καταβολής κόσμου είναι ημάς αγίους και αμώμους κατενώπιον αυτού, εν αγάπη προορίσας ημάς εις υιοθεσίαςν δια Ιησού Χριστού εις αυτόν, κατά την ευδοκίαν του θελήματος αυτού, είς έπαινον δόξης της χάριτος αυτού, εν η εχαρίτωσεν ημάς εν τω ηγαπημένω, εν ω έχομεν την απολύτρωσιν δια του αίματος αυτού, την άφεσιν των παραπτωμάτων , κατά τον πλούτον της χάριτος αυτού, ης επερίσσευσεν εις ημάς εν πάση σοφία και φρονήσει, γνωρίσας ημίν το μυστήριον του θελήματος αυτού κατά την ευδοκίαν αυτού."


http://moschoblog.blogspot.com

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Πρωτ. Ι.ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ:Ὑπάρχει δυνατότητα Θεογνωσίας στὰ ποικίλα θρησκεύματα; [4]


Πρωτ. Ι.ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ:Ὑπάρχει δυνατότητα Θεογνωσίας στὰ ποικίλα θρησκεύματα; [4]


Πρωτ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ
Ή ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑ
 Κριτικς τοποθετήσεις στβιβλίο
«Παγκοσμιότητα καρθοδοξία»
τορχιεπ.λβανίας κ.ναστασίου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ἀπαραίτητη διασάφηση:
Φυσικὴ ἔξωθεν καὶ πνευματικὴ ἔσωθεν γνώση τοῦ Θεοῦ.
   Σ' αὐτὴ τὴν ἑνότητα κρίνουμε ἀπαραίτητο νὰ ἐξετάσουμε τὸ ἐρώτημα:Καθόλου μὰ καθόλου δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸν Θεὸ ὁ ἀβάπτιστος, ὁ ἀλλόθρησκος ἄνθρωπος;
Καταλυτικὴ γιὰ τὴν δυνατότητα ἢ ὄχι γνώσεως τοῦ Θεοῦ ὑπὸ τῶν ἐθνικῶν εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολὴ (Ρώμ. 1, 18-32). Ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόστολος περὶ τῶν εἰδωλολατρῶν «τῶν τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀδικία κατεχόντων». Ἐξηγώντας τὸ ἐν λόγω χωρίο ὁἅγιος Νικόδημοςλέγει ὅτι«ἡ ἀλήθεια, ἤτοι ἡ περὶ Θεοῦ γνῶσις, ἐνεσπάρη μέσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἐξ ἀρχῆς. Αὐτὴν τὴν ἀλήθειαν καὶ γνῶσιν οἱ ἕλληνες ἐκράτησαν μὲ ἀδικίαν, ἤτοι ἀδίκησαν αὐτήν... μὲ τὸ νὰ ἀφιέρωσαν τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ εἰς τὰ ἄψυχα εἴδωλα, θεοποιήσαντες αὐτά8... Λέγει γὰρ ὁ θεῖοςΔαμασκηνὸς"πάσιν ἡ γνῶσις τοῦ εἶναι Θεόν, ὑπ' αὐτοῦ φυσικῶς ἐγκατέσπαρται˙ καὶ αὐτὴ δὲ ἡ κτίσις καὶ ἡ ταύτης συνοχὴ καὶ κυβέρνησις, τὸ μεγαλεῖον της θείας ἀνακηρύττει φύσεως"»9.
Ὑπάρχει λοιπὸν σ' ὅλους τους ἀνθρώπους φυτευμένη αὐτὴ ἡ στοιχειώδης γνώση «τοῦ εἶναι Θεόν», δηλ. ὅτι ὑπάρχει Θεός. Κι αὔτη τὴ στοιχειώδη γνώση τὴ διέστρεψαν οἱ εἰδωλολάτρες. Γράφει ὁ Ἀπόστολος ὅτι «ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία», καὶ μὲ τὴ λατρεία τῶν εἰδώλων, τῶν ὁμοιωμάτων δηλ. ἀνθρώπων, ζώων, ἑρπετῶν «μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει» καὶ γι' αὐτὸ περιέπεσαν σὲ ἀκάθαρτα καὶ διεστραμμένα σαρκικὰ πάθη καὶ σὲ κάθε ἄλλη κακία καὶ ἀνομία (Ρωμ. 1,22-32).
Χρήσιμο θὰ ἦταν νὰ παρεμβάλουμε ἐδῶ καὶ μία ἀπὸ τὶς πολλὲς μαρτυρίες τοῦΜ. Ἀθανασίουσχετικὰ μὲ τὴ «γνώση» τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶχαν οἱ εἰδωλολάτρες: «...οἱ πάλαι τῶν ἀνθρώπων παράφρονες, καταδύντες εἰς τὰς τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμίας καὶ φαντασίας, καὶ ἐπιλαθόμενοι τῆς περὶ Θεοῦ ἐννοίας καὶ δόξης, ἀμυδρῶ τῷ λογισμῶ, μᾶλλον δὲ ἀλογία χρησάμενοι, τὰ φαινόμενα θεοὺς ἀνετυπώσαντο, τὴν κτίσιν παρὰ τὸν κτίσαντα δοξάζοντες»10. Μετάφραση: «Οἱ παλαιοὶ ἄνθρωποι, ὡς παράφρονες, καταβυθισμένοι στὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ φαντασίες ἐλησμόνησαν τὴν ἔννοια καὶ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ χρησιμοποιώντας ἀμυδρὰ τὴ λογική τους, μᾶλλον τὴν ἀλογία, τύπωσαν στὸ νοῦ τοὺς τὰ φαινόμενα ὡς θεούς, δοξάζοντες τὴν κτίση ἀντὶ τὸν Κτίσαντα». Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι ὄχι μόνο γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀληθῆ θεογνωσία δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποκτήσουν οἱ εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ οὔτε κανἔ ν ν ο ι αὀρθὴ περὶ τοῦ Θεοῦ μποροῦσαν νὰ σχηματίσουν. Εἶναι ἐπίσης ἐντυπωσιακὸ ὅτι ὁ «ἀμυδρὸς λογισμός» τους πρὸς γνώση τοῦ Θεοῦ χαρακτηρίζεται λόγω τοῦ σκοτισμοῦ τοῦ «ἀλογία».
Ἔτσι λοιπὸν πρέπει νὰ διακρίνουμε τὴν ἀληθῆ γνώση τοῦ Θεοῦ ὡς γνώση τῶν ὀρθῶν της πίστεως δογμάτων καὶ κοινωνία μετὰ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ στοιχειώδη καὶ διεστραμμένη γνώση «τοῦ εἶναι Θεὸν» ποὺ ἔχουν ἀκόμα καὶ οἱ δαίμονες, οἱ ὁποῖοι τρέμουν τὸν Θεὸ ὄντες μέσα στὸ σκότος.
Ἀρίστη σύνοψη τῶν θέσεων αὐτῶν ἀποτελεῖ ἡ σχετικὴ μὲ τὸ θέμα μᾶς διδασκαλία τοῦἉγίου Νικόδημου: «Κατὰ δύο δὲ τρόπους ἔχομεν τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ, ἡ φυσικῶς ἔξωθεν διὰ τῆς αἰσθητὴς κτίσεως, τὴν ὁποίαν ταύτην γνῶσιν ἔχουσι καὶ οἱ δαίμονες καὶ οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἀκάθαρτοι, ἢ πνευματικῶς ἔσωθεν, τουτέστι διὰ τῆς μυστικῆς ἐνεργείας καὶ ἐλλάμψεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ὁποίαν μόνοι οἱ πιστοὶ καὶ οἱ καθαροὶ ἔχουσιν ὑπερφυσικὴν οὖσαν»11. Ὅσα ἀκολουθοῦν ἀφοροῦν τὴν ἀληθῆ ἔστω καὶ ἀμυδρὴ γνώση τοῦ Θεοῦ —περὶ αὐτοῦ γίνεται ὁ λόγος— καὶ ὄχι τὴν πλανεμένη, ἀκάθαρτη ἢ δαιμονική.
4. Ὑπάρχει «παγκοσμιότητα τῆς θείας ἀποκαλύψεως σὲ ὅλα τὰ ἔθνη» ἀνεξαρτήτως τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας; Ὑπάρχει δυνατότητα Θεογνωσίας στὰ ποικίλα θρησκεύματα;
   Αὐτὰ περίπου ἰσχυρίζεται ὁ συγγραφεὺς στὶς σελίδες 117-119 καὶ 196-197. Τὸ κύριο ἐπιχείρημά του εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ «σπερματικοῦ λόγου» ποὺ παρουσιάζει στὴν «Ἀπολογία» τοῦ ὁ ἅγιοςἸουστίνος ὁ Μάρτυς(100-165). Ἔχει ὁ ἅγιος Ἰουστίνος ὁμιλεῖ γιὰ τὸν ἠθικὸ βίο καὶ τὴ σοφία πολλῶν εἰδωλολατρῶν, οἱ ὁποῖοι λόγω «τῆς ἔμφυτου σπορᾶς τοῦ λόγου» μποροῦσαν ἀμυδρῶς νὰ ἀντιλαμβάνονται τὴν ἀλήθεια. Μάλιστα κάποια στιγμὴ τοὺς ὀνομάζει «χριστιανοὺς» ἐπειδὴ ἔζησαν «μετὰ λόγου».
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας συμπληρώνει τὶς σκέψεις του μὲ παραπομπὲς στὸνΚλήμεντα τὸν Ἀλεξανδρέαὁ ὁποῖος μιλάει γιὰ «ἐναύσματα τινὰ τοῦ λόγου τοῦ θείου τὰ ὁποία εἶχαν λάβει οἱ ἕλληνες» (σ. 197)
Χρησιμοποιεῖ ἐπίσης ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κ. Ἀναστάσιος χωρίο ἀπὸ τοὺς «Ὅρους κατὰ πλάτος» τοῦΜ. Βασιλείουκαὶ χωρίο ἀπὸ τὸ Β' Θεολογικὸ Λόγο τοῦ ἁγίουΓρηγορίου τοῦ Θεολόγουποὺ ἀναφέρεται στὸν «πόθο... κατὰ Θεοῦ ζήτησιν», βάσει τοῦ ὁποίου ὁ συγγραφεὺς φρονεῖ ὅτι ὑπάρχει «δυνατότητα γιὰ κάποια ἀμυδρὴ γνώση τοῦ Θεοῦ μέσω τοῦ λόγου, τὸν ὁποῖο ὁ ἅγιος Γρηγόριος χαρακτηρίζει ὡς «θεοειδὴ» καὶ «θεῖον»(σ. 190)
Ἂς δοῦμε ὅλες αὐτὲς τὶς ἀναφορὲς στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς καὶ Ἁγίους Πατέρες, γιὰ νὰ διαπιστώσουμε ἂν στηρίζουν τὶς θέσεις τοῦ συγγραφέως περὶ «παγκοσμίου χαρακτῆρος τῆς Θείας ἀποκαλύψεως στὴν ἀνθρωπότητα» ποὺ «σχετίζεται μὲ τὸ ἔμφυτο θρησκευτικὸ συναίσθημα» (σ. 191).
Ἐκκινώντας ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου περὶ «σπερματικοῦ λόγου» πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Ἅγιος στὴν προσπάθειά του νὰ προσεγγίσει τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του καὶ δὴ τοὺς φιλοσοφικὰ πεπαιδευμένους καταφεύγει στὴ θεωρία ὅτι «ἡ ἀλήθεια τὴν ὁποία ὁλόκληρη ἔχουμε στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὑπῆρχε ἀνέκαθεν σὲ βαθμὸ σπερματικὸ ἢ μερικό. Ὁ Χριστός, ἐπειδὴ εἶναι αὐτοαλήθεια, δροῦσε ὡς ἀλήθεια καὶ Λόγος καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπησή του, γι' αὐτὸ οἱ πρὸ Χριστοῦ ἄνθρωποι καὶ μάλιστα οἱ φιλόσοφοι μὲ τοὺς ἄνδρες τῆς ΠΔ δὲν ἤσαν ἐκτὸς Χριστοῦ. Ἡ ἀλήθεια στὸν κόσμο εἶναι ἄρα ἑνιαία καὶ ὁλοκληρώνεται στὸν Χριστὸ»12.
Ἐπειδὴ γίνεται κατάχρηση τῆς θεωρίας τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου περὶ «σπερματικοῦ λόγου» ἀπὸ τοὺς ποικίλους οἰκουμενιστές13καλὸ εἶναι νὰ ἐξηγηθοῦν τὰ κάτωθι:
α) Οἱ τοποθετήσεις αὐτὲς τοῦ Ἁγίου καταγράφονται στὶς Α' καὶ Β' Ἀπολογίες τοῦ οἱ ὁποῖες ἀπευθύνονται ἡ μὲν Ἃ' πρὸς τὸν εἰδωλολάτρη Ρωμαῖο αὐτοκράτορα Ἀντωνίνο τὸν Εὐσεβῆ, ἡ δὲ Β' πρὸς τὴ Ρωμαϊκὴ Σύγκλητο. Μὲ τὶς Ἀπολογίες τοῦ αὐτὲς ἐπιδιώκει: 1) νὰ μαλακώσει τὴ σκληρότητα τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ νὰ προστατεύσει τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τοὺς διωγμούς, 2) νὰ ἑλκύσει τοῦ φιλοσοφοῦντες αὐτοκράτορες καὶ συγκλητικοὺς στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
β) Ἐπειδή, ὅπως γράφει «οὐ ράον ἀγνοία κατεχομένην ψυχὴν συντόμως μεταβάλλειν» (Α' Ἀπολ. 12) διαμορφώνει τὸ θεολογικό του λόγο, ἐπαινώντας ὑπερβολικὰ τὸ Σωκράτη καὶ ἄλλους φιλοσόφους ὀνομάζοντάς τοὺς «Χριστιανοὺς» καὶ γράφοντας ὅτι «διὰ τῆς ἐνούσης ἔμφυτού του λόγου σπορᾶς ἀμυδρῶς ἐδύναντο ὁρᾶν τὰ ὄντα» (Β' Ἀπολ. 13), δήλ. ὅτι μὲ τὴν ἔμφυτη ἀπὸ τὸν Θεὸ σπορὰ τοῦ λόγου μποροῦσαν νὰ βλέπουν ἀμυδρὰ τὴν ἀλήθεια. Ἐπειδὴ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀναστάσιος χρησιμοποιεῖ τὶς θέσεις τοῦ Ἁγίου μάρτυρος γιὰ νὰ θεμελιώσει μία «ὀρθόδοξη θέση» γιὰ τὴ «θεολογικὴ κατανόηση τῶν ἄλλων θρησκειῶν» (σ. 188 κ.ε.), πρέπει μὲ ἔμφαση νὰ τονίσουμε ὅτιὅσα γράφει ὁ Ἅγιος δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὴ θρησκεία τῶν ἐθνικῶν, μὲ τὴν εἰδωλολατρία, τὴν ὁποία θεωρεῖ ἐπανειλημμένως ὡς δαιμονικὸ κατασκεύασμα14, ἀλλὰ μὲ τὴνὑ π έ ρ β α σ ητῆς εἰδωλολατρίας, τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴν καταδυνάστευση τῶν δαιμόνων ποὺ προσπαθοῦν νὰ κάνουν κάποιοι, μετρημένοι στὰ δάχτυλα, φιλόσοφοι καὶ ποιητὲς ἀναζητώντας τὸν Θεό.
γ) Φαίνεται ὅτι κατὰ τὸν ἅγιο Ἰουστίνο αὐτὴ ἡ ἔμφυτη σπορὰ τοῦ λόγου δὲν ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους αὐτὸ ποὺ ὀνομάζει «ἀμυδρὰ ὅραση τῶν ὄντων». Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ σὲ πολλὰ σημεῖα τῶν ἔργων του -παραλείπει νὰ τὸ πεῖ αὐτὸ ὁ συγγραφεὺς τοῦ «Π.Ο.»- τονίζει ὅτι ὅσα ἔγραψαν ὁ Πλάτωνας καὶ οἱ λοιποὶ φιλόσοφοι τὰ ἔγραψαν «παρὰ τῶν προφητῶν τὰς ἀφορμᾶς λαβόντες» (Α' Ἀπολ. 44), δήλ. ὅλαὅσα ὀρθὰ εἶπαν, τὰ δανείστηκαν ἀπὸ τοὺς προφῆτες, οἱ ὁποῖοι «μόνοι τὸ ἀληθὲς καὶ εἶδον καὶ ἐξεῖπον ἀνθρώποις» (Διάλογος 7).
δ) Ὁ ἅγιος Ἰουστίνος «διάπυρος ὧν τῆς εὐσέβειας ἐραστής», κατὰ τὸν Μ. Φώτιο15, γράφει ὅτι «πυρωδέστερος γὰρ αὐτοῦ ὁ τῆς ἀληθείας καὶ σοφίας λόγος καὶ φωτεινότερος μᾶλλον τῶν ἡλίου δυνάμεών ἐστι καὶ εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας καὶ τοῦ νοῦ εἰσδύνων» (Διάλογος πρὸς Τρύφωνα, 121), φανερώνοντας τὴν κοινωνία του μὲ τὴν Αὐτοαλήθεια καὶ τὴ μεταμόρφωση τοῦ νοὸς καὶ τῆς καρδίας τοῦ διὰ τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τῆς Χάριτος. Σ' αὐτὴ τὴν ἐν Χριστῷ ἐμπειρία τοῦ καλεῖ ὅλους, καὶ ἐξ ἀγάπης, ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται μὲ τὸ θεολογικό του λόγο, ὥστε «καὶ τοῖς ἐρήμοις γνώσεως Θεοῦ... ἔθνεσι» νὰ ἀναβλύσει πηγὴ ὕδατος ζῶντος, αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς (Διάλογος, 69)
Συμπερασματικὰ θὰ λέγαμε ὅτι τὰ περὶ «σπερματικοῦ λόγου» εἶχαν καθαρὰπ ο ι μ α ν τ ι κ ὸχαρακτήρα, καθόλου δὲν παρέχουν θεωρητικὴ κάλυψη στὶς θρησκεῖες τῆς πλάνης καὶ ἔχουν σκοπὸ ὄχι νὰ ἀφήσουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ προσκυνοῦν «τὰ ἐξ ὕλης κατασκευάσματα», ἀλλὰ «ἀρνηθῆναι αὐτὰ καὶ ἐλπίζειν ἐπί... τὸν Χριστὸν» (Διάλογος, 69). Ἡ ἀπολυτοποίηση τῆς θεωρίας τοῦ «σπερματικοῦ λόγου» καὶ ἡ ἀδιάκριτη προβολή της γιὰ νὰ θεμελιωθεῖ ἡ δυνατότητα γνώσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὶς ποικίλες θρησκεῖες δὲν συνάδει μὲ τὸ φρόνημα, τὸ βαθύτερο νόημα καὶ τὸ σκοπὸ τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Ἰουστίνου. Καὶ ἀκριβῶς γι' αὐτὸἡ θεωρία αὐτὴ δὲν γίνεται δεκτὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ καὶ στὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ἐναντιώθηκε στὶς κακοδοξίες τοῦ Βαρλαάμ, ποὺ ἐξύψωνε τὴ φιλοσοφικὴ γνώση καὶ τὴν ἐξομοίωνε μὲ τὴν ἀληθινὴ θεογνωσία.
Γράφει λοιπὸν ὁ Ἅγιος: «ἴσμεν μὲν οὔν, εἰ τί χρηστὸν αὐτοῖς, ἐκεῖθεν ἐκ παρακουσμάτων μετειλημμένον, ἀλλὰ καὶ συντήκαμεν ἐπισκεψάμενοι μὴ πρὸς τὴν ὁμοίαν διάνοιαν ἐξηλειμμένον. Καν τὶς τῶν πατέρων τὰ αὐτὰ τοῖς ἔξω φθέγγεται, ἀλλ' ἐπὶ τῶν ρημάτων μόνον ἐπὶ δὲ τῶν νοημάτων πολὺ τὸ μεταξύ». Μετάφραση: «Γνωρίζομεν μὲν λοιπὸν ὅτι ὅ,τι καλὸν ὑπάρχει εἰς αὐτοὺς (ἔνν. τοὺς ἀρχαίους φιλοσόφους) ἔχει παραληφθεῖ ἀπὸ ἐκεῖ (ἔνν. τὴν Παλαιὰ Διαθήκη) κατὰ παράκουσμα, ἀλλὰ καὶ κατόπιν σκέψεως ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι δὲν ἐκλαμβάνεται μὲ τὴν ἰδίαν ἔννοιαν. Καὶ ἂν κανεὶς ἀπὸ τοὺς πατέρας λέγει τὰ ἴδια μὲ τοὺς ἔξω σοφούς, τοῦτο γίνεται μόνον εἰς τὰς λέξεις, εἰς τὰ νοήματα ὅμως ὑπάρχει πολλὴ ἀπόστασις».
Στὴ συνέχεια τοῦ λόγου τοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀρνεῖται τὴ δυνατότητα θεογνωσίας ὄχι μόνο στοὺς πρὸ Χριστοῦ ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ στοὺς μετὰ Χριστὸν αἱρετικοὺς καὶ καταλήγει:«"θεοί, οἱ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν" ἐκ μὴ ὄντων "οὐκ ἐποίησαν ἀπολέσθωσαν" (Ἱερ. 10,11) καὶ πρὸς τούτοις οἱ τούτους θεολογήσαντες»,δήλ.«οἱ θεοὶ ποὺ δὲν ἔπλασαν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ ἐκ τοῦ μηδενὸς ἂς ἀπολεσθοῦν καὶ μαζί τους ὅσοι τοὺς θεοποίησαν»16.
Ὅσα εἰπώθηκαν ἀνωτέρω περὶ τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου ἰσχύουν πολὺ περισσότερο γιὰ τὸνΚλήμεντα τὸν Ἀλεξανδρέα, τοῦ ὁποίου «τὸ ἔργο... ἀνήκει στὸ περιθώριο τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο δὲν τὸν τίμησε ὡς Ἅγιο ἀλλὰ καὶ τὸν λησμόνησε σχεδόν: ἤθελε νὰ λησμονήσει τὴ φιλοσοφική του θεολογία»17. Εἰδικὰ ὁΜέγας Φώτιοςστὴ «Μυριόβιβλό» του τὸν κατηγορεῖ ὅτι «ἐν τισί... παντελῶς εἰς ἀσεβεῖς καὶ μυθώδεις λόγους ἐκφέρεται», ὅτι «μετεμψυχώσει καὶ πολλοὺς πρὸ τοῦ Ἀδὰμ κόσμους τερατεύεται», ὅτι «μίγνυσθαι... τοὺς ἀγγέλους γυναιξὶν καὶ παιδοποιεῖν ἐξ αὐτῶν ὀνειροπολεῖ καὶ μὴ σαρκωθῆναι τὸν Λόγον ἀλλὰ δόξαι»18κ.λ.π.
Μετὰ ἀπ' αὐτὴ τὴ στάση τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν ἐν λόγω συγγραφέων πὼς μπορεῖ μὲ τόση εὐκολία ὁ Ἀρχιεπ. Ἀλβανίας νὰ χρησιμοποιεῖ τὶς ἀπόψεις τους γιὰ νὰ στηρίξει τὴ θέση ὅτι«στὴν ὀρθόδοξη σκέψη... ἡ κυριαρχοῦσα τάση εἶναι μία προσπάθεια ἰσορροπίας καὶ κατανοήσεως» «ἔναντι τῶν ἐξωχριστιανικῶν θρησκευμάτων» καθὼς καὶ τὴ θεωρία τοῦ περὶ «παγκοσμιότητος τῆς θείας ἀποκαλύψεως»;(σ. 117-118).
Ἂς δοῦμε ὅμως καὶ τὰ κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ συγγραφεὺς γιὰ νὰ ἀποδείξει «τὴ δυνατότητα» ὅλων τῶν ἀνθρώπων πάσης θρησκείας «γιὰ κάποια ἀμυδρὴ γνώση τοῦ Θεοῦ».
Τὸ χωρίο ἀπὸ τοὺς «Ὅρους κατὰ πλάτος» τοῦ Μ. Βασιλείου ποὺ ἀναφέρεται ἔχει ὡς ἑξῆς:«... ὁμοὺ τὴ συστάσει του... ἀνθρώπου... σπερματικὸς τὶς λόγος ἠμὶν ἐγκαταβέβληται οἴκοθεν ἔχων τὰς ἀφορμᾶς της πρὸς τὸ ἀγαθὸν οἰκειώσεως» (σ. 198). Κάνοντας χρήση τοῦ ὄρου «σπερματικὸς λόγος» ὁ Μ. Βασίλειος ἀναφέρεται στὴν ἔφεση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς «οἰκείωση τοῦ ἀγαθοῦ». Μὲ τὸ ρῆμα «ἐγκαταβέβληται» (ἂς θυμηθοῦμε τὸ «ἐγκατέσπαρται» τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ) δηλώνει τὴν, τρόπον τινά, ἐμφύτευση, τὴ σπορὰ τῆς ἐπιθυμίας αὐτῆς στὸ «κατ' εἰκόνα» τοῦ ἀνθρώπου. (Ἴσως στὴν πραγματικότητα αὐτὸ θὰ ἤθελε νὰ πεῖ καὶ ὁ ἅγιος Ἰουστίνος μὲ τὸν ὄρο «σπερματικὸς λόγος»). Κι αὐτὸ βέβαιαδὲν σημαίνει τὴ δυνατότητα νὰ φθάσει ὁ ἄνθρωπος ἔστω καὶ σὲ ἀμυδρὴ γνώση τοῦ Θεοῦ χωρὶς τὸν Χριστό, οὔτε βέβαια, πολὺ περισσότερο νὰ παίξουν αὐτὸ τὸ ρόλο πρὸς τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ τὰ ποικίλα θρησκεύματα. Ἁπλῶςὁ «σπερματικὸς λόγος» εἶναι τὸ ἐργαλεῖο ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Θεὸς γιὰ νὰ φυτεύσει στὸν ἄνθρωπο τὴν Θεία Χάρη καὶ νὰ τὸν ἐνώσει μὲ τὴν ἀγάπη Του.Μετὰ τὴν πτώση καὶ τὴν ἀποστασία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ ἐργαλεῖο αὐτό, ἡ ἀγαπητικὴ ἔφεση, εἶναι ἀνίσχυρη νὰ φθάσει στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ φαίνεται καθαρώτερα στὸ χωρίο ἀπὸ τὸ Β' Θεολογικὸ Λόγο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος Ἀλβανίας. Λέγει λοιπὸν ὁ συγγραφεὺς ὅτι μὲ «τὸν πόθον... κατὰ Θεοῦ ζήτησιν» γιὰ τὸν ὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος, μπορεῖ κάθε ἄνθρωπος νὰ φθάσει σὲ ἀμυδρὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι ὅμως ἔτσι; Αὐτὰ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος;Ἂς δοῦμε μὲ προσοχὴ ὁλόκληρο τὸ σχετικὸ χωρίο:«καὶ τοῦτο τοῦ πονηροῦ τὸ σόφισμα, τῷ καλῶ καταχρησαμένου πρὸς τὸ κακόν......Παραλαβῶν γὰρ (ὁ πονηρὸς) αὐτῶν (τῶν ἀνθρώπων) τὸν πόθον πλανώμενον κατὰ Θεοῦ ζήτησιν, Ἰν' εἰς ἑαυτὸν περισπάση τὸ κράτος, καὶ κλέψη τὴν ἔφεσιν, ὥσπερ τυφλὸν χειραγωγῶν ὁδοῦ τινὸς ἐφιέμενον, ἄλλους ἀλλαχοῦ κατεκρήμνισε καὶ διέσπειρεν εἰς ἐν τί θανάτου καὶ ἀπωλείας βάραθρον»19. Μετάφραση:«Κι αὐτὸ εἶναι τὸ σόφισμα τοῦ πονηροῦ ποὺ καταχρᾶται τὸ καλὸ γιὰ νὰ κάμει τὸ κακό. Ἀφοῦ πῆρε ὁ πονηρὸς τὸν πόθο τῶν ἀνθρώπων, ὁ ὁποῖος περιεφέρετο πρὸς ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, μὲ σκοπὸ νὰ ἑλκύσει πρὸς αὐτὸν τὴ δύναμη καὶ νὰ κλέψει τὴν ἔφεση τῶν ἀνθρώπων, ὅπως χειραγωγεῖ κάποιος ἕνα τυφλὸ ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ βρεῖ κάποιο δρόμο, γκρέμισε ἄλλους ἐδῶ κι ἄλλους ἐκεῖ καὶ τοὺς σκόρπισε στὸ βάραθρο τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀπωλείας».
Ἑπομένως καλὴ καὶ ἀπὸ Θεοῦ ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου γιὰ γνώση τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ χωρὶς τὸ Χριστό, τὴν κλέβει γιὰ δικό του λογαριασμὸ ὁ ἐχθρός του ἀνθρώπου. Ἀδυνατεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀφ' ἑαυτοῦ νὰ γνωρίσει ὄντως τὸν Θεό. Στὰ προηγούμενα κεφάλαια τοῦ ἰδίου Λόγου τοῦ ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος αὐτὸν τὸν ἀγωνιώδη «πλοῦν», ὅπως τὸν ὀνομάζει, τοῦ ἀναζητοῦντος ἀνθρώπου. Γράφει γιὰ τὴν ἀγωνία καὶ ταυτόχρονα τὴν ἀδυναμία τῶν φιλοσοφούντων νὰ δοῦν «καθ' ἑαυτὸ τὸ θεῖον» καὶ συνεχίζει:«οὕτω κάμνει ἐκβῆναι τὰ σωματικὰ ὁ ἡμέτερος νοῦς, καὶ γυμνοῖς ὁμιλῆσαι τοῖς ἀσωμάτοις, ἕως σκοπεῖ μετὰ τῆς ἰδίας ἀσθενείας τὰ ὑπὲρ δύναμιν. Ἐπεῖ ἐφίεται μὲν πάσα λογικὴ φύσις Θεοῦ καὶ τῆς πρώτης αἰτίας· καταλαβεῖν δὲ ἀδυνατεῖ, ... Κάμνουσα δὲ τῷ πόθω, καὶ οἶον σφαδάζουσα καὶ τὴν ζημίαν οὐ φέρουσα, δεύτερον ποιεῖται πλοῦν...»20.
Μετάφραση:«Ἔτσι, ἀποκάμνει ὁ νοῦς μᾶς προσπαθώντας νὰ ὑπερβεῖ τὰ σωματικὰ καὶ νὰ ἔλθει σὲ κοινωνία μὲ κάθε τί παντελῶς ἀσώματο, καθὼς κατανοεῖ μαζὶ μὲ τὴ δική του ἀδυναμία καὶ αὐτὰ ποὺ εἶναι ὑπὲρ τὴ δύναμή του. Κι αὐτό, γιατί κάθε λογικὴ φύση ἐπιθυμεῖ τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι ἡ πρώτη αἰτία τῶν ὄντων, ἀδυνατεῖ ὅμως νὰ τὸνφ θ ά σ ε ι... Ἀποκαμωμένη δὲ ἀπὸ τὸν (ἀνεκπλήρωτο) πόθο καὶ τρόπον τινὰ σφαδάζοντας καὶ μὴν ἀντέχοντας τὴ ζημία δήλ. τὴ στέρηση τοῦ Θεοῦ, ξεκινάει δεύτερο ταξίδι».Τὸ πρῶτο ταξίδι ἦταν ἡ διανοητικὴ προσπάθεια προσεγγίσεως, γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Τὸ δεύτερο, ὅπως ἐξηγεῖ στὴ συνέχεια ὁ ἅγιος, εἶναι ἡ κίνηση πρὸς τὴν κτίση ποὺ τελικὰ καταλήγει στὴν εἰδωλολατρία.
Καὶ μὲ τὸ νοῦ, τὸν ὁποῖο ὁ ἅγιος Γρηγόριος τὸν χαρακτηρίζει «θεοειδὴ» καὶ «θεῖο», τί συμβαίνει;Ἔχει τὴ δυνατότητα γιὰ ἀμυδρὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ ἅγιος Ἀλβανίας;Κατ' ἀρχὰς ὁ λόγος εἶναι «θεῖος» καὶ «θεοειδῆς», γιατί περιλαμβάνεται στὸ «κατ' εἰκόνα» τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Καὶ ὄντως παρέχει δυνατότητα γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Πότε ὅμως; «Ἐπειδᾶν» διδάσκει ὁ θεῖος Γρηγόριος«τὸ θεοειδὲς τοῦτο καὶ θεῖον, λέγω δὲ τὸν ἡμέτερον νοῦν τὲ καὶ λόγον, τῷ οἰκείω προσμίξη, καὶ ἡ εἰκὼν ἀνέλθη πρὸς τὸ ἀρχέτυπον, οὐ νῦν ἔχει τὴν ἔφεσιν...»21, δηλ. τότε εὑρίσκει, γνωρίζει κανεὶς τὸν Θεό, «ὅταν ὁ θεοειδῆς καὶ θεῖος νοῦς καὶ λόγος μᾶς ἑνωθεῖ μὲ τὸν οἰκεῖον (Νοῦν), δηλ. τὸν Θεὸ καὶ ἡ εἰκὼν ἀνέλθη πρὸς τὸ ἀρχέτυπο, τοῦ ὁποίου ἔχει τώρα τὴν ἐπιθυμία». Τί σημαίνει αὐτό; ὅτι μόνο οἱ ἅγιοι, οἱ θεωμένοι γνωρίζουν ἀληθινὰ τὸν Θεό. Καὶ μήπως αὐτὴ ἡ γνώση, καὶ τῶν Ἁγίων ἀκόμα, εἶναι πλήρης; «τὸ δὲ νῦν εἶναι βραχεία τὶς ἀπορροὴ πᾶν τὸ εἰς ἠμᾶς φθάνον, καὶ οἶον μεγάλου φωτὸς μικρὸν ἀπαύγασμα», δηλ.«Τώρα δὲ ὅ,τι φθάνει σὲ μᾶς εἶναι μία μικρὴ σταγόνα, ἕνα μικρὸ ἀπαύγασμα ἑνὸς μεγάλου φωτὸς»22.
Ἂν τώρα ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ὑπὸ τῶν Ἁγίων εἶναι ἀμυδρὴ σχετικὰ μὲ τὴν πληρότητα ποῦ παρέχεται στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πῶς γίνεται νὰ δεχθοῦμε ἀμυδρὴ γνώση στοὺς ἀλλόθρησκους παρεχόμενη ἀπὸ τὴν «παγκόσμια (;) θεία ἀκτινοβολία»;
Καταλήγουμε λοιπὸν στὸ συμπέρασμα ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες τῶν ὁποίων προσήχθησαν χωρία, ἀλλὰ καὶ ὅλοι γενικῶς οἱ Πατέρες ὄχι μόνο δὲν στηρίζουν τὶς θέσεις τοῦ Ἁγίου Ἀλβανίας περὶ ἀληθοῦς, ἔστω καὶ ἀμυδρᾶς, γνώσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο,κ α ὶ  μ ά λ ι σ τ α  δ ι ὰ  τ ῆ ς  θ ρ η σ κ ε ί α ς  τ ο υ, ἀλλὰ βεβαιώνουν ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο, τὴν ἀδυναμία τοῦ «θεοειδοῦς» νοῦ χωρὶς Χριστό, δηλ. χωρὶς μέθεξη τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν, νὰ γνωρίσει τὸν Θεό. Ἐκεῖνο ποὺ παραμένει στοὺς καλοπροαίρετους ἀβάπτιστους ἀνθρώπους εἶναι ἡ δίψα, ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς κάμει νὰ «σφαδάζουν», κατὰ τὸν Θεολόγο Γρηγόριο, ἀπὸ τὴν ἀγωνία τους νὰ γνωρίσουν τὸν Ὄντα, τὸν Τριαδικὸ Θεό.


8. Ἁγίου Νικόδημου, Ἑρμηνεία εἰς τὰς ΙΔ' Ἐπιστολᾶς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τόμος Α' Ἐκδόσεις Ἅγιος Νικόδημος, Ἀθῆναι 197I.
9. Ὡς ἄνω σ. 16 ὑποσ. 2.
10. Λόγος κατὰ Ἑλλήνων, Β.Ε.Π. 30,8 σελ.37.
11. Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Νέα Κλίμαξ, ἔνθα ἀνωτ. σ. 183.
12. Στύλ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α', Ἀθῆναι 1977, σελ. 235.
13. Βλ. τὴν τοποθέτηση τοῦ καθηγητοῦ Muller περὶ τοῦ «σπερματικοῦ λόγου» ὡς συνενοῦντος ὅλους τους ἀνθρώπους στὸ τρίτο κεφάλαιο, παράγρα. ς' τοῦ βιβλίου μας.
14. Βλ. π.χ. Ἀπολ. Α' 5,9,12 . Ἀπολ. Β' 5. Διάλογος 30.
15. P.G. 103,405 CD.
16. Ε.Π.Ε. Γρήγ. Παλαμά, 2, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,11 σ. 86-89.
17. Στύλ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α', σ. 340
18. p.g. 103.384 ἄβ.
19. Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων, Γρηγορίου Θεολόγου 1, Ἐκδόσεις Ὠφελίμου βιβλίου, Θεολογικὸς Β', κέφ. 15, σελ. 329 - 330.
20.Ὡς ἄνω κέφ. 13. σελ. 327.
21.Ὡς ἄνω κέφ. 17, σελ. 331.
22.Ὡς ἄνω σελ. 332.

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
7   ΙΟΥΛΙΟΥ  2012


Read more:http://www.egolpion.net/8eognosia_8riskevmata.el.aspx#ixzz2nY2YTcO2

Πρωτ. Ι.ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Κατάταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μεταξὺ τῶν θρησκευμάτων - Σεβασμὸς σ' ὅλα τὰ θρησκεύματα καὶ τὶς ἐμπνεύσεις τους; [3]

Πρωτ. Ι.ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Κατάταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μεταξὺ τῶν θρησκευμάτων - Σεβασμὸς σ' ὅλα τὰ θρησκεύματα καὶ τὶς ἐμπνεύσεις τους; [3]


Δερβίσης σὲ ἐπίδειξη. Ἔχουν καὶ αὐτοὶ τὴν ἀλήθεια;
Πρωτ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ
Ή ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑ
 Κριτικὲς τοποθετήσεις στὸ βιβλίο
«Παγκοσμιότητα καὶ Ὀρθοδοξία»
τοῦ Ἀρχιεπ. Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ

1. Κατάταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μεταξὺ τῶν θρησκευμάτων - Σεβασμὸς σ' ὅλα τὰ θρησκεύματα καὶ τὶς ἐμπνεύσεις τους;
   Τὸ κυριώτερο πρόβλημα στὸ βιβλίο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως σ' ἕνα μεγάλο βαθμό, ὡς ἕνα ἐκ τῶν θρησκευμάτων. Αὐτὸ δημιουργεῖ στὸν ἀνύποπτο ἀναγνώστη μία σύγχυση, καὶ κατὰ τὴ πορεία μελέτης τοῦ βιβλίου μία ἄμβλυνση τοῦ ὀρθοδόξου αἰσθητηρίου του, μία ἐντύπωση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς δρόμους προσεγγίσεως τοῦ «Θείου». Ἂς δοῦμε αὐτὴ τὴ θέση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου κ. Ἀναστασίου ἀναλυτικά.
Στὸ βιβλίο τοῦ ὁμιλεῖ ἐναλλακτικὰ πότε γιὰ «θρησκεῖες» καὶ «θρησκεύματα» στὸν πληθυντικό, περιλαμβάνοντας σ' αὐτὰ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία, καὶ πότε γενικὰ γιὰ τὴ «θρησκεία», ὅπου σ' αὐτὸ τὸ γενικὸ παρονομαστὴ ὑπάγεται καὶ ἡ χριστιανικὴ «θρησκεία». Ἔτσι στὴ «Διεθνῆ Διαθρησκειακὴ Διάσκεψη...» ἡ ὁποία «πραγματοποιήθηκε ὑπὸ τὴν αἰγίδα του... Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν... ἔλαβαν μέρος... εἰδικοὶ ἐπιστήμονες... οἱ ὁποῖοι ἀνῆκαν στὰ πέντε μεγάλα θρησκεύματα τοῦ κόσμου: Χριστιανισμό, Ἰνδουισμό, Βουδδισμό, Ἰουδαϊσμὸ καὶ Ἰσλὰμ» (σ. 22). Ἐκεῖ ὁ Ἀρχιεπ. κ. Ἀναστάσιος εἶπε ὅτι στὴν «κίνηση πρὸς μία παγκόσμια κοινότητα... οἱ διάφορες θρησκεῖες ἔχουν ἤδη διαδραματίσει πολυσήμαντο... ρόλο, θετικὸ ἢ ἀνασταλτικὸ» (σ. 23), ὅτι «οἱ θρησκεῖες ὡς πνευματικὸ-κοινωνικὰ μεγέθη ὑπῆρξαν γιὰ τὴν οἰκουμένη... παράγοντες ἑνότητος ἀλλὰ καὶ διχασμοῦ»(σ. 25) ὅτι «ὁ θρησκευτικὸς στοχασμὸς —ποιὸς στοχασμὸς ἄραγε; ἀσφαλῶς ὅλων τῶν πιστῶν πάσης θρησκείας— (σημ. δική μας) ἔχει τὴν ὑποχρέωση νὰ ἐκφρασθεῖ μὲ παρρησία,προφητικὴ(δική μας ἡ ὑπογράμμιση)5ἐνόραση καὶ ὀξύτητα... Καλεῖται νὰ ὀξύνει τὸ αἰσθητήριο ὅσον ἀφορᾶ τὰ θέματα ζωῆς καὶ νὰ προσφέρει δυνάμεις μεταμορφώσεως τοῦ αἰσθητοῦ μὲ τὴν ἐνατένιση τοῦ ὑπεραισθητοῦ» (σ. 28). Τόνισε ἐπίσης ὅτι «ἀποκτᾶ ἰδιαίτερη ἐπικαιρότητα ἡ παλαιὰ ἐπιταγὴ τῆς θρησκείας γιὰ κάθαρση τῆς καρδίας, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ὀρθῶς ὁ ἀνθρώπινος ἐγκέφαλος» (sic) (σ. 30). Μήπως μιλάει ἐδῶ γιὰ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία; Διαβάστε, ἀναγνῶστες μου, καὶ τὴ συνέχεια: «Στὴν παγκόσμια αὐτὴ κρίση, οἱ θρησκεῖες καλοῦνται νὰ προσφέρουν, ἀπὸ τὰ βαθύτερα κοιτάσματα τῶν πνευματικῶν τους ἐμπνεύσεων καὶ διαισθήσεών τους, οὐσιαστικὴ πνευματικὴ ἀντίσταση ἀλλὰ καὶ θετικὴ καθοδήγηση» (σ. 30). Ἐξάλλου τὸν ὄρο «προφητικὴ ἐνόραση» χρησιμοποιεῖ ὁ συγγραφεὺς καὶ γιὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες, (σ. 235) ὑποδηλώνοντας τὴν αὐτὴ θρησκευτικὴ ἐμπειρία.
Μὲ ὅσα εἰπώθηκαν ἀντιλαμβάνεται κανεὶς πόσο ἰσοπεδωτικὴ εἶναι ἡ κατάταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μαζὶ μὲ τὰ θρησκεύματα, ἡ τοποθέτηση τῆς ἐξ Ἀποκαλύψει ἀληθείας δίπλα-δίπλα μὲ τὶς θρησκεῖες, τὰ ἀνθρώπινα δήλ. κατασκευάσματα ἀναζητήσεως τοῦ «Θείου», τοῦ «Ἁγίου», τοῦ «ἱεροῦ», ἀφοῦ, κατὰ τὸ συγγραφέα πάντοτε, ὅλες οἱ θρησκεῖες ἔχουν «βαθιὰ κοιτάσματα πνευματικῶν ἐμπνεύσεων». Ὥστε λοιπόν, ὅλα εἶναι ἕνα! Ὑπάρχει προφητικὸ χάρισμα, δυνατότητα καθάρσεως τῆς καρδίας, «δυνάμεις μεταμορφώσεως τοῦ αἰσθητοῦ» «πνευματικὲς ἐμπνεύσεις καὶ διαισθήσεις», σ' ὅλα τὰ θρησκεύματα! Δηλαδὴ τί πάπας, τί μουλᾶς, τί ραββίνος, τί γκουρού. Ἐξ ἄλλου σύμφωνα μὲ τὸ σκεπτικό του συγγραφέως «γιὰ τὴν προώθηση τῆς παγκόσμιας κοινότητος εἶναι ἀπαραίτητη ἡ οὐσιαστικὴ κατανόηση τῶν βαθύτερων ἀναζητήσεων καὶ πνευματικῶν κατακτήσεων τῶν ἄλλων πολιτισμῶν, στὶς ὁποῖες ἐντάσσονται καὶ οἱ θρησκευτικές τους ἀνατάσεις» (σ. 58) ἐνῶ ὀφείλουμε «νὰ ἀτενίζουμε... μὲ σεβασμὸ τὶς τοπικὲς θρησκευτικὲς παραδόσεις τῶν ἄλλων λαῶν καὶ νὰ ἀνακαλύπτουμε τὸ παγκόσμιο νόημα ποὺ κρύβουν στὴν ἰδιομορφία τοὺς» (σ. 55).
Δὲν ἀρνούμαστε τὶς πλουσιώτατες θρησκειολογικὲς γνώσεις τοῦ Ἁγίου Ἀλβανίας ἀλλὰ τὸν ἐρωτοῦμε: Τί σεβασμὸ ἐνοίωθε, ὅταν ἔκανε ἱεραποστολὴ στὴν Ἀφρική, πρὸς τοὺς μάγους, ποὺ ἐπικαλοῦνται δαιμόνια, ποὺ λατρεύουν εἴδωλα, ἢ κάνουν ἀνθρωποθυσίες καὶ κρατοῦν κάτω ἀπὸ τὴν δαιμονική τους ἐξάρτηση τοὺς ταλαίπωρους ἰθαγενεῖς; ποιὲς εἶναι οἱ «πνευματικὲς κατακτήσεις» τῶν σαμάνων, οἱ θρησκευτικὲς ἀνατάσεις τῶν «γκουρούδων» μὲ τοὺς δαιμονικοὺς φωτισμούς τους ἢ τῶν δερβίσηδων μὲ τοὺς μανιώδεις στροβιλισμοὺς τοὺς ὑπὸ ἢ χωρὶς τὴν ἐπίδραση ὀπίου, ποιὸ τέλος πάντων «παγκόσμιο νόημα κρύβουν στὴν ἰδιομορφία τοὺς» οἱ ἰνδιάνικοι τελετουργικοὶ χοροί, ὅλες αὐτὲς οἱ σατανικὲς πλάνες ἀπὸ τὶς ὁποῖες μᾶς ἐλευθέρωσε ὁ Χριστός;
Θὰ μποροῦσε κάποιος καλοπροαίρετα νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι ὁ Ἀρχιεπ. κ. Ἀναστάσιος μίλησε μ' αὐτὸ τὸν τρόπο ἐπειδὴ ἀπευθυνόταν σὲ ἐκπροσώπους διαφόρων θρησκειῶν καὶ ἔπρεπε νὰ γίνει ἀκουστός. Ἐδῶ πρέπει νὰ ποῦμε ἃ) ὅτι δὲν δικαιούμεθα νὰ στεροῦμε κανένα ἄνθρωπο, μιλώντας τὴ γλώσσα του, ἀπὸ τὸ σαφὲς λυτρωτικὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ β) ὅτι τὰ ἴδια καὶ χειρότερα εἶπε ὁ συγγραφεὺς τοῦ βιβλίου στὴν εἰσήγηση ποὺ ἔκανε στὸ Τρίτο Συνέδριο τῶν Ὀρθοδόξων Θεολογικῶν Σχολῶν (Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Τιμίου Σταύρου, Brookline, 1987).
Ἐκεῖ, βεβαίως, ὡς Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος ὤφειλε νὰ τονώσει τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα καθηγητῶν καὶ σπουδαστῶν ἔναντί της πανθρησκειακῆς Βαβυλῶνος ποὺ ἀποσυνθέτει τὴν Ἀμερικανικὴ κοινωνία. Τί ἔκαμε ἀντ' αὐτοῦ; Εἶπε ὅτι «θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀποκαλέσει τὶς θρησκεῖες συσσωρευτὲς (μπαταρίες) φορτισμένες ἀπὸ τὶς ἀκτίνες Τοῦ (ἔνν. τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης), μὲ ἐμπειρίες ζωῆς, μὲ διάφορες μεγαλειώδεις συλλήψεις καὶ ἐμπνεύσεις. Οἱ συσσωρευτὲς αὐτοί», συνέχισε, «ἔχουν βοηθήσει πολλοὺς στὴν πορεία τῆς ζωῆς τους, παρέχοντάς τους ἕναν ἀτελῆ φωτισμὸ ἢ μερικὲς ἀνταύγειες φωτὸς» (σ. 204).
Εἶπε ἀκόμη ὅτι οἱ πρῶτοι στίχοι τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου, ἰδίως ὁ στίχος «ἢν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὁ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω. 1, 9) «καθορίζουν τὸ βασικὸ χριστολογικὸ θεμέλιο γιὰ τὴν ὀρθὴ κατανόηση τῶν ὑψηλότερων θρησκευτικῶν ἐμπνεύσεων τῆς ἀνθρωπότητος» (σ. 198). Καὶ ἐπίσης ὅτι «οἱ παλαιές, ἀόριστες γνώσεις γιὰ τὰ διάφορα θρησκεύματα δημιούργησαν κάποτε μία ἀρνητικὴ ψευδαίσθηση: Ὅτι εἶναι ἀνάξια λόγου ἢ δαιμονικὰ» (σ. 186). Ἀνάμεσα δὲ στὶς προτάσεις του πρὸς τοὺς ὀρθοδόξους καθηγητὲς καὶ τοὺς πιθανὸν παρόντας φοιτητὲς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν περιέλαβε καὶ τὰ ἑξῆς: «Εἶναι πολὺ σημαντικὴ ἡ προσπάθεια ποὺ καταβάλλεται γιὰ τὴν ἀποκρυπτογράφηση τῶν ἱερῶν συμβόλων τῶν ἄλλων θρησκειῶν καὶ τὴν κριτικὴ ἐπιλογὴ τοῦ οὐσιαστικοῦ μηνύματός τους, καὶ θὰ πρέπει ὅλα αὐτὰ τὰ νέα στοιχεῖα νὰ ἀξιοποιηθοῦν ἀπὸ τὴ θεολογικὴ σκέψη μὲ τρόπο δημιουργικὸ» (σ. 186).
Ἔστω κι ἂν λέει, ποὺ καὶ πού, ὅτι ὅλα δὲν εἶναι ὅμοια (σ. 186), ἡ ὑψηλὴ θέση ποῦ ἀπονέμει στὰ διάφορα θρησκεύματα, στὶς «ἐμπνεύσεις», στὶς «μεγαλειώδεις συλλήψεις», στὰ «Ἱερὰ σύμβολά» τους (ποιὰ εἶναι αὐτά; ἡ ἡμισέληνος, ὁ λωτός, ἡ ἑβραϊκὴ πεντάλφα, τὰ ἰνδιάνικα τοτέμ;) καὶ στὶς «ἐμπειρίες» τους, τὸ λιγότερο δημιουργεῖ στοὺς ἀναγνῶστες τοῦ προβληματισμοὺς κι ἀμφιβολίες γιὰ τὴ μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀνεπίτρεπτους συνειρμοὺς καὶ ἀνίερες συμπάθειες στὶς παντοειδεῖς πνευματικότητες, ἐνῶ τοὺς τολμηρότερους τοὺς ὁδηγεῖ σὲ ἔμπρακτους συμφυρμούς, οἰκουμενι(στὶ)κοὺς διάλογους καὶ ἐπικίνδυνους συγκρητισμούς.
Πρὶν προχωρήσουμε θὰ θέλαμε νὰ παραθέσουμε ὅσα γράφει σχετικὰ μὲ τὴ διάκριση θρησκείας - Ὀρθοδόξου λατρείας ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σχολιάζοντας τὸν Ἀναβαθμὸ τοῦ γ' ἤχου, «Ἁγίω Πνεύματι... λατρεὺ-σωμεν Θεὸς γὰρ ὡς Πατρὶ τὲ καὶ Λόγω». Γράφει λοιπόν: «Προσφυῶς δὲ εἶπεν ὁ μελωδός, ὄχι νὰ θρησκεύσωμεν ἢ νὰ σεβασθῶμεν, ἀλλὰ νὰ λατρεύσωμεν τὸ ἅγιον Πνεῦμα ὡς Θεόν. Ἡ μὲν γὰρ θρησκεία καὶ τὸ σέβας ἐλέγετο καὶ εἰς ψευδωνύμους θεοὺς τῶν Ἑλλήνων. Ὅθεν εἶπεν ὁ θεολόγος Γρηγόριος ἐν τοῖς παχυμερέσιν ὄροις "Θρησκείαν οἶδα καὶ τὸ δαιμόνων σέβας, ἢ δ' εὐσέβεια προσκύνησις Τριάδος". Ἡ δὲ λατρεία κυρίως ἀποδίδοται εἰς μόνον τὸν ἀληθῆ Θεὸν καὶ οὐχὶ εἰς τὰ κτίσματα»6.
Ἂς δοῦμε τώρα τὸ ἰδεολογικὸ ὑπόβαθρο καὶ τὸ βασικὸ ἐργαλεῖο τῶν θρησκειολογικῶν ἀναλύσεων τοῦ συγγραφέως μὲ τὶς ὁποῖες προσπαθεῖ νὰ διασπείρει στὸν ἑλλαδικὸ καὶ διεθνῆ χῶρο τὶς ἀπόψεις του.
2. Ἡ θεωρία της «μὴ ἀποκλειστικότητος».
Σύμφωνα μ' αὐτὴ τὴ θεωρία, ἡ περὶ τοῦ Χριστοῦ θεολογία δὲν πρέπει νὰ περιγράφει ἕνα «ἀποκλειστικὸ» Χριστό, ἕναν δήλ. Χριστὸ ποὺ ἀποκλείει ὅλους τους ἄλλους ἀρχηγοὺς τῶν θρησκειῶν. Μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι «μοναδικός», ὅπως κάθε πρόσωπο, ἀλλὰ δὲν εἶναι «ἀποκλειστικὸς» σωτήρας, «ἀποκλειστικὴ» ὁδός. Παραθέτουμε τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι δὲν ἀδικοῦμε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλβανίας: «Στὴ Δυτικὴ Χριστιανοσύνη σὲ πολλὲς περιπτώσεις κατὰ τοὺς τελευταίους τέσσερεις αἰῶνες, ἡ βαθειὰ πίστη στὴ μοναδικότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τονίσθηκε ὡς "ἀποκλειστικότητα". Μερικοὶ στίχοι τῆς Καινῆς Διαθήκης (ὅπως: "οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰμὴ δὶ' ἐμοῦ", Ἰω.14, 6, καὶ "οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλω οὐδενὶ ἡ σωτηρία", Πράξ. 4, 12) ἀπομονώθηκαν ἀπὸ τὸ πλαίσιό τους καὶ χρησιμοποιήθηκαν σὰν φρούριο γιὰ μία Χριστολογία τῆς "ἀποκλειστικότητος"» (Παγκοσμιότητα καὶ Ὀρθοδοξία, σ. 196). Ἡ φράση «σὰν φρούριο γιὰ μία Χριστολογία τῆς ἀποκλειστικότητος» θὰ ἦταν πιὸ ὁλοκληρωμένη ἂν διατυπωνόταν ὡς ἑξῆς: «σὰν φρούριο γιὰ μία Χριστολογία τῆς ἀποκλειστικότητος τῆς σωτηρίας» ἢ τῆς «θεογνωσίας». Ὅμως οἱ διατυπώσεις τοῦ συγγραφέως εἶναι πολὺ προσεκτικὲς στὴν προσπάθειά του νὰ κρατήσει τὶς διατυπούμενες ἰδέες του στὸ «ἀπυρόβλητο».
3. Ἡ ἀποκλειστικότητα τῆς Ὁδοῦ ἐφεύρημα τῆς δυτικῆς «Θεολογίας»;
   Τί μᾶς διδάσκει μὲ ὅσα γράφει ὁ συγγραφέας; Ὅτι εἶναι δῆθεν δυτικὴ θεολογικὴ ἀπόκλιση ἡ διδασκαλία ὅτι μόνο ἐν τῷ Χριστῷ καὶ μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει σωτηρία καὶ ὅτι αὐτὸς εἶναι ἡ μοναδικὴ Ὁδὸς πρὸς τὸν Πατέρα. Μᾶς λέγει ὅτι αὐτὸ ἀποτελεῖ μία Χριστολογία τῆς «ἀποκλειστικότητος»! Οἱ ἀπόψεις αὐτὲς χρειάζονται ἄραγε ἀντίκρουση; Κατ' ἀρχὰς φαίνεται πὼς ὄχι, ἀφοῦ μὲ τὴν πρώτη κιόλας ματιὰ καταλαβαίνει κανεὶς τὸ ἀσυμβίβαστό τους μὲ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, τὸ ἀδιανόητό τους γιὰ τὴν ὀρθόδοξη συνείδηση. Δυστυχῶς ὅμως, ὅπως φαίνεται, ἡ Ν. Ἐποχὴ βαδίζει πρὸς τὸ κέντρο τῶν μέχρι τώρα περιφερειακῶν ἀντιπαραθέσεών της στὴν Ἀλήθεια, πρὸς ἀμφισβήτηση δήλ. τῆς μοναδικότητος τῆς σωτηρίας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Παράλληλα τὸ κέντρο αὐτό, τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τὸ «κέντρο» ποὺ ὅσο κι ἂν τὸ λακτίζεις παραμένει σταθερό, ἀλώβητο ἐμπηγνύμενο στὴν καρδιὰ τῆς ἀποστασίας τῶν ἐσχάτων μας χρόνων, νικώντας τὸν κόσμο, ἐνθαρρύνοντας, ἐνισχύοντας, ἀλείφοντας τοὺς Χριστιανοὺς στὴν πάλη μὲ τὸ «θηρίο». Κατὰ τὴν ἐπίθεση αὐτὴ τῆς Ν. Ἐποχῆς μία βίαιη διαθρησκειακὴ ὀσμὴ διαχέεται στὸν εὐρύτερο κοινωνικὸ χῶρο μολύνοντας ἐπικίνδυνα τὰ αἰσθητήριά μας. Λόγω ἀκριβῶς τῶν συγκυριῶν αὐτῶν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι ν' ἀπαντήσουμε σ' ὅσα λέγει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας.
Εἶναι ἀνακριβὲς τὸ λεχθὲν ὅτι τὰ σχετικὰ χωρία ἀπομονώνονται ἀπὸ τὴ συνάφειά τους. Ἰδοὺ π.χ. τὸ πλαίσιο τοῦ ἐδαφίου Ἰωάν. 14, 6: Ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχει παραδώσει τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας στοὺς Ἀποστόλους, ἔχει νίψει τὰ πόδια τους, τοὺς ἔχει διδάξει τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Ἀκολουθεῖ τὸ ἐρώτημα τοῦ Ἀποστόλου Θωμά: «Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποὺ ὑπάγεις, καὶ πῶς δυνάμεθα τὴν ὁδὸν εἰδέναι;» καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου: «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή, οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δὶ' ἐμοῦ» (Ἰω. 14, 6). Ἡ συνέχεια δὲν ἀφήνει περιθώρια παρερμηνείας: «εἰ ἐγνώκειτε μὲ καὶ τὸν πατέρα μου ἐγνώκειτε ἂν» (Ἰω. 14, 7), δήλ. «ἂν μὲ γνωρίζατε θὰ γνωρίζατε καὶ τὸν πατέρα μου». Τὸ τελικὸ ὅμως χτύπημα σὲ κάθε ἀπόπειρα μειώσεως τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου στὸ αἴτημα τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου, «δεῖξον ἠμὶν τὸν πατέρα»: «ὁ ἐωρακῶς ἐμὲ ἐώρακε τὸν πατέρα... ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοὶ ἐστὶ» (Ἰω. 8-10).
Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν ἀπομόνωση χωρίων ἀπὸ τὸ πλαίσιό τους. Ὁ Χριστὸς ὄχι μόνο εἶναι ἡ μοναδική, ἀποκλειστικὴ Ὁδὸς πρὸς τὸν Πατέρα, ἀλλὰ εἶναι ἕνα μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή. Ἐκτὸς αὐτοῦ ὅλο τὸ σῶμα Καινῆς καὶ Παλαιᾶς Διαθήκης βοᾶ γιὰ τὴ μοναδικότητα καὶ ἀποκλειστικότητα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας.
Ἀλλὰ καὶ oι ἅγιοι Πατέρες μὲ παρόμοιο τρόπο ἑρμηνεύουν τὰ ἐδάφια αὐτά. Ἀντὶ ἄλλων παραθέτουμε τὴν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας στὸ χωρίο Ἰωάν. 14, 6 ἀπὸ τὸ Ὑπόμνημά του στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο: «Οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα, εἰμὴ δὶ' ἐμοῦ, δεικνὺς ἐντεῦθεν, ὡς εἶπερ τὶς βούλοιτο τὴν ὁδὸν εἰδέναι, δὶ' ἢς ἂν ἴη πρὸς ζωὴν τὴν αἰώνιον, φιλονεικήσει δὴ πάντως εἰδέναι Χριστόν. Ἐπειδὴ δὲ ἢν τινὰς εἰκὸς Ἰουδαϊκὴν τινὰ μᾶλλον ἤγουν εὐαγγελικὴν ἐπιτηδεύοντας παίδευσιν, ἑξαρκεῖν οἴεσθαι πρὸς τὸ πιστεύειν ὀρθῶς τὴν εἰς ἕνα τῶν ὅλων Θεὸν ὁμολογίαν τὲ καὶ γνῶσιν, μὴ μὴν ἐπείγεσθαι μαθεῖν τὸν περὶ τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου Τριάδος λόγον, ἀναγκαίωςἀποκλείειτρόπον τινὰ Χριστὸς καὶ τοῖς οὕτω δοξάζουσι τὴν περὶ τοῦ Θεοῦ γνῶσιν, εἰ μὴ καὶ αὐτὸν βούλοιντο παραδέχεσθαι. Δία γὰρ Υἱοῦ προσιτέον τῷ Θεῶ καὶ Πατρί». Δηλαδή: «Λέγει ὁ Χριστός: Οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰμὴ δὶ' ἐμοῦ, δείχνοντας μ' αὐτὸ ὅτι ἂν κάποιος θέλει νὰ γνωρίσει τὴν ὁδὸ διὰ τῆς ὁποίας θὰ ἔλθει πρὸς τὴν αἰώνιον ζωὴν θὰ ἀγωνισθεῖ ἐπίμονα νὰ γνωρίσει τὸν Χριστό. Κι ἐπειδὴ ἦταν συνηθισμένο κάποιοι νὰ ἀσχολοῦνται περισσότερο μὲ τὴν Ἰουδαϊκὴ παιδεία παρὰ μὲ τὴν εὐαγγελική, νομίζοντας ὅτι ἀρκεῖ, γιὰ νὰ πιστεύει κάποιος ὀρθά, ἡ γνώση καὶ ἡ ὁμολογία πίστεως στὸνἕναΘεὸ τῶν ὅλων, καὶ δὲν ἐπείγοντο νὰ μάθουν τὴν περὶ τῆς Ἁγίας καὶ ὁμοουσίου Τριάδος διδασκαλία, ἀναγκαίαἀποκλείειτρόπον τινὰ ὁ Χριστὸς τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ σ' αὐτοὺς ποὺ φρονοῦν ἔτσι, ἂν δήλ. δὲν παρεδέχοντο καὶ Αὐτὸν κι αὐτὸ γιατί μόνο διὰ τοῦ Υἱοῦ μπορεῖ κανεὶς νὰ πλησιάσει τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα».
Δὲν εἶναι λοιπὸν δυτικὴ παρέκκλιση ἡ σωτήρια αὐτὴ διδασκαλία. Οἱ ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν τὴν ἀποκλειστικότητα τοῦ Χριστοῦ, ὡς μοναδικῆς ὁδοῦ θεογνωσίας. Ὅποιος θέλει νὰ εἰσέλθει στὴν αἰώνιο ζωή, θὰ ἀγωνισθεῖ ἐπίμονα, ἀσκητικά, ἡσυχαστικὰ γιὰ νὰ γνωρίσει, νὰ κοινωνήσει μὲ τὸν Χριστὸ καὶ δὶ' Αὐτοῦ μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Ἡ Ἰουδαϊκὴ καὶ κατ' ἐπέκταση ἡ Ἰσλαμικὴ πίστη στὸν ἕνα Θεό, ἡ μονοθεϊστικὴ «πενία», ὅπως ἀντίστοιχα καὶ ἡ πολυθεΐα δὲν ὁδηγεῖ στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ οὔτε καν σὲ ἀτελῆ γνώση «ἢ φωτισμό», ἂν βεβαίως ὡς γνώση —καὶ θέλει ἰδιαίτερη προσοχὴ αὐτὸ— ἐννοοῦμε τὴν ὀρθὴ διδασκαλία, τὴν ὀρθὴ ἔννοια περὶ Θεοῦ καὶ τὴ μετὰ τοῦ Θεοῦκοινωνία7.

5. Ὅλες οἱ ἀραιώσεις-ὑπογραμμίσεις στὰ ἀποσπάσματα τοῦ βιβλίου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας εἶναι δικές μας.
6. Ὁσίου Νικόδημου τοῦ Ἁγιορείτου, Νέα Κλίαξ, ἔκδοσις Ἁγιορείτικης Βιβλιοθήκης, σ. 134-135.
7. Εἶναι σημαντικὰ ὅσα λέγει ὁ ἅγιος Γρηγέντιος, Ἀρχιεπίσκοπος Αἰθιοπίας διαλεγόμενος μὲ τὸν Ἑβραῖο νομοδιδάσκαλο Ἐρβᾶν: «Σεῖς μὲν οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τὸ νὰ ὁμολογῆτε τὴν Θεότητα μονωτάτην, εἰς τὴν ἁπλότητα καὶ εἰς τὴν ἑνότητα ταύτης, τὴν ἀπορίαν καὶ τὴν πτωχείαν αὐτῆς ἑξαγγέλετε, εὐτελῶς καὶ ἀσθενῶς τὰ περὶ τῆς Θεότητος διατιθέμενοι καὶ ὑποστηρίζοντες· καὶ οἱ ἕλληνες πάλιν προσκυνοῦντες τὰ ἄψυχα εἴδωλα καὶ πολλαπλασιάζοντες τὴν Θεότητα, ἤγουν αὐξάνοντες εἰς ἀριθμόν, ἐξ ἀνάγκης ἀφοσιούμενοι εἰς πολλοὺς Θεούς, οἵτινες ἐναντιοῦνται ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον, εἰς τὴν ἀπάτην τῆς εἰδωλολατρίας κυλίονται. Ἠμεῖς δὲ οἱ Χριστιανοί, τριαδικὴν τὴν Θεότητα πιστεύοντες, ὑπέρμετρον αὐτὴν εἰς πλοῦτον καὶ δύναμιν κηρύττομεν, ἕνα Θεὸν τὸ τριαδικὸν κράτος ὁμολογοῦντες, καὶ τὴν ἰδικὴν σᾶς πτωχοθείαν καὶ ἐκείνων τὴν πολυθεΐαν ἐξ ἴσου ἀποκρούοντες, διαφεύγομεν».(Διάλογος· τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἠμῶν Γρηγεντίου Ἀρχιεπισκόπου Αἰθιοπίας μετὰ τοῦ Ἑβραίου νομοδιδασκάλου Ἐρβᾶν, Ἐκδόσεις Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη σελ.23).

 Αντιαιρετικόν Ἐγκόλπιον    www.egolpion.com
6  ΙΟΥΛΙΟΥ  2012


Read more:http://www.egolpion.net/or8odoxia_8riskevmata.el.aspx#ixzz2nY19Bog1

Πρωτ. Ι.ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ἡ Πανθρησκεία ὄργανο τῆς Νέας Τάξεως πραγμάτων - ἀπειλῆ στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας [2]

Πρωτ. Ι.ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ἡ Πανθρησκεία ὄργανο τῆς Νέας Τάξεως πραγμάτων - ἀπειλῆ στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας [2]


Πρωτ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ
Ή ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑ

Κριτικὲς τοποθετήσεις στὸ βιβλίο
«Παγκοσμιότητα καὶ Ὀρθοδοξία»
τοῦ Ἀρχιεπ. Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου

Οἰκουμενισμὸς καὶ θρησκεῖες.
«...Τί σημαίνει κατὰ βάθος ὁ ἐπάρατος Οἰκουμενισμός; ... Ὑπὸ τὸν ἐπάρατον Οἰκουμενισμὸν δὲν κρύπτεται ἁπλῶς μία αἵρεσις. Κρύπτεται αὐτὴ αὔτη ἡ ἄρνησις τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ χαρακτῆρος τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως. Κατὰ τοῦτο ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι χείρων πάσης αἱρέσεως. Ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρείου... καθὼς καὶ πᾶσαι αἳ ἄλλαι αἱρέσεις, ὠχριῶσιν ἐνώπιόν του τέρατος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Διότι πᾶσαι αἳ Χριστιανικαὶ αἱρέσεις, καὶ αἳ πλέον βλάσφημοι, οὐδὲ διενοοῦντο καν νὰ ἀμφισβητήσωσι τὴν μοναδικότητα καὶ ἀποκλειστικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἀληθείας ἐξ ἀποκαλύψεως. Δία πάσας τὰς αἱρέσεις ὁ Χριστιανισμὸς ἦτο τὸ μονοπώλιον τῆς ἀληθείας καὶ τῆς σωτηρίας. Ἐνῶ διὰ τὸν Οἰκουμενισμὸν πασαι αἳ Θρησκεῖαι ἔχουσι στοιχεῖα ἀληθείας καὶ στοιχεῖα πλάνης, ὁ δὲ Χριστιανισμὸς δὲν ἀποτελεῖ εἰμὴ μίαν Θρησκείαν μεταξὺ τῶν λοιπῶν, ἴσως τὴν εὐγενεστέραν, ἀλλὰ πάντως ὄχι τὴν μοναδικῶς ἀληθινήν...Ἀπὸ Χριστοῦ ἕως σήμερον πολλαὶ καὶ ποικίλαι αἱρέσεις ἀνεφάνησαν. Ποία ὅμως Χριστιανικὴ αἵρεσις, ποῖος αἱρετικὸς ἰσχυρίσθη ποτὲ ὅτι “ὄλαι αἳ Θρησκεῖαι ὑπηρετοῦν τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἀνθρωπον”; Ὀρθόδοξοι καὶ αἱρετικοὶ ἐπίστευσαν καὶ διεκήρυξαν ὅτι μία μόνη Θ ρ η σ κ ε ί α “ὑπηρετεῖ  τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἀνθρωπον”, ἡ ἀληθὴς θρησκεία, ἡ Θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, αἳ δὲ λοιπαὶ πᾶσαι ὑπηρετούσι οὐχὶ τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸν Διάβολον, ἒφ' ὅσον προσφέρουσι τὴν πλάνην καὶ τὸ ψεῦδος καὶ κρατούσι τὸν ἄνθρωπον μακράν του φωτὸς καὶ τῆς σωζούσης ἀληθείας».
(Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, Ἄρθρα, Μελέται - Ἐπιστολαί, Ἐπιμέλεια Ι.Κ.Γ., Ἐν Ἀθήναις 1981 σ. 163-164).

Γενικὰ
Ἡ Πανθρησκεία ὄργανο τῆς Νέας Τάξεως πραγμάτων 
ἀπειλῆ στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας.

   ἩΣιδηρᾶ Ν. Τάξη Πραγμάτων μὲ ἀπαίτηση παγκόσμιας κυριαρχίας (ἤδη ἀκούγονται φωνὲς γιὰ τὴν ἀνάγκη μίας παγκόσμιας κυβέρνησης) ἐκτὸς ἀπὸ τὸ χρῆμα, τὰ ὄπλα, τὴν πληροφορία, τὴν ἀσφάλεια καὶ τὰ Μ.Μ.Ε. ἔχει ἀνάγκη καὶ τὴν ἰδεολογικὴ καὶ πρὸ πάντων τὴ θρησκευτικὴ κάλυψη τῆς Ν. Ἐποχῆς. Τὴν κάλυψη αὐτὴ παρέχει ἡ Ν. Ἐποχὴ μὲ τὶς ἀποκρυφιστικὲς δοξασίες ποὺ διαχέει παντοῦ, μὲ τὸ κήρυγμα ἀναμονῆς ἑνὸς Νέου Μεσσία, ἑνὸς «ἀβατάρ», ποὺ θὰ δώσει καινούργια, παγκόσμια γνώση καὶ εὐτυχία, ποὺ θὰ καταργήσει κάθε ἀποκλειστικότητα πίστεως, κάθε μισαλλοδοξία στὴ Ν. Ἐποχὴ τοῦ Ὑδροχόου1. Τελικὸς στόχος φαίνεται νὰ εἶναι ἡ ἕνωση ὅλων τῶν Θρησκειῶν, ἡ Πανθρησκεία.
Ἡ Πανθρησκεία ἔχει ἕνα ἰδεολογικὸ ἐργαλεῖο, τὸν Οἰκουμενισμό, ὁ ὁποῖος ξεκίνησε σὰν διαχριστιανικός2καὶ κατήντησε διαθρησκειακός, ἔχει ἕνα στρατηγεῖο, τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν στὴ Γενεύη κι ἕνα ἀρχηγό, ἕνα πλανητικὸ ἀρχηγὸ ὅλων τῶν θρησκειῶν, τὸν Πάπα. Τρεῖς φορὲς τὰ τελευταία χρόνια στὴν Ἀσσίζη ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ συμπροσευχήθηκαν ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν θρησκειῶν, ἐνῶ ἐπανειλημμένα ὁ Πάπας προσεύχεται μὲ τοὺς Ἑβραίους στὶς συναγωγὲς καὶ μὲ τοὺς μουσουλμάνους στὰ τζαμιά.
   Αὐτὴ εἶναι συνοπτικὰ ἡ πορεία, βιαστικὴ ὅπως φαίνεται, πρὸς τὴν πανθρησκεία3. Στὰ πλαίσια τῆς στρατηγικῆς γιὰ τὴν προώθηση τῆς πανθρησκείας ἐπιστρατεύονται ἢ καὶ χρησιμοποιοῦνται ποικίλα πρόσωπα ποὺ κατέχουν ὑψηλὲς θέσεις ἀκόμα καὶ στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔτσι ὁ προκάτοχος τοῦ σημερινοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, Παρθένιος ἰσχυριζόταν δημόσια ὅτι καὶ ὁ Μωάμεθ εἶναι ἕνας προφήτης τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ Ἐλβετίας Δαμασκηνὸς ἐκτὸς ἀπὸ τὶς συνεχῶς ὀργανούμενες διαθρησκειακὲς συναντήσεις καὶ τὴ δήλωσή του ὅτι «κατὰ βάθος μία Ἐκκλησία ἢ ἕνα τέμενος ἀποβλέπουν στὴν ἴδια πνευματικὴ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου»4, ἐξέδωσε μέσα σὲ εἰδικὴ θήκη τὰ «Ἱερὰ κείμενα», δήλ. τὴν Καινὴ Διαθήκη, τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τό... Κοράνι!
   Ἀπὸ δῶ καὶ κάτω ἀρχίζουν τὰ δύσκολα. Ἐπειδὴ ὁ λόγος ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι περὶ τῆς ἀληθείας καλοῦνται οἱ ἀναγνῶστες μὲ φρόνημα ἀνδρῶο καὶ ἡγεμονικὸ νὰ μείνουν ἀμετακίνητοι καὶ ἑδραῖοι στὴν ἀλήθεια, στὴ μοναδικότητα καὶ ἀποκλειστικότητα τοῦ προσώπου τοῦ γλυκύτατου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ μὴ παραπλανηθοῦν καὶ ἀπατηθοῦν ἀπὸ πρόσωπα ποὺ ἐκθέτουν πλάνες καταστροφικὲς γιὰ τὴ σωτηρία μας. Συναισθηματικὲς ἐξαρτήσεις, ἐντέχνως καλλιεργούμενες, πρὸς ἐπίσημα πρόσωπα μὲ τὴν προβολὴ ἑνὸς θελκτικοῦ image τοὺς δὲν πρέπει νὰ ἀγγίζουν τὴν καρδιὰ τῶν ὀρθοδόξων. «Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἠμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμὶν παρ' ὁ εὐηγγελισάμεθα ὑμίν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γάλ.1,8) μᾶς διδάσκει ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Καὶ τί εἶναι λαμπρότερο καὶ ὀμορφότερο ἀπὸ ἕναν ἄγγελο!
   Ὅσα θὰ λεχθοῦν εἶναι μία κριτικὴ στὶς θρησκευτικὲς ἰδέες καὶ ἀπόψεις ποὺ διατυπώνονται στὸ βιβλίο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου Γιαννουλάτου «Παγκοσμιότητα καὶ Ὀρθοδοξία» (Ἐκδόσεις Ἀκρίτα 2000). Ἡ κριτική μας δὲν ἔχει χαρακτήρα προσωπικῆς ἐπιθέσεως ἂν καὶ πολλοὶ ἀντὶ νὰ τοποθετηθοῦν καὶ νὰ ἀπαντήσουν στὶς ἐκφερόμενες ὑπὸ διαφόρων θέσεις κι ἀντιθέσεις ἀρέσκονται νὰ φορτίζουν συναισθηματικὰ τὴν «πολιτισμένη» ἀτμόσφαιρα τῆς διακινήσεως ἰδεῶν καὶ ἀπόψεων κατηγορώντας τοὺς ἀσκοῦντας κριτικὴ γιὰ ἔλλειψη εὐγένειας καὶ «τάκτ», γιὰ μισαλλοδοξία καὶ φανατισμό, γιὰ ἄδικες προσωπικὲς ἐπιθέσεις. Βέβαια εἶναι ἀδύνατον κάνοντας κριτικὴ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε μὲ ἀκρίβεια στὶς ὑπογεγραμμένες ἐπώνυμες ἀπόψεις τοῦ πολυδιαφημισμένου αὐτοῦ βιβλίου.
   ὉΜακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων καὶ πάσης Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος, καθηγητὴς θρησκειολογίας περιλαμβάνει στὸ βιβλίο τοῦ ὁμιλίες ποὺ ἔκαμε σὲ διάφορους ἀκαδημαϊκοὺς χώρους, διεθνῆ διαθρησκειακὰ καὶ θρησκευτικοπολιτικὰ Fora. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ αὐξάνει καὶ τὴν εὐθύνη τοῦ ἔναντι ὅλων τῶν ἀποδεκτῶν τῶν μηνυμάτων του, γιατί ὅλοι οἱ χριστιανοὶ τῶν διαφόρων Ὁμολογιῶν καὶ οἱ ἐκπρόσωποι τῶν διαφόρων θρησκειῶν γνωρίζοντας τὸν ὡς ἕνα φημισμένο ἡγέτη μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας τὸν θεωροῦν καὶ αὐθεντικὸ ἐκφραστὴ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Γι' αὐτὸ κρίνουμε ἀπαραίτητο νὰ ἐξετάσουμε τὶς βασικὲς θέσεις τοῦ βιβλίου, ἐπειδὴ φρονοῦμε ὅτι πολλὲς ἀπ' αὐτὲς παρεκκλίνουν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ Θεολογίας καὶ ἀποτελοῦν πρόσκομμα στὴ σωτηρία καὶ σκάνδαλο στὴν ἐν Χριστῷ τρίβο τῶν ἀδελφῶν μας καὶ τῶν πνευματικῶν μας τέκνων. Ἐξ ἄλλου ὅ,τι γράφει ἕνας ποιμὴν τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἰδιωτική του ὑπόθεση, ἀλλὰ ἀπόθεση ὁλοκλήρου της Ἐκκλησίας. Ἔτσι γιὰ παράδειγμα ἀκόμη καὶ οἱ Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρὸς τὸν Τιμόθεον καὶ πρὸς τὸν Τίτο, οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ποὺ γράφονται γιὰ τὸν "κράτιστο Θεόφιλο", ἡ Γ' Ἐπιστολὴ Ἰωάννου πρὸς Γάϊον εἶναι κτῆμα ὅλης της Ἐκκλησίας. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ Ἐπιστολὲς καὶ οἱ πραγματεῖες τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἀποτελοῦν θησαυρὸ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἐπειδὴ ὑπομνηματίζουν τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ πλουτίζουν τὴ θεολογία μας. Γι' αὐτὸ γίνονται ἀποδεκτὲς μὲ εὐγνωμοσύνη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Καὶ ἀντιθέτως κείμενα αἱρετικῶν καὶ κείμενα ποὺ δὲν συνδέονται μὲ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία κρίνονται, κατακρίνονται καὶ ἀποβάλλονται ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.

1. Περὶ «Νέας Ἐποχῆς» βλ. π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου, Ἀποκρυφισμός, Γκουρουϊσμός, «Νέα Ἐποχή», ἔκδοσις Ι. Μητροπόλεως Νικοπόλεως καὶ τὸ εἰδικὸ τετρασέλιδο «Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴ λεγομένη Νέα Ἐποχή», Ἔκδοση τοῦ περιοδικοῦ «Παρακαταθήκη» (μοναχὸς Ἀρσένιος Βλιαγκόφτης).
2. Περὶ Οἰκουμενισμοῦ βλ. (Γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ) Β. Σταυρίδου-Εὐαγγελίας Βαρελὰ Ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως. Πατριαρχικὸ Ἵδρυμα Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1996. Ἐπίσης γιὰ μία ὀρθόδοξη τοποθέτηση βλ. Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, ἔκδοσις «Ὀρθόδοξη Κυψέλη» καὶ τὸ «Ὑπόμνημα περὶ Οἰκουμενισμοῦ Πρὸς τὸν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλον», Ἔκδοσις Περιοδικοῦ «Παρακαταθήκη» 1999.
3. Μόνο μέσα σὲ Δεκέμβριο 2001-Μάρτιο 2002 μὲ πρωτοβουλία ἢ συμμετοχὴ Ὀρθοδόξων πραγματοποιήθηκαν τέσσερεις διαθρησκειακὲς συναντήσεις: Στὶς Βρυξέλλες μὲ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στὸ Ἰρᾶν μὲ ἐπίσκεψη τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχου στὴν Τεχεράνη, καὶ στὴν Ἀσσίζη μὲ πρωτοβουλία τοῦ Πάπα καὶ συμμετοχὴ δύο Ὀρθοδόξων πατριαρχῶν καὶ ἐκπροσώπων ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πλὴν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ στὴν Κύπρο μὲ πρωτοβουλία τῆς Μονῆς Κύκκου.
4. Ὑπόμνημα περὶ Οἰκουμενισμοῦ σελ. 12 -13.


 Αντιαιρετικόν Ἐγκόλπιον    www.egolpion.com
5  ΙΟΥΛΙΟΥ  2012


Read more:http://www.egolpion.net/genika_pagosmiotita.el.aspx#ixzz2nY0eXVFi

Πρωτ.Ι.ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ:ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ Ή ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑ [1]

Πρωτ.Ι.ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ:ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ Ή ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑ [1]


Πρωτ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ
Ή ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΚΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΤΗΤΑ

Κριτικὲς τοποθετήσεις στὸ βιβλίο
«Παγκοσμιότητα καὶ Ὀρθοδοξία»
τοῦ Ἀρχιεπ. Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

   Ἕνα βιβλίο ποὺ περιέχει κριτικὴ εἶναι ἑπόμενο νὰ προκαλέσει δυσαρέσκεια στὸ συγγραφέα καὶ σ' ὅσους συμφωνοῦν μὲ τὶς θέσεις του.
Ὁ πρωτοπρεσβύτερος π. Ἰωάννης Φωτοπουλος, μὲ ὑψηλὸ αἴσθημα Ὀρθοδόξου ποιμαντικῆς εὐθύνης, χωρὶς φόβο καὶ πάθος κάνει κριτικὴ στὸ βιβλίο «Παγκοσμιότητα καὶ Ὀρθοδοξία», ἐκδόσεις Ἀκρίτας 2000, τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου Γιαννουλάτου.
Τὸ βιβλίο τοῦ π. Ἰωάννη Φωτοπουλου ἔχει ὡς ἐπικεφαλίδα «Θεανθρώπινη Καθολικότητα ἢ Πανθρησκειακὴ Παγκοσμιότητα;». Μὲ τὸ βιβλίο τοῦ αὐτὸ ἀποδεικνύει τεκμηριωμένα ὁ π. Ἰωάννης τὸν περιεχόμενο πανθρησκειακὸ συγκρητισμό του ὡς ἄνω βιβλίου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου κ. Ἀναστασίου Γιαννουλάτου.
Εἶναι γνωστὸ βέβαια στοὺς θεολόγους καὶ κληρικοὺς ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν οἰκουμενικὴ κίνηση, ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀναστάσιος μετεῖχε ἀπὸ παλαιὰ στὶς συνεδριάσεις τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καὶ σὲ ἄλλες παραπλήσιες οἰκουμενιστικὲς ἐκδηλώσεις. Ἐπίσης εἶναι γνωστὴ ἡ ἐνασχόλησή του μὲ τὸ Ἰσλὰμ καὶ τὸ Κοράνιο ἀπὸ τὶς παραδόσεις του στοὺς φοιτητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Ἡ ἔκδοση ὅμως τοῦ βιβλίου τοῦ «Παγκοσμιότητα καὶ Ὀρθοδοξία» ἀποτελεῖ τὴ σύνοψη τῶν πανθρησκειακῶν ἀπόψεών του, ποὺ ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ παράγοντες τῆς νεορθόδοξης κουλτούρας καὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ πανθρησκειακοῦ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδος συγκρητισμοῦ.
Τὸ βιβλίο τοῦ π. Ἰωάννη Φωτοπουλου ἐπισημαίνει τὸν ὑπερβολικὸ ἐνθουσιασμὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀναστασίου γιὰ ὅλα τὰ κοινὰ θρησκευτικὰ στοιχεῖα ποὺ ἀνακαλύπτει ἀνάμεσα στὴν Ὀρθοδοξία καὶ στὶς ἄλλες θρησκεῖες.
Μετὰ ἀπὸ προσεκτικὴ μελέτη ὁ π. Ἰωάννης παραθέτει ἐκεῖνα τὰ πατερικὰ χωρία ποὺ σχετίζονται μὲ τὰ θέματα ποὺ θίγει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος. Γιὰ νὰ μὴ δημιουργηθεῖ ἀσάφεια ἢ παρανόηση τῶν ἀρχαίων πατερικῶν κειμένων, παραθέτει καὶ τὴ μετάφρασή τους. Ὅπου εἶναι ἀπαραίτητο ἐπιστρατεύει καὶ ἄλλα Πατερικὰ κείμενα γιὰ νὰ καταδειχθεῖ ἡ συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων πάνω σὲ θέματα σύγκρισης μὲ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ τοὺς ἀλλοθρήσκους. Εἶναι πάρα πολὺ προσεγμένη ἡ ἐπιλογὴ τῶν Πατερικῶν χωρίων, τὰ ὁποία ἀναιροῦν μὲ σαφήνεια καὶ ἀπόλυτη ἀκρίβεια τὸν πανθρησκειακὸ συγκρητισμὸ -φανερὸ ἢ καμουφλαρισμένο- τοῦ βιβλίου «Παγκοσμιότητα καὶ Ὀρθοδοξία» τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀναστασίου.
Ὅσοι διαβάσουν τὸ βιβλίο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀναστασίου ἀπροκατάληπτα, θὰ διαπιστώσουν τὴν πανθρησκειακὴ συγκρητιστικὴ νοοτροπία του, ἡ ὁποία δὲν εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν ποιμαντικὴ δραστηριότητα ἑνὸς ὀρθοδόξου ποιμένος.
Ἑκατομμύρια χριστιανῶν ἐθυσίασαν τὴ ζωὴ τοὺς ὁμολογώντας τὴ μοναδικότητα τῆς Σωτηρίας ποὺ παρέχει μόνον ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι ὅλες οἱ ἄλλες, οἱ ψευδεῖς θρησκεῖες μαζί. Ἀναρίθμητοι μάρτυρες τῶν τελευταίων χρόνων ἔδωσαν σθεναρὰ ὁμολογία κατὰ τῆς ψευδοθρησκείας τοῦ Ἰσλὰμ καὶ γι' αὐτὸ καταδικάστηκαν καὶ μαρτύρησαν.
Εἶναι λοιπὸν ἄξιο μεγίστης ἀπορίας τὸ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα ἢ τὴ γραφίδα ἑνὸς Ὀρθοδόξου ἱεράρχου ἄρθρα μὴ σύμφωνα μὲ τὰ φρονήματα καὶ τὴ μαρτυρικὴ ὁμολογία πάντων τῶν ἁγίων μαρτύρων τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Ἂν μὴ τί ἄλλο τὸ βιβλίο τοῦ π. Ἰω. Φωτόπουλου ἐκφράζει τὴν ἀπορία πολλῶν μελῶν τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μᾶς —κληρικῶν καὶ λαϊκών— γιὰ τὸ πὼς μποροῦν νὰ υἱοθετοῦνται σήμερα μετὰ ἀπὸ τόσο πλουσιοπάροχη ἀποτεθησαυρισμένη μαρτυριολογικὴ Ἐκκλησιολογικὴ ἐν Χριστῷ ὁμολογία τοποθετήσεις ποὺ σχετικοποιοῦν τὴ μοναδικότητα τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Του.
Τὰ παραπάνω γραφόμενα καὶ ἡ κριτικὴ ποὺ ἀκολουθεῖ ἐπ' οὐδενὶ ἀποτελοῦν αἰχμὲς ἀτομικὲς κατὰ τοῦ λίαν ἀξιοσέβαστου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου. Ἡ κριτικὴ εἶναι κραυγὴ πόνου γιὰ τὴν ἀποδόμηση τῶν ὁρίων τῆς ἐν Χριστῷ Ὀρθοδόξου ἀληθείας καὶ ζωῆς «ἃ ἔθεντο οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἠμῶν».
Οἱ ἀπόψεις καὶ οἱ χαλαρὲς ἐκκλησιολογικὲς τοποθετήσεις τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας ἔρχονται σὲ μία ἐποχὴ ποὺ πιέζει ἀφόρητα ὅλους τους ἐπὶ μέρους ἐνδοκοσμικοὺς φορεῖς νὰ ἐπιδείξουν τὶς μέγιστες δυνατὲς συγκλίσεις γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ τὸ ὅραμα τῆς «Νέας Ἐποχῆς» γιὰ μία ἑνοποιημένη παγκόσμια κοινωνία σ' ὅλα τὰ ἐπίπεδα ζωῆς.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δὲν ἐπέδειξε ποτὲ οὔτε θεσμικὰ οὔτε ἀτομικὰ τὴ διάθεση νὰ ἀνακατέψει τὸ σκοτάδι μὲ τὸ Φῶς, τὴ Ζωὴ μὲ τὸ θάνατο, τὸν Χριστὸ μὲ τὸ Βελίαρ.
Ἡ Ἑλληνικὴ κοινωνία μᾶς βαθειὰ ποτισμένη ἀπὸ τὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Ὀρθοδόξου πραγματικοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Ἁγίου Χρίσματος γεννοῦσε πάντοτε ἀνθρώπους ποὺ βίωναν τὴ θεανθρώπινη καθολικότητα καὶ συμπεριφέρονταν ἀνοιχτὰ καὶ μὲ ἀγάπη καὶ πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ πρὸς τοὺς ἀλλοπίστους. Σπάνιες εἶναι οἱ ἐξαιρέσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες κάποιοι «ὑπερορθόδοξοι» ἐπεδείκνυαν ἀήθη μὴ χριστιανική, μὰ ἀγαπητικὴ συμπεριφορὰ πρὸς τοὺς μὴ ὀρθοδόξους. Ποτὲ ὅμως οὔτε οἱ μὲν οὔτε οἱ δέ, ἐπέτρεπαν σὲ κανένα νὰ νοθεύσει τὴ μόνη ἀληθινὴ πίστη πρὸς τὴν Παναγία Τριάδα, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τὴν Κυρία Θεοτόκο, τοὺς Ἁγίους μας καὶ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς θεανθρώπινους θεσμοὺς ποὺ διαχρονικὰ ἔχει συνάψει ἡ Ἐκκλησία μας στοὺς κόλπους της.
Ὁ ὅρος «πολυπολιτισμικὴ κοινωνία» εἶναι πολὺ φτωχὸς γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν ἀπέραντα μεγάλη ἀγκαλιά, τὴ θεανθρώπινη καθολικότητα, μὲ τὴν ὁποία πολιτευόταν πάντοτε τὸ εὐσεβὲς ἔθνος μας ἀνάμεσα σὲ ὅλα τὰ ἔθνη χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ ἀλλοιώνει, νὰ μειώνει ἢ νὰ ἀνακατεύει τὰ ἄμικτα. Ἡ συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων βαπτισμένη, μυρωμένη καὶ κοινωνημένη μὲ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια εἶχε καὶ ἔχει ἀκριβῆ καὶ σαφῆ ἀναφορὰ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, διαχωρίζοντας διακριτικὰ τὶς ἄλλες πίστεις, τὰ ἄλλα δόγματα, τὶς ἄλλες θρησκεῖες ὡς οὐμανιστικὰ ἢ δαιμονικὰ κατασκευάσματα.
Τὸ βιβλίο τοῦ π. Ἰωάννη Φωτοπουλου διακρίνεται γιὰ τὸ σεβασμὸ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου καὶ γιὰ τὴν ἠπιότητα ἔκφρασης τῆς ὄντως καλοπροαίρετης κριτικῆς του πρὸς τὸ βιβλίο του ὡς ἄνω Ἀρχιεπισκόπου.
Τὰ δύο παραπάνω ὁρατὰ στοιχεῖα —σεβασμὸς καὶ ἠπιότητα— συνυφασμένα μὲ τὴν εἰλικρινῆ διάθεση ὀρθόδοξης ὁμολογίας ὁριοθετοῦν καὶ τὸ Ὀρθόδοξο ἦθος μέσα στὸ ὁποῖο κινεῖται ἡ γραφίδα τοῦ συγγραφέα.
Γι' αὐτὸ ἀφοῦ διαβάσαμε προσεκτικὰ τὸ βιβλίο τοῦ π. Ἰωάννη, τὸ συνιστοῦμε εὐρύτατα στὸ χριστεπώνυμο κοινό, πιστεύοντας ὅτι ἀνοίγει τὶς φιλοχριστες διαθέσεις γιὰ ἀληθινὸ ἐν Ἐκκλησία διάλογο, γιὰ νὰ μὴν ἰσοπεδωθοῦμε κάτω ἀπὸ τὸν πανθρησκειακὸ ὁδοστρωτήρα τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Ἀπὸ τὴ μελέτη του ὡς ἄνω βιβλίου ὁ ἀναγνώστης δὲν ἐγκλωβίζεται σὲ μία στείρα κινδυνολογία, ἀλλὰ εἰσάγεται στὴν ἀπαραίτητη σωτηριολογικὴ προβληματική, ποὺ εἶναι ἀπόλυτα σύμφωνη μὲ τὶς σοβαρὲς θεανθρώπινες ὑποδείξεις τῶν θεοφόρων Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Καὶ οἱ δύο μας, τόσο ὁ προλογίσας ὅσο καὶ ὁ συγγραφέας, παρακαλοῦμε τοὺς ἀγαπητοὺς ἀναγνῶστες ἀλλὰ καὶ ὅσους πληροφορηθοῦν τὴν κριτικὴ τοῦ βιβλίου τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας κ. Ἀναστασίου «Παγκοσμιότητα καὶ Ὀρθοδοξία» νὰ μὴ σκανδαλισθοῦν γιατί ἃ) Εἶναι καλοπροαίρετη χωρὶς νὰ ὑποκρύπτει καμία ἄλλη σκοπιμότητα β) Εἶναι γραμμένη μὲ τὸν προσήκοντα σεβασμὸ πρὸς τὸ Ἀρχιερατικό του ἀξίωμα γ) Στηρίζεται στὸ δημοκρατικὸ φρόνημα τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, μέσα στὴν ὁποία ἀκόμα καὶ τὸ τελευταῖο λαϊκὸ μέλος μπορεῖ νὰ ἀρθρώσει τὸ λόγο τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας μὲ τὸν ἀνάλογο σεβασμὸ καὶ δ) Δὲν θίγεται πουθενὰ ἡ πολύπλευρη λοιπὴ κοινωνικὴ καὶ Ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα τοῦ Μακαριωτάτου, ἡ ὁποία ἁπλώθηκε σὲ πολλοὺς τόπους καὶ ἰδιαίτερα τώρα στὴ γείτονα πεινώσα καὶ διψώσα πνευματικὰ Ἀλβανία.

Ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος
Ἐφημέριος Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου, Ἁμαρουσίου
30 - 8 – 2002


Read more:http://www.egolpion.net/pan8riskiaki_prologos.el.aspx#ixzz2nY0JZYfW

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ο Θαυματουργός

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ο Θαυματουργός

Εορτάζει στις 14 Νοεμβρίου εκάστου έτους.
Φωτός λαμπρόν κήρυκα νυν όντως μέγαν,
Πηγή φάους άδυτον άγει προς φέγγος.
Βιογραφία
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν δεινός θεολόγος και διαπρεπέστατος ρήτορας και φιλόσοφος. Δεν γνωρίζουμε το χρόνο και τον τόπο της γέννησής του. (Ο Σ. Ευστρατιάδης όμως, στο αγιολόγιο του, αναφέρει ότι ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 1296 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, από τον Κωνσταντίνο τον Συγκλητικό και την ευσεβέστατη Καλλονή). 
Ξέρουμε όμως, ότι κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα μ.Χ. ήταν στην αυτοκρατορική αυλή της Κωνσταντινούπολης, απ' οπού και αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος χάρη ησυχότερης ζωής, και αφιερώθηκε στην ηθική του τελειοποίηση και σε διάφορες μελέτες.
Το 1335 μ.Χ. με τους δύο αποδεικτικούς λόγους του «Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος», ήλθε σε σύγκρουση με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, ο οποίος δίδασκε πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό, κι ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να ενωθεί μαζί Του. Κατά τα λεγόμενα του Βαρλαάμ, ο Θεός είναι «κλειστός στον εαυτό του» και δεν μπορεί να ενωθεί με τους ανθρώπους. Επομένως, οι «ησυχαστές», οι μοναχοί δηλαδή εκείνοι που έλεγαν ότι μπορεί ο άνθρωπος, αν έχει καθαρή καρδιά και αν συγκεντρωθεί στην «καρδιακή προσευχή» (το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με»), να ενωθεί με το Θεό και να φωτισθεί και να δει το Άκτιστο φως, ασχέτως της μόρφωσής του, δεν ήταν Ορθόδοξοι αλλά «μεσσαλιανιστές» και «ομφαλόψυχοι». 
Μετά από αυτές τις τοποθετήσεις του Βαρλαάμ, ο Παλαμάς εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη από όπου και άρχισε τον αγώνα «υπέρ των Ιερώς ησυχαζόντων», δηλ. αυτών που ασκούσαν τον ησυχασμό, συγγράφοντας μάλιστα και τους ομώνυμους λόγους του. Το ζητούμενο της πάλης αυτής ήταν κυρίως το μεθεκτικόν ή αμέθεκτον της θείας ουσίας. Ο Γρηγόριος, οπλισμένος με μεγάλη πολυμάθεια και ισχυρή κριτική για θέματα αγίων Γραφών, διέκρινε μεταξύ θείας ουσίας αμεθέκτου και θείας ενεργείας μεθεκτής. Και αυτό το στήριξε σύμφωνα με το πνεύμα των Πατέρων και η Εκκλησία επικύρωσε την ερμηνεία του με τέσσερις Συνόδους. Στην τελευταία, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 1351 μ.Χ., ήταν και ο ίδιος ο Παλαμάς. Αλλά ο Γρηγόριος έγραψε πολλά και διάφορα θεολογικά έργα, περίπου 60.
Αργότερα ο Πατριάρχης Ισίδωρος, τον εξέλεξε αρχικά επίσκοπο Θεσσαλονίκης. Λόγω όμως των τότε ζητημάτων, αποχώρησε πρόσκαιρα στη Λήμνο. Αλλά κατόπιν ανέλαβε τα καθήκοντα του. Πέθανε το 1360 μ.Χ. και τιμήθηκε αμέσως σαν Άγιος. Ο Πατριάρχης Φιλόθεος, έγραψε το 1376 μ.Χ. εγκωμιαστικό λόγο στο Γρηγόριο Παλαμά, μαζί και ακολουθία και όρισε την εκκλησιαστική μνήμη του στη Β' Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής.
Το τίμιο σώμα του, μετά από την εκταφή, υπήρξε άφθαρτο, δηλαδή δέν σάπισε, αλλά ευωδίαζε και θαυματουργούσε. Στούς λατίνους όμως, τους υποτελείς του Πάπα, ήταν χονδρό αγκάθι η ενθύμιση του Αγίου και μάλιστα ολόσωμου. Γι αυτό πολλες φορές τον συκοφαντούσαν λέγοντας, πως για τα αμαρτήματά του έμεινε «άλυωτος», δέν δέχθηκε από απέχθεια η γη να τον διαλύσει «στα εξ ων συνετέθη»! Τον 19ο αιώνα μ.Χ. ο ναός του Αγίου καταστράφηκε από φωτιά και το τίμιο σκήνωμά του κάηκε αφήνοντας μόνον τα οστά ανέπαφα!
Τόσο γινάτι κράτησαν οι καθολικοί που όταν τυπώνονταν οι εκκλησιαστικές μας ακολουθίες στην Βενετία - κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας - ο Δόγης έδινε την άδειά του για την έκδοση, μόνον εφόσον δέν υπήρχε σχετική αναφορά στον Αγιο. Έτσι για αρκετά χρόνια που κυκλοφορούσαν τα έντυπα από την Βενετία, η γιορτή του είχε σχεδόν ξεχαστεί. Περί τα μέσα και τέλη του 20ου αιώνα, επανήλθε η μνήμη των ενδόξων αγώνων του και έλαβε την πρέπουσα θέση στον χώρο των Ορθόδοξων ναών.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸ πολύφωνον στόμα τῆς θείας χάριτος, τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων τὴν ἀληθῆ θησαυρόν, ἀνυμνοῦμέν σε πιστῶς Πάτερ Γρηγόριε· τῆς Ἐκκλησίας γὰρ φωστήρ, ἀνεδείχθης φαεινός, καὶ κλέος Θεσσαλονίκης· ἥτις ἐν σοὶ καυχωμένη, λαμπρῶς γεραίρει τοὺς ἀγῶνάς σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁ φωστήρ, Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα καὶ διδάσκαλε, τῶν Μοναστῶν ἡ καλλονή, τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμάχητος, Γρηγόριε θαυματουργέ, Θεσσαλονίκης τὸ καύχημα, κῆρυξ τῆς χάριτος, ἱκέτευε διὰ παντός, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Θεσσαλονίκη ἡ περίβλεπτος πόλις, τὴν σὴν ἁγίαν ἑορτάζουσα μνήμην, πρὸς εὐφροσύνην συγκαλεῖται ἅπαντας· ταύτης ποιμενάρχης γάρ, θεοφόρος ἐδείχθης, καὶ σοφὸς διδάσκαλος, Ἐκκλησίας ἁπάσης· χαριστηρίους ὅθεν σοι ᾠδάς, ᾄδομεν πάντες, Γρηγόριε μέγιστε.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸ τῆς σοφίας ἱερὸν καὶ θεῖον ὄργανον Θεολογίας τὴν λαμπρὰν συμφώνως σάλπιγγα Ἀνυμνοῦμέν σε Γρηγόριε θεορρῆμον. Ἀλλ’ ὡς νοῦς νοΐ τῷ πρώτῳ παριστάμενος, Πρὸς αὐτὸν τὸν νοῦν ἡμῶν Πάτερ ὁδήγησον, Ἵνα κράζωμεν, χαῖρε κῆρυξ τῆς χάριτος.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας λαμπρὸς φωστήρ, καὶ Θεσσαλονίκης, ποιμενάρχης θεοειδής· χαίροις τοῦ ἀκτίστου, φωτὸς ὄργανον θεῖον, καὶ θεολόγων στόμα, Πάτερ Γρηγόριε.
Πηγή: saint.gr